Με αφορμή τον εορτασμό 30 χρόνων Madame Figaro, εξερευνούμε τα τελευταία 30 χρόνια ελληνικής μόδας μέσα από το έργο και τα λόγια καθιερωμένων και ανερχόμενων Ελλήνων σχεδιαστών.
Είναι ο ορισμός του self-made designer και επιχειρηματία, έχοντας καταφέρει να δημιουργήσει μια από τις ελάχιστες πραγματικά επιτυχημένες εγχώριες εταιρείες στον χώρο των πολυτελών υποδημάτων, με εξαγωγές σε Λονδίνο, Παρίσι, Μόσχα, Ισραήλ και Μαϊάμι μεταξύ άλλων. Όχι τυχαία, μιας που τα signature σχέδιά του, όπως το εμπνευσμένο από τη φιγούρα της κούκλας Barbie "Silhouette” ή το όμοιο με πινέλο ρουζ "Blush Powder”, αποτελούν παπούτσια-φετίχ για τις γυναίκες που επενδύουν στη διαχρονική κομψότητα και θηλυκότητα που προσφέρει μια ψηλοτάκουνη γόβα. Το ίδιο φυσικά συμβαίνει και με τα δημοφιλή bridal σχέδιά του, που σύμφωνα με τον ίδιο είναι κατασκευασμένα όχι μόνο για την ομορφότερη μέρα στη ζωή μιας γυναίκας, αλλά και για να τη συνοδεύουν στις εμφανίσεις της ακόμη και πολλά χρόνια μετά.
Ο λόγος για τον ταλαντούχο και εξαιρετικά ευγενή Δούκα Χατζηδούκα, που μοιράστηκε με τη Madame Figaro εμπειρίες, σκέψεις, διαπιστώσεις, αλλά και γλυκές αναμνήσεις του από την πορεία του στο χώρο της μόδας, μια πορεία παράλληλη σχεδόν με τα τριάντα χρόνια που συμπλήρωσε το περιοδικό το 2024. Ιδού λοιπόν όλα εκείνα που μοιράστηκε μαζί μας, σε μια απολαυστική κουβέντα για το παρόν, το παρελθόν και φυσικά το μέλλον του κόσμου της μόδας και της δημιουργίας, που δεν σταματά να μας εμπνέει.
Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τον χώρο της μόδας και μάλιστα με εξειδίκευση στα υποδήματα;
Η δική μου απόφαση δεν ήταν συνειδητή. Στην εφηβεία μου έβλεπα πάρα πολύ MTV και μετά άκουγα πάρα πολλή μουσική. Αυτή ωστόσο ήταν συνδεδεμένη με την εικόνα. Δεν μπορούσα να ακούω μουσική ή κάποιον δίσκο χωρίς την εικόνα. Όλο αυτό ήταν από τα 15-16 μου ένα μεγάλο ερέθισμα και μου άρεσε πάρα πολύ, χωρίς να έχω καταλάβει τότε πώς θα μπορούσε να μεταπλαστεί σε κάτι. Θέλω να κάνω μουσική; Να είμαι πάνω στο stage; Θέλω να κάνω παπούτσια; Στην ηλικία των 18 που βρέθηκα για πρώτη φορά στη Μύκονο, με σταμάτησε στο δρόμο ο Στέφανος Ζαούσης που ήταν τότε στο ΚΛΙΚ και μου είπε ότι έχω πάρα πολύ ωραίο στιλ και ότι πρέπει να φωτογραφηθώ για το περιοδικό. Αντί λοιπόν να πάω πενταήμερη εκδρομή, είπα ψέματα στους γονείς μου και πήγα να φωτογραφηθώ. Τότε ήταν που βρέθηκα στον κόσμο της μόδας, άνοιξα την πόρτα του. Ανακάλυψα ότι μου άρεσε αυτό. Η φωτογράφηση θα ήταν σε ένα τεύχος του περιοδικού με εξώφυλλο την Kate Moss και είχα διαλέξει τα ρούχα μου στο Sotris στο Κολωνάκι με άλλα παιδιά που βγαίναμε τότε στο Faz, ακούγαμε Lenny Kravitz και φορούσαμε ρούχα Paul Smith. Φεύγω μετά για σπουδές marketing, κάνω στη συνέχεια μεταγραφή στην Αθήνα και ξεκινάω για να βγάζω το χαρτζιλίκι μου να δουλεύω στο styling και στο image making. Κάποια στιγμή λοιπόν, ο Χάρης Τσιμόγιαννης – που ήταν τότε ο αποκλειστικός εισαγωγέας του Valentino – με προέτρεψε γνωρίζοντας ότι κάνω μερικά shoe designs να συμμετέχω στο Alta Moda, μαζί με τον Άγγελο Μπράτη. Έκανα τότε ένα show στη Ρώμη, έφτιαξα δείγματα, έγραψε για μένα η ιταλική Vogue και πήρα υποτροφία για έξι μήνες στο πλευρό του Giuseppe Zanotti.

Εσείς πώς είχατε μάθει να σχεδιάζετε παπούτσια και πώς ξεκίνησε το ταξίδι της δημιουργίας του δικού σας brand;
Δεν είχα μάθει από κάπου! Σχεδίαζα και πάντα σχεδιάζω σε 2D αντί για 3D, γι’ αυτό και διαχρονικά συνεργάζομαι με πάρα πολύ καλούς πατρονίστ για να κάνουν το design πράξη. Επέστρεψα λοιπόν τότε στην Ελλάδα και επειδή μέσω του styling είχα επαφές με πάρα πολλές μπουτίκ, ξεκινώ απευθείας και κάνω παραγωγή.
Ποια είναι η αναλογία με την οποία αναμειγνύετε τη δημιουργικότητα με τη μαζικότητα που επιβάλλει η αγορά κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού;
Κάθε δημιουργός είναι εξορισμού μεγάλο ταλέντο. Πρέπει όμως να προσαρμόζεται στις όποιες εξελίξεις και να έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζεται και επιχειρηματικά με διάφορους τρόπους στις εξελίξεις. Ειδικά στην Ελλάδα, που δεν ανήκουμε σε μεγάλα επιχειρηματικά groups, καλώς ή κακώς εμείς έχουμε τον τελικό λόγο ως designers και οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε.
Υπάρχει κάποια προσωπικότητα που θα λέγατε ότι στέκεται ως διαχρονική πηγή έμπνευσης για τις συλλογές σας;
Πολλές! Δεν μπορώ να πω μια γιατί πέρα από το ότι είναι πολλές, ανανεώνονται και συνεχώς. Δεν λειτουργούσα ποτέ με ένα συγκεκριμένο πρότυπο γιατί τα ερεθίσματα ήταν πάρα πολλά. Από την Kylie Minogue που χαιρόμουν να βλέπω στο MTV, μέχρι τη Rihanna που τελικά φόρεσε δικές μου δημιουργίες. Γενικά ποτέ δεν είχα κάποια εμμονή γιατί πάντα αντιμετώπιζα το παπούτσι ως αξεσουάρ που συνδυάζεται με δεκάδες άλλα details πάνω σε ένα πρόσωπο. Έτσι κι αλλιώς, οι γυναίκες πάντα είναι πηγή έμπνευσης!

Πώς σχολιάζετε σε γενικές γραμμές την άνθιση που παρατηρείται την τελευταία δεκαετία στον κόσμο της ελληνικής μόδας και δημιουργίας;
Η άνθιση που βλέπουμε στην ελληνική μόδα προέκυψε εκκινώντας κυρίως από τα flat sandals και το Grecian στιλ. Πηγή έμπνευσης ήταν το Κυκλαδίτικο και Archaic στοιχείο, όλα αυτά που έχει να προσφέρει ο πολιτισμός μας. Όλο αυτό έδωσε μια ώθηση και μια έμπνευση που ήταν αν θέλετε ανεξάντλητη σε πάρα πολλούς δημιουργούς για να κάνουν πράγματα. Μεγάλη μου ευχή είναι πάντα αυτά τα προϊόντα να πωλούνται, γιατί όταν αυτά βγαίνουν στην αγορά του εξωτερικού έχουν να ανταγωνιστούν "οδοστρωτήρες" του high street fashion, αλλά και μεγάλες βιοτεχνίες που αντιγράφουν πολύ όμορφα τα designs. Το σημαντικό με τα brands που προκύπτουν είναι να έχουν έναν αξιόλογο κύκλο ζωής που να έχει ένα νόημα και να ξεκινούν έχοντας υπόψιν τους τη διεθνή κυρίως αγορά, αντιμετωπίζοντας την Ελλάδα ως ένα ακόμη market. Η δική μας αγορά, τα νησιά μας, ακόμα και τα resorts για παράδειγμα, με μαγιό, δεν είναι αρκετά για να λειτουργεί μια εταιρεία με κέρδος και σωστά. Κρατάω όμως ότι δόθηκε ένα στίγμα, μια εκκίνηση με το inspiration που μπορεί να σου δώσει αυτή η χώρα.
Τι κάνει ένα πολυτελές brand να ξεχωρίζει σήμερα και να παραμένει βιώσιμο, σε μια περίοδο καταιγιστικής ροής πληροφορίας και νέων τάσεων εξαιτίας των κοινωνικών μέσων;
Μιλώντας σε ένα αντικειμενικό φάσμα, τα απολύτως luxury και high end brands έχουν ιστορία πίσω τους. Αυτό τα κάνει να μην κλονίζονται επίσημα, παρά τις μικρές απώλειες. Μιλώντας όμως για την Ελλάδα, μπορούμε να πούμε ότι δεν έχουμε luxury brands. Προσπαθούμε μεν να διατηρήσουμε ένα level luxury, αλλά δεν είναι αυτό που θα θέλαμε και πρέπει να προσαρμόζεσαι και στην ελληνική αγορά. Το πραγματικό luxury δεν πρέπει να κάνει καμία στιλιστική έκπτωση. Να μην κάνει έκπτωση ώστε ένα παπούτσι ή μια τσάντα να γίνεται feuille volante στον κόσμο του influencing – χωρίς να τον υποτιμούμε ως σύγχρονο τρόπο διαφήμισης. Για μένα η ιστορία δείχνει τελικά ποιο ήταν και ποιο παραμένει luxury brand. Γίνονται φυσικά απόπειρες από brands που δεν ήταν απολύτως luxury – όπως η Bottega Veneta – για να φτάσουν το high end, αλλά στην ουσία μιλάμε για πολύ λίγες εταιρείες που το καταφέρνουν. Η αξία βρίσκεται στο να έχεις τα guts ως εταιρεία να διατηρήσεις τις ίδιες σου τις αξίες μέσα στον χρόνο, ενσωματώνοντας μικρές εξελίξεις.

Πώς θα σχολιάζατε όμως την κρίση που παρατηρείται στον κόσμο του luxury ρούχου, αξεσουάρ και υποδήματος σε παγκόσμιο βαθμό;
Αν παρακολουθήσει κανείς τα οικονομικά fora παγκοσμίως, θα καταλάβει ότι αυτό που συμβαίνει τώρα δεν είναι πραγματικό. Όλα καταλήγουν δυστυχώς στο market. Δεν κάνουμε art. Το art είναι για galleries. Η κατάσταση με τις σεζόν, που βλέπουμε τις τάσεις να αλλάζουν τόσο ανά εξάμηνο, θα με έκανε αν ήμουν καταναλώτρια να τρελαθώ. Και στην πραγματικότητα τι άλλαξε;
Το ατελιέ σας βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, συνεπώς βλέπετε καθημερινά γυναίκες όλων των ηλικιών και στιλ. Πώς θα χαρακτηρίζατε τον τρόπο με τον οποίο ντύνονται οι Ελληνίδες σήμερα; Έχει διαφοροποιηθεί το στιλ τους σε σχέση με όταν ξεκινούσατε την πορεία σας στον χώρο;
Βλέπω δυστυχώς πολλά νέα κορίτσια από τη νέα γενιά, που είναι πιο αφημένη, με τεράστια αθλητικά παπούτσια που βρίσκονται στις τάσεις. Νιώθω ότι με αυτόν τον τρόπο η θηλυκότητα αρχίζει και φθίνει. Όμως όλα αυτά πάνε και παράλληλα με τις εξελίξεις στο έμφυλο κομμάτι. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι είναι ωραίο η γυναίκα να κρατά πέντε στοιχεία που τη διατηρούν πιο θηλυκή. Εγώ πάντα λέω το εξής: ανανεώστε τα παπούτσια σας κι ας μην είναι ακριβά. Να μην είναι φθαρμένα και κακοποιημένα. Φρεσκάρετε το μανικιούρ και το πεντικιούρ σας τακτικά. Είναι ωραίο όσο μπορούμε να είμαστε πιο fresh και να μην αφηνόμαστε. Έχω βέβαια να πω ότι η Ελληνίδα είναι εξορισμού πιο καλοκαιρινή παρουσία. Όταν μπει ο Μάιος τη βλέπεις να ανθίζει!
Ποιες θα λέγατε πως είναι οι βασικές προκλήσεις στην πώληση luxury υποδημάτων σε μια αγορά όπως η ελληνική; Θα λέγατε ότι έχει βελτιωθεί κάπως η κατάσταση τα τελευταία χρόνια;
Υπάρχει μια γενικευμένη δυσκολία στην αγορά, δείτε τον πληθωρισμό. Η Ελλάδα είναι επίσημα discounted market. Δείτε για παράδειγμα την αγορά των καλλυντικών, που είναι όλο σχεδόν τον χρόνο σε έκπτωση. Αυτό φυσικά και μας επηρεάζει, καθώς μια εταιρεία για να επιβιώσει πρέπει να κινείται με το ρεύμα της αγοράς. Άλλωστε δεν γίνεται να επιμένω να φορέσει μια κοπέλα στο γραφείο μια δεκάποντη γόβα, όταν εκείνη μου ζητάει sneakers.
Θυμάστε πότε ήταν η πρώτη φορά που πιάσατε στα χέρια σας ένα τεύχος της Madame Figaro; Ποιες στιγμές και ποιες συνεργασίες σας με το περιοδικό κρατάτε;
Με πάτε τόσο πίσω, δεν ξέρω τώρα πότε ήταν. Το πιο δυνατό μου συναίσθημα από τη Madame Figaro είναι εκείνη η στιγμή που έπιασα ένα τεύχος της στο οποίο ήμουν σχεδόν εγώ στο εξώφυλλο με τις συλλογές μου. Το περιοδικό αυτό έχει ταυτότητα και ξέρει ποιο είναι. Η μεγάλη μου στιγμή στο περιοδικό ήταν όταν έκανα ένα T-shirt το 2004, έχοντας κάνει μάλιστα και ένα cover story τριπλέτα που άνοιγε και τρομερό illustration. Eίχαμε περάσει άπειρες ώρες στο δημιουργικό. Άλλη στιγμή που είχα ενθουσιαστεί με τη Madame Figaro ήταν μια από τις φορές που είχα κάνει το Pink Ribbon βραχιόλι για την Estée Lauder Companies. Εκείνη τη χρονιά μου είχαν κάνει ως δώρο μερικές σελίδες σε περιοδικά, ανάμεσά τους και η Madame Figaro, για να κάνω ό,τι θέλω. Θυμάμαι ότι διάλεξα τότε για κάθε περιοδικό διαφορετικό product και σε εσάς ήταν ένα υπέροχο κόκκινο velvet pump με τριαντάφυλλα. Τότε τα περιοδικά – είμαστε και σε γενιά του print – τα είχαμε σαν παιδιά μας. Ήταν μια μεγάλη στιγμή για μένα. Μια δημιουργική, ενθουσιώδης στιγμή σε μια εποχή που ήμασταν παιδιά και συνέβαιναν πράγματα που μας πήγαιναν ακόμα παραπέρα.

Τι εύχεστε στο περιοδικό με αφορμή τα 30α του γενέθλια;
Θέλω να ευχηθώ να παραμείνει και το περιοδικό, αλλά και η ομάδα του – η οποία ανανεώνεται – το ίδιο creative, πιστή στην ταυτότητα που έχει δημιουργήσει, αλλά και πιστή στο συναίσθημα που δημιουργεί. Αυτό της ζεστασιάς. Και αυτό είναι κάτι που στον χώρο μας δεν το βλέπεις συχνά. Ένας τίτλος με ταυτότητα και respect.
Θα βρείτε τις συλλογές παπουτσιών του Δούκα Χατζηδούκα στο επίσημο κατάστημά του στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου 26 στην Αθήνα και στο www.dukas.com.gr
Instagram: dukascomgr