Στον κόσμο της υψηλής ραπτικής, όπου οι τάσεις έρχονται και φεύγουν, το όνομα Valentino Garavani παραμένει συνώνυμο της αιώνιας κομψότητας, της χολιγουντιανής αίγλης και μιας αξεπέραστης αίσθησης της πολυτέλειας. Ο Ιταλός σχεδιαστής, ένας πραγματικός καλλιτέχνης της μόδας, δεν δημιούργησε απλώς ρούχα, αλλά ένα σύμπαν θηλυκότητας και ομορφιάς, που έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιστορία του στυλ. Η πορεία του είναι μια ιστορία πάθους, ακούραστης αφοσίωσης και μιας αισθητικής που αρνήθηκε να υποκύψει στα πρόσκαιρα.
Ο Valentino Clemente Ludovico Garavani γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1932 στην πόλη Voghera της Ιταλίας. Από μικρή ηλικία, έδειξε ένα ασυνήθιστο ενδιαφέρον για την τέχνη και το σχέδιο, μαθαίνοντας από την θεία του, Rosa, τη ραπτική. Το ταλέντο του ήταν τόσο εμφανές που οι γονείς του τον ενθάρρυναν να μετακομίσει στο Μιλάνο και στη συνέχεια στο Παρίσι, το κέντρο της παγκόσμιας μόδας. Στο Παρίσι, σπούδασε στην École des Beaux-Arts και στη Chambre Syndicale de la Couture Parisienne. Αυτά τα χρόνια ήταν καθοριστικά, καθώς εκπαιδεύτηκε στους κορυφαίους οίκους, όπως ο Guy Laroche και ο Jean Dessès, όπου απέκτησε πολύτιμη εμπειρία και γνώση της υψηλής ραπτικής.
Το 1959, ο Valentino επέστρεψε στη Ρώμη και με τη βοήθεια του πατέρα του, άνοιξε τον δικό του οίκο, το Valentino. Η πρώτη του συλλογή παρουσιάστηκε το 1960. Ωστόσο, η πραγματική του άνοδος ήρθε το 1962, όταν παρουσίασε την πρώτη του συλλογή υψηλής ραπτικής στη Φλωρεντία. Η συλλογή δέχθηκε διθυραμβικές κριτικές και έκανε τον Valentino γνωστό διεθνώς. Η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη που ορισμένοι δημοσιογράφοι τον αποκάλεσαν "το επόμενο μεγάλο όνομα της ιταλικής μόδας".
Η ιστορία του Valentino Garavani δεν μπορεί να ειπωθεί χωρίς να αναφερθεί ο άνθρωπος που βρισκόταν πάντα δίπλα του: ο Giancarlo Giammetti. Η σχέση τους ήταν μια από τις πιο επιδραστικές και μακροχρόνιες συνεργασίες στην ιστορία της μόδας. Ήταν μια συνύπαρξη που βασίστηκε σε μια μοναδική ισορροπία, όπου ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο, χτίζοντας μαζί μια παγκόσμια αυτοκρατορία.
Η πρώτη τους συνάντηση έγινε στις 31 Ιουλίου 1960 σε ένα καφέ στη Via Veneto της Ρώμης. Ο Valentino ήταν ένας ανερχόμενος, αλλά άγνωστος τότε σχεδιαστής. Ο Giammetti, οκτώ χρόνια νεότερος, ήταν φοιτητής αρχιτεκτονικής. Η χημεία τους ήταν άμεση και η σύνδεσή τους όχι μόνο προσωπική, αλλά και επαγγελματική.
Αν ο Valentino ήταν το καλλιτεχνικό όραμα, ο Giammetti ήταν ο επιχειρηματικός νους. Ο Valentino μπορούσε να δημιουργήσει τα πιο ονειρεμένα φορέματα, αλλά δεν είχε καμία εμπειρία με την οργάνωση, τη διοίκηση ή τα οικονομικά. Ο Giammetti ανέλαβε αυτόν τον ρόλο, μετατρέποντας το μικρό ατελιέ σε μια διεθνή εταιρεία.
Η επιτυχία τους βασίστηκε σε μια ξεκάθαρη κατανομή ρόλων. Ο Valentino ήταν ο απόλυτος καλλιτέχνης. Αφοσιωμένος στην τέχνη του, ήταν αυτός που σχεδίαζε τις συλλογές, επέβλεπε τη ραπτική και διαμόρφωνε την αισθητική του οίκου. Ο Giammetti τον προστάτευε από τις πιέσεις της επιχείρησης, ώστε ο Valentino να μπορεί να αφοσιωθεί πλήρως στη δημιουργική του διαδικασία. Ο Giancarlo Giammetti ήταν ο CEO, ο διαπραγματευτής, ο διαχειριστής των οικονομικών και η "ασπίδα" του Valentino. Ήταν αυτός που έπαιρνε τις δύσκολες αποφάσεις, επέκτεινε το brand με νέες γραμμές, όπως την pret-à-porter και τα αρώματα, και σύναπτε τις συμφωνίες. Η διορατικότητά του ήταν πρωτοποριακή, καθώς ήταν από τους πρώτους που επένδυσαν σε διεθνείς αγορές, όπως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, και σύναψε στρατηγικές συμφωνίες licensing.
Η δυναμική τους ήταν μοναδική. Ο Giammetti έχει δηλώσει ότι ο ρόλος του ήταν να "κάνει τον Valentino να νιώθει ελεύθερος και ασφαλής" και να τον προστατεύει από το άγχος της επιχείρησης. Παρά τις διαφωνίες που είχαν, η αμοιβαία εμπιστοσύνη και ο σεβασμός τους παρέμειναν ακλόνητοι.
Η σχέση τους δεν περιοριζόταν στην εταιρεία. Ζούσαν μαζί, μοιράζονταν σπίτια σε όλο τον κόσμο και ήταν αχώριστοι. Δημιούργησαν μια "μεγάλη οικογένεια" από φίλους και συνεργάτες που τους περιέβαλε. Μαζί ίδρυσαν την "Accademia Valentino", ένα πολιτιστικό κέντρο για εκθέσεις και εκδηλώσεις, καθώς και την οργάνωση L.I.F.E. για την υποστήριξη ασθενών με AIDS.
Η συνεργασία του με τη Jacqueline Kennedy εκτόξευσε τη φήμη του στα ύψη και ήταν η σημαντικότερη μούσα του. Η σχέση τους ξεκίνησε το 1964, όταν η τότε Πρώτη Κυρία ανακάλυψε τις δημιουργίες του και τις φόρεσε κατά τη διάρκεια της περιόδου πένθους μετά τη δολοφονία του συζύγου της. Η πιο εμβληματική στιγμή ήταν το λευκό φόρεμα από δαντέλα που φόρεσε στον γάμο της με τον Αριστοτέλη Ωνάση το 1968. Η Jackie αντιπροσώπευε την αριστοκρατική, αψεγάδιαστη κομψότητα που λάτρευε ο Valentino.
Η διάσημη ηθοποιός Elizabeth Taylor ήταν στενή φίλη του και μια από τις πρώτες χολιγουντιανές σταρ που τον εμπιστεύτηκαν. Η Taylor λάτρευε την πολυτέλεια και το δράμα, στοιχεία που ο Valentino ενσωμάτωνε στις δημιουργίες του με μοναδικό τρόπο. Η πρώτη της εμφάνιση με ένα φόρεμα Valentino, στην πρεμιέρα της ταινίας "Spartacus" το 1961, ήταν η αρχή μιας μακροχρόνιας σχέσης. Αν και πιο γνωστή για τη συνεργασία της με τον Hubert de Givenchy, η Audrey Hepburn ήταν επίσης πιστή πελάτισσα του Valentino. Η αέρινη χάρη και η delicate προσωπικότητά της ταίριαζαν απόλυτα με τη φιλοσοφία του σχεδιαστή, ο οποίος δημιούργησε για εκείνη κομψά, λιτά σύνολα.
Η "Collezione Bianca" του 1968, αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές και καθοριστικές στιγμές στην καριέρα του Valentino Garavani. Αν και η συλλογή είναι γνωστή ως "Bianca", περιλάμβανε και αποχρώσεις του μπεζ και του κρεμ, δίνοντας έμφαση στην αγνή, καθαρή και μινιμαλιστική αισθητική.
Για να καταλάβουμε γιατί η συλλογή ήταν τόσο επαναστατική, πρέπει να δούμε το πλαίσιο της δεκαετίας του '60. Ήταν μια εποχή έντονων χρωμάτων, ψυχεδελικών prints, μίνι φουστών και pop art. Ο κόσμος της μόδας ήταν γεμάτος από ζωντάνια και συχνά, υπερβολή.
Ο Valentino, όμως, επέλεξε να πάει ενάντια στο ρεύμα. Αντί να ακολουθήσει τις τάσεις, τις απέρριψε, παρουσιάζοντας μια συλλογή που έμοιαζε να έρχεται από μια άλλη εποχή, με αναφορές στην κλασική, διαχρονική κομψότητα. Η έμπνευση για την "Collezione Bianca" ήταν η Jacqueline Kennedy, η οποία ήταν ήδη στενή του φίλη και πιστή του πελάτισσα. Ο Valentino είχε εκτιμήσει την εκλεπτυσμένη της αισθητική και τη λιτή της κομψότητα, στοιχεία που ενσωμάτωσε πλήρως στη συλλογή.
Η "Collezione Bianca" δεν ήταν απλά μια συλλογή ρούχων. Ήταν μια δήλωση. Με αυτή τη συλλογή, ο Valentino απομακρύνθηκε από τους συναδέλφους του και καθιέρωσε τη δική του, μοναδική σχεδιαστική ταυτότητα.
Η επιτυχία της συλλογής του χάρισε το βραβείο Neiman Marcus Award για τη μόδα, ένα από τα πιο αναγνωρισμένα βραβεία στον χώρο. Επίσης, η "Collezione Bianca" ήταν η συλλογή που παρουσίασε για πρώτη φορά το λογότυπο "V", το οποίο έμελλε να γίνει το παγκόσμιο σύμβολο του οίκου Valentino.
Συνολικά, η "Collezione Bianca" αποτελεί ένα παράδειγμα του πώς η τολμηρή επιλογή της απλότητας και της καθαρής γραμμής μπορεί να υπερβεί τις πρόσκαιρες τάσεις και να δημιουργήσει κάτι πραγματικά διαχρονικό.
Οι δημιουργίες του Valentino ξεχωρίζουν για πολλά στοιχεία, αλλά το πιο εμβληματικό είναι το "Valentino Red". Μια μοναδική απόχρωση του κόκκινου, που ο ίδιος δημιούργησε, έγινε η υπογραφή του οίκου. Αυτή η απόχρωση δεν είναι απλώς ένα χρώμα, αλλά ένα σύμβολο πάθους, δύναμης και αυτοπεποίθησης. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι το κόκκινο είναι "ένα χρώμα γεμάτο ζωή, αγάπη, και τον αέρα της υπεροχής".
Πέρα από το κόκκινο, η φιλοσοφία του Valentino βασίζεται σε στην αριστοκρατική κομψότητα. Τα ρούχα του είναι πάντα άψογα ραμμένα, με έμφαση στην ποιότητα των υφασμάτων (μετάξι, δαντέλα, σιφόν) και την τέλεια εφαρμογή. Ο Valentino αγαπά τις γυναίκες και τις τιμά με τις δημιουργίες του, αναδεικνύοντας τη θηλυκότητα. Τα φορέματά του αναδεικνύουν το γυναικείο σώμα με χάρη και σεβασμό, χωρίς να είναι προκλητικά. Ένα ακόμα στοιχείο που κάνει το έργο του τόσο ξεχωριστό είναι η αγάπη για τη δημιουργικότητα. Ο Valentino ποτέ δεν ακολούθησε πιστά τις παροδικές τάσεις. Οι συλλογές του είχαν πάντα μια διαχρονική ποιότητα, κάτι που τις καθιστά επίκαιρες ακόμα και σήμερα.
Κάποιες από τις σημαντικότερες στιγμές της καριέρας του είναι το 1967, όταν λάνσαρε τη γραμμή pret-a-porter, κάνοντας την πολυτέλεια πιο προσιτή σε ένα ευρύτερο κοινό. Το όνομά του μάλιστα ήταν πάντα συνώνυμο της χολιγουντιανής λάμψης. Διάσημες ηθοποιοί όπως η Elizabeth Taylor, η Audrey Hepburn και η Julia Roberts έγιναν πιστές του πελάτισσες, επιλέγοντας τα ρούχα του για τις εμφανίσεις τους στο κόκκινο χαλί. Το 2008, ο Valentino αποσύρθηκε από τον χώρο της μόδας με ένα συγκινητικό σόου υψηλής ραπτικής στο Παρίσι, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά που συνεχίζεται από τους διαδόχους του.
Για τον Valentino, το ντύσιμο δεν είναι απλώς ρούχα, αλλά μια μορφή τέχνης και έκφρασης της θηλυκότητας. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει τις γυναίκες είναι βαθιά σεβαστός. Δεν προσπάθησε ποτέ να τις μεταμορφώσει, αλλά να τις αναδείξει. Τα φορέματά του είναι σαν κοσμήματα: είναι σχεδιασμένα για να κάνουν τη γυναίκα να αισθάνεται μοναδική, όμορφη και δυνατή. Πίστευε ότι η κομψότητα βρίσκεται στη λεπτομέρεια και στην ποιότητα, όχι στην υπερβολή.
Η κληρονομιά του Valentino Garavani είναι κάτι περισσότερο από τις συλλογές του. Είναι μια υπενθύμιση ότι η μόδα, όταν γίνεται με τέχνη και πάθος, μπορεί να αποτελέσει μια διαρκή πηγή ομορφιάς και έμπνευσης. Η επιρροή του θα συνεχίσει να λάμπει, όπως ακριβώς και το εμβληματικό του κόκκινο.