Η γνωστή ηθοποιός ανοίγει ένα παράθυρο στο πιο ευαίσθητο κομμάτι της ζωής της, τις ηχογραφήσεις της μητέρας της, φέρνοντας το κοινό πιο κοντά στην ψυχή της και αποκαλύπτοντας αλήθειες που μέχρι τώρα κρατούσε για τον εαυτό της.
Η μητέρα της Αλεξάνδρας Ούστα έζησε στη Σαουδική Αραβία του 1970 ακολουθώντας τον σύζυγό της στη δουλειά του. Για να επικοινωνεί με την οικογένειά της, αντί για γράμματα, έγραφε κασέτες. Η Αλεξάνδρα Ούστα τις ανακάλυψε μετά τον θάνατό της, στο σπίτι της γιαγιάς, και ξεκίνησε ένα ταξίδι προσωπικής αναζήτησης για να καλύψει τα κενά που είχε για τη ζωή της μητέρας της. Οι ηχογραφήσεις αυτές, χρόνια μετά, έγιναν θεατρικό έργο με την υπογραφή του Γιάννη Κεντρωτά.
Αφού του παρέδωσε τις κασέτες και του εξήγησε κάποια πράγματα για τους βασικούς πρωταγωνιστές στη ζωή της μητέρας της, του ζήτησε να γράψει μια παράσταση με λίγους χαρακτήρες. "Τελικά, μου βγήκε μονόλογος" της έγραψε εκείνος στέλνοντας το τελικό κείμενο στο e-mail της. Η παράσταση Η λεμονιά έκανε τον πρώτο της κύκλο πέρυσι και επιστρέφει, από τις 23 Νοεμβρίου, στο Θέατρο 104.
Γιατί σε μια τόσο προσωπική παράσταση δε θέλησες να γράψεις εσύ και το κείμενο;
Επιχείρησα να το κάνω, αλλά με τεράστια αποτυχία. Δεν μπορούσα να οδηγηθώ κάπου. Ίσως επειδή είχα πολύ μεγάλη σύνδεση με το θέμα. Από την άλλη, είχα δει έργα του Γιάννη Κεντρωτά, ήξερα το ύφος του και μου ταίριαζε πολύ. Μου άρεσε η αμεσότητά του. Είχαν κάτι οικογενειακό τα έργα του και γι’ αυτό και τον προσέγγισα. Εάν τον ενέπνεαν οι κασέτες –όπως και συνέβη–, ήμουν σίγουρη ότι θα έφτιαχνε κάτι πολύ καλό.
Πώς αποφάσισες να μοιραστείς με όλο τον κόσμο το τόσο προσωπικό περιεχόμενο των κασετών;
Ακούγοντάς τες την πρώτη φορά, αυτό που άκουγα στην κασέτα δεν έμοιαζε καθόλου με τη φωνή της μητέρας που ήξερα εγώ καθώς μεγάλωνα. Έμοιαζε πιο πολύ με μια νεαρή κοπέλα σαν αυτήν που έπαιζε η Μπέτυ Λιβανού στον Επαναστάτη Ποπολάρο. Κι αυτό μου έκανε πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση: η διάσταση αυτής της προσωπικότητας που εγώ την ήξερα πολύ διαφορετικά. Σκεφτόμουν ότι υπήρχε ενδιάμεσα ένα κενό, το οποίο έπρεπε να γεμίσει, και στο μυαλό και στην ψυχή μου. Ακούγοντας ξανά και ξανά τις κασέτες, κατάλαβα ότι υπάρχει υλικό τόσο για μένα ως κόρη αυτής της γυναίκας αλλά και για τις γυναίκες της ηλικίας μου και ίσως λίγο μικρότερες ή μεγαλύτερες. Έχει να κάνει με την εποχή. Για το πώς αισθάνονταν οι γυναίκες, πώς μεγάλωσαν για να γίνουν οι μητέρες μας.
Ένιωσες σαν να γνωρίζεις άγνωστες πτυχές της μητέρας σου;
Είναι σαν να γνωρίζω ένα κορίτσι το οποίο δεν έτυχε να συναντήσω εκείνη την εποχή, ήταν μια νέα κοπέλα και αργότερα έγινε η μητέρα μου. Τώρα μαθαίνω πτυχές εκείνης της ηλικίας. Ποια ήταν τα δικά της βιώματα ενδεχομένως τότε και έγινε αυτή που ήταν αργότερα, όταν μεγάλωσε και ωρίμασε.
Μέσα από αυτή την αναζήτηση την έχεις αγαπήσει περισσότερο;
Η αγάπη για μένα δεν έχει ταβάνι, ειδικά με μια τέτοια σύνδεση μητέρας και κόρης, γονιού και παιδιού. Το να κατανοήσω καλύτερα από πού ερχόταν αυτή η γυναίκα, σε κοινωνικό ή ηθικό πλαίσιο, με κάνει να ξεκαθαρίζω και να ανακαλύπτω πράγματα.

Βρίσκεις κοινά με τις γυναίκες της εποχής μας στον τρόπο που επέλεγε να αποσιωπήσει τις όποιες δυσκολίες βίωνε ίσως;
Έχω την αίσθηση ότι αυτό δε συμβαίνει τόσο όσο συνέβαινε τότε. Βέβαια, τα ζητήματα ήταν ακόμα περισσότερα. Οι γυναίκες δε δικαιούνταν να έχουν προβλήματα. Έπρεπε να είναι καλές κοπέλες, νοικοκυρές, να προσέχουν την οικογένειά τους, να ακολουθούν πράγματα σε σχέση με τη θρησκεία τους... Υπήρχαν πολλά "κουτάκια", τα οποία δεν υπάρχουν πια. Ήταν επιτακτικό να είναι σωστές. Και τώρα πρέπει να είναι σωστές, αλλά υπάρχει μια εξέλιξη.
Σήμερα, όταν κάτι δε μας αρέσει, προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να βοηθήσουμε τον εαυτό μας να το λύσουμε. Υπάρχουν, ας πούμε, οι ψυχολόγοι. Κάτι που δεν ξέρω αν υπήρχε τότε, αλλά, ακόμα και να υπήρχε, δεν ήταν πολύ της μόδας. Τώρα υπάρχει τρόπος μια γυναίκα να βοηθήσει τον εαυτό της. Το ίδιο ισχύει και για τους άντρες φυσικά, αλλά αυτή τη στιγμή μιλάμε για τις γυναίκες.
Πότε άκουσες τις κασέτες για πρώτη φορά;
Η πρώτη φορά ήταν το 2021, αφότου έφυγε η μητέρα μου από τη ζωή – είχε "φύγει" και η γιαγιά μου. Βρέθηκαν φυλαγμένες στο σπίτι της γιαγιάς μου. Η σκέψη του να γίνουν όμως παράσταση δεν ήρθε στο μυαλό μου τότε. Πέρασαν χρόνια μέχρι να ωριμάσει αυτή η ιδέα και να σκεφτώ να κάνω κάτι δικό μου, προσωπικό. Μέχρι τότε δεν αισθανόμουν την ανάγκη να το κάνω, αλλά και δεν είχα την ικανότητα να το κάνω. Ούτε τώρα πιστεύω ότι είμαι ικανή για κάτι τέτοιο, αλλά σαν να πηγαίνω με τον άνεμο, που λένε (γέλια).
Προσωπικά, η πρώτη φορά που άκουσα για την παράσταση ήταν πέρυσι σε ένα live στο YouTube του συζύγου σου Γιάννη Σαρακατσάνη. Έδειχνε σαν να πιστεύει πολύ στην παράσταση και σ’ εσένα.
Την πιστεύει πολύ ο Γιάννης αυτή την παράσταση. Και το έργο και εμένα. Έχει κι έναν μαγικό τρόπο να επικοινωνεί τα πράγματα και τον ευχαριστώ γι’ αυτό που έκανε πέρυσι. Έχει δει πρόβες, έχει υπάρξει στις αγωνίες μου δίπλα μου, οπότε ξέρει εκ των έσω τι έχει συμβεί με αυτή τη διαδικασία.
Το όνομα πώς προέκυψε;
Η λεμονιά είναι ένα δέντρο που βρίσκεται στη μια άκρη του κήπου του σπιτιού της πρωταγωνίστριας στον μονόλογο, που μιλάει στις κασέτες και παρομοιάζει τον εαυτό της με αυτό. Επειδή ήταν έτσι απομακρυσμένο, δεν του έδιναν πολλή σημασία και δεν το πότιζαν. Αυτή είναι η λεμονιά, δεν είναι όνομα. Είναι η γυναίκα που ταυτίζεται με αυτό το δέντρο.
Το να είσαι μόνη σου στη σκηνή το κάνει πιο εύκολο ή πιο δύσκολο;
Πριν ξεκινήσω να κάνω την παράσταση, μου φαινόταν πάρα πολύ δύσκολο γιατί δεν είχα εμπειρία από άλλο μονόλογο. Τελικά, υπάρχουν τρόποι να συνυπάρχεις μόνο με τον εαυτό σου μέσα σε μια παράσταση. Δε θεωρώ ότι είναι πιο δύσκολο ή πιο εύκολο, απλά είναι διαφορετικό.
Το να σκηνοθετείς τον εαυτό σου;
Αυτό ήταν τραγικά δύσκολο. Γιατί δεν είμαι και μοναχικός άνθρωπος, τουλάχιστον σε σχέση με τη δουλειά, μου αρέσει να αλληλεπιδρώ με κόσμο. Ήρθε όμως η Μένη Κωνσταντινίδου, η οποία με βοήθησε πολύ. Χωρίς εκείνη, νομίζω, δε θα κατάφερνα να ανεβάσω την παράσταση. Τα πράγματα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν όταν η Μένη ήρθε και με βοήθησε και φέτος κάνουμε μαζί τη σκηνοθεσία. Ήταν πολύ άγριο, δεν μπορούσα να βάλω τον εαυτό μου σε συγκεκριμένη σειρά, σε πρόγραμμα.
Η σκηνοθεσία είναι κάτι που σε ενδιαφέρει γενικά;
Από ανάγκη ξεκίνησα να σκηνοθετώ αυτή την παράσταση γιατί ήταν πολύ συγκεκριμένο το όραμα. Δεν ήταν ένα έργο που αφορά μια γυναίκα που γράφει κάτι κασέτες. Συνδεόμουν πάρα πολύ με αυτό τον άνθρωπο στον μονόλογο και δεν ήξερα αν κάποιος άλλος μπορούσε να μοιραστεί το ίδιο όραμα μ’ εμένα. Οπότε, η σκηνοθεσία έγινε από ανάγκη, δεν είχα βλέψεις να γίνω σκηνοθέτις. Ωστόσο, αυτό είναι μια εξάσκηση, αν θέλεις, και δεν ξέρω αν στο μέλλον θα υπάρξει κάτι που θα με εμπνεύσει και θα πω "Αυτό τώρα θέλω να το κάνω", όπως συνέβη με αυτή την παράσταση.
Ο τρόπος που επέλεξες το έργο δείχνει ότι το έκανες γιατί παθιάστηκες μαζί του και όχι γιατί σκέφτηκες ότι βιοποριστικά πρέπει να κάνεις κάτι αυτή τη χρονιά.
Βρέθηκα σε μια περίοδο που είχα ανάγκη να γεμίσω τον εσωτερικό μου κόσμο. Είναι και το βιοποριστικό κομμάτι ένα θέμα, αλλά προφανώς τη δεδομένη στιγμή έπρεπε να κάνω και κάτι άλλο, κάτι παραπάνω ίσως, για εμένα.
Η παράσταση Η λεμονιά θα παίζεται από 23 Νοεμβρίου κάθε Σάββατο στις 18:15 και Κυριακή στις 21:00.