Σε μία καθημερινότητα που αναδομείται on repeat, υπάρχουν μερικά σταθερά ραντεβού. Παντός καιρού. Το ραντεβού μας με τον πολιτισμό, την τέχνη, τη γεύση, το design, την αισθητική. Τη συνάντηση με το #theaftertaste, το οποίο κάθε εβδομάδα ξεχωρίζει τα καλύτερα από όσα συμβαίνουν στην πόλη που δεν σταματά να (ανα)γεννάται μέσα από την ύπαρξη της.
Είδαμε:
Τον Άμλετ του σήμερα. Υπάρχουν ορισμένες σχέσεις, οι οποίες σαν να απαιτούν ένα μικρό διάλειμμα για να διατηρήσουν τη φρεσκάδα τους. Και όταν το διάλειμμα αυτό τελειώσει, ο μίτος τους συνεχίζει αδιάκοπος την πορεία του – λες και δεν πατήθηκε το κουμπί της παύσης ποτέ. Αυτή είναι η βασική σκέψη που χορεύει στο μυαλό μου όσο περιμένω τον ήλιο να ολοκληρώσει στο εκατό τις εκατό την τροχιά του και τον Άμλετ στο Θέατρο Βράχων να ξεκινήσει. Είχα πολύ καιρό να βρεθώ στο συγκεκριμένο θέατρο κι ας απέχει μόλις λίγα λεπτά από το σπίτι μου. Ίσως, το ότι το θεωρούσα πως θα είναι πάντα εκεί για εμένα, δίπλα μου – στην κυριολεξία – να ήταν και ο βασικός λόγος.

Ο Άμλετ του William Shakespeare είναι, όμως, μία καλή ευκαιρία προκειμένου να αναθερμάνουμε τη σχέση μας. Έτσι, εκτιμώ. Ευτυχώς, δεν έπεσα έξω. Τα φώτα χαμηλώνουν και οι ηθοποιοί κατευθύνονται προς την πολυμορφική σκηνή. Είναι διαφορετική από όσες έχω αντικρίσει όσα χρόνια κάνω πολιτιστικό ρεπορτάζ. Σαν να έχει τη δική της προσωπικότητα, συντιθέμενη από ένα κράμα αρχέγονου θεατρικού μοτίβου και σύγχρονης τεχνολογικής εξέλιξης. Ηρεμία. Οι φωτιστικές πηγές δυναμώνουν σε ήπιο βαθμό. Η παράσταση ξεκινά.

Δεν χρειάζεται να περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να αντιληφθεί κανείς ότι η απόδοση και η οπτική του σκηνοθέτη στον κλασικό Άμλετ είναι σύγχρονη. Σημερινή και παρούσα, χωρίς όμως να αλλοιωθεί η ουσία και το μήνυμα που ο κάθε θεατής κρατά στο τέλος, αλλά και κατά τη διάρκεια του δρώμενου – τότε που η δράση ξετυλίγεται, πόσο υποτιμημένη στιγμή στην τελική επίγευση. Με αέρα The Great Gatsby, αριστοκρατική διάθεση – ο Άμλετ ήταν ο πρίγκιπας της Δανίας, πώς θα μπορούσε διαφορετικά-, η ματιά του Θέμη Μουμουλίδη είναι σκοτεινή, μα όχι δυστοπική. Σε αρμονική συνύπαρξη με τη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου και την κινησιολογική επεξεργασία της Πατρίσιας Απέργη, η ατμόσφαιρα αποκτά μυσταγωγικό χαρακτήρα και μερικές φωτεινές εκπλήξεις, η σκιά των οποίων γεμίζει τους βράχους του εμβληματικού θεάτρου.

Ο Ανάστασης Ροϊλός στον ρόλο του Άμλετ μοιάζει σαν να έχει χωρέσει στοιχεία από αρκετές σαιξπηρικές προσωπικότητες σε ένα πρόσωπο με ισχυρά εκφραστικά μέσα, αδιαπραγμάτευτη ηθική, δυναμισμό με μικρές ενέσεις τρυφερότητας και αποφασιστικότητας. Είναι υποδειγματικός. Και η ζωντανή απόδειξη εκείνου που ο ήρωας τον οποίο ενσαρκώνει μέσα από τις πράξεις του: ότι το καινούριο είναι απαλλαγμένο από ενοχές όταν έχει ποιότητα.

Η Ιωάννα Παππά ντύνει την ερμηνεία της με τη χαρακτηριστική της ποιότητα, όσο ο Μιχάλης Συριόπουλος βαδίζει με σεβασμό και ταλέντο σε μία σκηνή που ίσως να μη χωρά όλες του τις υποκριτικές αρετές – δεδομένου ότι οι τελευταίες είναι αρκετές. Έκπληξη η Τζένη Καζάκου στο ρόλο ενός τρυφερού και σχεδόν αθώου κοριτσιού, με τον Θανάση Σκυφτούλη, τον Θανάση Δόβρα, τη Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, τον Άρη Νίνικα και τον Δημήτρη Αποστολόπουλο να συγκροτούν έναν καλοκουρδισμένο θίασο για έναν Άμλετ ακραία σημερινό, αθεράπευτα διαχρονικό.
Δοκιμάσαμε:
Το μενού ενός Αστακού. Μία βάρκα, σε αρμονία με το περιβάλλον και τη θερινή διάθεση, κινείται στον ρυθμό που οι κυματισμοί της θάλασσας επιτάσσουν. Δίπλα της, δεκάδες άλλες υποβάλλονται σε ένα ηλιοβασίλεμα έντονο, μα φιλόξενο – μοιάζουν σαν να συνομιλούν μεταξύ τους. Τι να λένε άραγε; Οι πάγκοι των ψαράδων έχουν αδειάσει με τα φρέσκα τους καλούδια να επιλέγονται τις πρωινές ώρες και να καταναλώνονται κάθε στιγμή της ημέρας. Προσωπική μου επιλογή εκείνο το μεσοδιάστημα ανάμεσα στη δύση του ηλίου και την κυριαρχία του έναστρου αθηναϊκού ουρανού.

Δεν είμαι σε νησί, αν και το σκηνικό θυμίζει εκείνο που συναντάς σε μη πολυσύχναστες διευθύνσεις, καθαρές από την επέλαση νέων ηθών θερινής γεύσης βασισμένων σε πρότυπα του εξωτερικού. Για την ακρίβεια, δεν απέχω και τόσο πολύ από τον αστικό ιστό. Βρίσκομαι στη δεύτερη Μαρίνα της Γλυφάδας, στην ιχθυόσκαλα – όπως οι ντόπιοι αρέσκονται να τη χαρακτηρίζουν – της Αθηναϊκής Ριβιέρας. Σε μία άφιξη που κατάφερε – χωρίς υπερβολή – να ταράξει τα νερά μίας περιοχής που εστιατορικά είχε ανάγκη από αυθεντικές εστιατορικές εμπειρίες, βασισμένες στο τελετουργικό ενός παρελθόντος που συχνά νοσταλγείται, μα όλο και πιο σπάνια εντός κουζίνας εκτελείται. Και το όνομα αυτής, Astakos.

Ούτε ο πρώτος που μεταφέρω διά της γραπτής οδού την εμπειρία μου από τον Astako – η αθρόα προσέλευση του κοινού με κάνει να ελπίζω ότι δεν θα είμαι και ο τελευταίος. Αισθάνομαι, όμως, ότι ήρθα την κατάλληλη εποχή. Εκείνη που ταιριάζει με τα φωτιστικά της οροφής (σ.σ. θυμίζουν υπερμεγέθη ψάθινα καπέλα), την κοινωνική ενέργεια της ανοιχτής κουζίνας (μπορείς να δεις τα πιάτα να ετοιμάζονται μπροστά στα μάτια σου), το ξύλο, το μάρμαρο και την πέτρα που δημιουργούν ένα μοναδικό μωσαϊκό, τα χαλίκια στον εξωτερικό χώρο – οδηγητές στην ελευθερία της θάλασσας. Η interior design Γεωργία Τυλιγάδα έχει εναρμονιστεί με τη φιλοσοφία των ιδιοκτητών και το μενού και συνδεθεί με το όραμά τους για αυθεντικές, γήινες – είναι η παλέτα που χρωματικά κυριαρχεί στον χώρο – γευστικές εμπειρίες που στερούνται επιτήδευσης και θυμίζουν εκείνες που αιχμαλώτιζαν στα δίχτυα τους οι ψαράδες τις πολύ πρωινές ώρες.

Το γευστικό του παιχνίδι κινείται στον ίδιο ρυθμό. Ο Astakos δεν σερβίρει σεβίτσε, δεν διαθέτει σαλάτα του Καίσαρα στον κατάλογο του, αποφεύγει το gin και τη βότκα, σε υποδέχεται με κρασί και όχι welcome drink, αρνείται να διαπραγματευτεί την εγχώρια αυθεντικότητά του. Αντιθέτως, προτάσσει εξαιρετικές πρώτες ύλες άρτι αφιχθείσες από τον βυθό της θάλασσας, το μποστάνι, την εύφορη ελληνική γη που καλλιεργείται με συνέπεια και μεράκι, προϊόντα του τόπου μας χωρίς φανφάρες και μαγειρικό στόμφο. Ο Άγγελος Μπακόπουλος, από το μετερίζι του consulting chef, έχει κάνει καλή δουλειά.

Τα πρώτα πιάτα ή αλλιώς μεζέδες έρχονται στο τραπέζι σε ξύλινο δίσκο με την ταραμοσαλάτα να διακρίνεται για το αφρώδες σώμα της, τη φάβα να συνοδεύεται από κρίταμο και καπνιστό χέλι, τα μαμαδίσια – τυλιγμένα στο χέρι – ντολμαδάκια να γυρνούν για λίγο το χρόνο πίσω με την τρυφεράδα τους και τη σαρδέλα να απολαμβάνεται καλύτερα ξιδάτη. Στα ωμά, το μαγιάτικο ημίπαστο με την ιδιαίτερη σύνθεσή του, η οποία ολοκληρώνεται με vinaigrette φασολιού παίζει το δικό του πρωταγωνιστικό παιχνίδι, ενώ ακόμη και οι πιο συνήθεις προτάσεις ξεχωρίζουν για τον τρόπο που μαγειρεύονται και την τελική τους γεύση.


Οι χταποδοκεφτέδες – μεστοί στον πυρήνα, αφράτοι περιμετρικά – είναι μία ενδιαφέρουσα θαλασσινή έμπνευση με τα κουρκουτένια κολοκυθάκια και τις φρέσκες πατάτες – κομμένες στο χέρι – να προσθέτουν σπιτίσιες νότες στα του τηγανιού. Πικάντικη καραβιδόψιχα και υφάλμυρος γαύρος για τη συνέχεια και τη μετάβαση στα κυρίως. Τρυφερή τσιπούρα με εξαιρετικά ψημένα στον ξυλόφουρνο χόρτα, εθιστική σκορπίνα σε εκδοχή μπουρδέτου – κορυφαία στιγμή του δείπνου, τόνος με ξινόχοντρο τραχανά για τους τολμηρούς ή ψάρι ημέρας από τον πάγκο στην κουζίνα και από εκεί στο πιάτο, όποια επιλογή και αν κάνεις είναι σίγουρο ότι θα την απολαύσεις σε value for money σκηνικό.

Στον Astako, οι ανόθευτες αξίες των δικών μας καλοκαιριών προστατεύονται σφιχτά, όπως εκείνος ο έρωτας που έρχεται μία φορά. Εξάλλου, στο μικρο – σύμπαν των ρομαντικών, ο "Αστακός" είναι το σύμβολο του απόλυτου πάθους, αφού αγαπά και ζευγαρώνει μόνο μία φορά στη ζωή του.
Ξεχωρίσαμε:
Ένα Just for a sec κρασί. Οι ιστορίες που γράφονται πάνω από ένα ποτήρι κρασί έχουν κάτι από την καλοκαιρινή γεύση και τη διαχρονική σπιρτάδα του. Φρεσκάρει τη μνήμη και καλό είναι να φρεσκάρεται και το ίδιο – διατηρώντας φυσικά τη βάση του. Η Οινοποιία Μπουτάρη, με μακρά παράδοση στην παραγωγή υψηλής ποιότητας οίνων, το γνωρίζει. Και το κάνει πράξη.

Για αυτό, και φέτος το καλοκαίρι επαναλανσάρει με νέα ματιά δύο εμβληματικές ετικέτες, το Rose Demi Sec και το Rose Sec. Οι δύο ετικέτες απευθύνονται στους λάτρεις των φρέσκων ροζέ κρασιών, η μεν demi-sec για εκείνους που αγαπούν τα ημίξηρα ενώ η sec για εκείνους που αγαπούν το ανοικτόχρωμο ροζέ ξηρό κρασί. Πάρε μία γεύση από τη νέα φιάλη, εδώ στο #theaftertaste. Απολαύστε υπεύθυνα.

Ένα παγωτό με δυνατή υπογραφή και ακόμη πιο ισχυρή τοποθεσία. Υπάρχει καλοκαίρι χωρίς παγωτό; Η απάντηση στα αυτονόητα παραλείπεται. Αυτό το θέρος, το Daios Cove επιφυλάσσει στους φανατικούς – άδικο δεν έχουν – επισκέπτες του την πιο γλυκιά έκπληξη. Το πεντάστερο θέρετρο της Κρήτης ανακοινώνει τη συνεργασία του με το La Grace Alain Decausse. Ο διάσημος σεφ Alain Ducasse φέρνει την υπογραφή του στον χώρο του παγωτού, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία γεύσης. Σοκολάτα, τρία είδη βανίλιας, φιστίκι, hazelnut, σορμπέ λεμόνι και γκρέιπφρουτ σερβίρονται με χειροποίητη διάθεση, μαστιχωτή σύνθεση και signature υπογραφή.

Ο ταλαντούχος κύριος Ducasse εφαρμόζει μία πραγματικά εμπνευσμένη γαστρονομική προσέγγιση στο χειροποίητο παγωτό, επιλέγοντας με προσοχή τα υλικά της κάθε γεύσης καθώς και τις ισορροπίες τους, αναδεικνύοντας πάντα την απλότητα και την απόλυτη μαεστρία. Κάπως έτσι, κάθε παγωτό φτιάχνεται από επιλεγμένα ολόφρεσκα υλικά, με τεχνικές που δανείζονται στοιχεία της υψηλής μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, δημιουργώντας την τέλεια ισορροπία γεύσης και παγωμένης απόλαυσης. Οι φωτογραφίες από τον φακό του Ορέστη Τσιάνη το μαρτυρούν.