Η γαλλική ταινία τεκμηρίωσης του Νικολά Φιλιμπέρ απέσπασε το μεγάλο βραβείο της Μπερλινάλε, διχάζοντας κοινό και κριτικούς.
Με την απονομή των φετινών βραβείων έπεσε η αυλαία στο 73ο Φεστιβάλ Βερολίνου, σε μια τελετή η οποία επιφύλασσε ουκ ολίγες εκπλήξεις, με χαρακτηριστικότερη τη μεγάλη ανατροπή που έφερε τη Χρυσή Άρκτο στο γαλλικό ντοκιμαντέρ "Sur l’Adamant" του Νικολά Φιλιμπέρ.
Η Μπερλινάλε, "ακολουθώντας" το παράδειγμα του φεστιβάλ Βενετίας ("All the Beauty and the Bloodshed", Λόρα Πόιτρας), απένειμε τη σημαντικότερη δάφνη της σε μια ταινία τεκμηρίωσης. Εν προκειμένω, το "Sur l’Adamant" απεικονίζει την καθημερινότητα ενός κέντρου περίθαλψης ενηλίκων με ψυχολογικές διαταραχές, όπου τους προσφέρεται η ευκαιρία να περάσουν τη μέρα τους, να ψυχαγωγηθούν και να απαλύνουν τη μοναξιά τους. Ο Φιλιμπέρ υιοθετεί το ύφος του σινεμά παρατήρησης, έτσι ως επί το πλείστον δίνεται η αίσθηση πως ο σκηνοθέτης καταγράφει αμερόληπτα όσα τυχαίνει να συμβαίνουν γύρω του. Ωστόσο, πολύ σύντομα οξύνεται η αίσθηση πως ο πολύπειρος Γάλλος εκβιάζει τα υποκείμενά του, ώστε να εκμαιεύσει κινηματογραφική συγκίνηση και επιπλέον αφηγηματικό ενδιαφέρον.
Διότι αφενός λείπει από την αφηγηματική προσέγγιση του φιλμ η κριτική στάση απέναντι στις υφές μιας ψυχικής νόσου, αντιμετωπίζοντας τον κάθε ένα χαρακτήρα σα γενικώς "τρελό", ενώ υπάρχουν σαφείς και σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους (από νευροδιαφορετικά άτομα έως ανθρώπους που μάχονται με ψυχώσεις). Αφετέρου, ο Φιλιμπέρ επιχειρεί να συγκινήσει όχι μέσα από την εντρύφηση στα υποκείμενά του, αλλά "πουλώντας" τον πόνο που έχουν βιώσει. Η ορατότητα που τους προσφέρει μέσω του κινηματογράφου δεν τα χειραφετεί, αλλά τα εξωτικοποιεί, έτσι στο φινάλε παραμένουν οι αξιοπερίεργοι ψυχασθενείς που γνωρίσαμε εξαρχής, οι οποίοι περνούν το χρόνο τους ζωγραφίζοντας και πίνοντας καφέ.
Συνέχισε την ανάγνωση στο athinorama.gr