Ένας εξαιρετικός κλασικός κιθαρίστας που ξεχωρίζει στο εξωτερικό, ο Δημήτρης Σουκαράς επιστρέφει με νέο άλμπουμ, αυτή τη φορά σε συνεργασία με τη Lotte Betts-Dean.
Από τα κυριακάτικα τραπέζια στο σπίτι του στην Κόρινθο, όπου οι νότες της κιθάρας γέμιζαν τον χώρο, μέχρι τις διεθνείς σκηνές που τον έχουν καθιερώσει ως έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες κιθαρίστες της γενιάς του, ο Δημήτρης Σουκαράς ζει με μουσική κάθε στιγμή της ζωής του.
Μόλις επτά μήνες μετά το Antitheseis, επιστρέφει με νέο άλμπουμ, Everything You’ve Ever Lived, μια δημιουργία που γεννήθηκε από συζητήσεις και κοινές εμπειρίες με τη φωνή της Lotte Betts-Dean. Η συνεργασία τους, που ξεκίνησε από τη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Λονδίνου και έχει ζωντανέψει ξανά και ξανά στο Φεστιβάλ Παξών, φέρνει τη φωνή και την κιθάρα σε έναν μοναδικό διάλογο, όπου η μουσική γίνεται γέφυρα ανάμεσα σε μνήμες, όνειρα και συναισθήματα.
Στη Madame Figaro, ο Δημήτρης Σουκαράς μιλά για την τέχνη της κιθάρας, τον πειραματισμό, τη διαφορετικότητα στη μουσική και τη βαθιά του επιθυμία να συνδέσει το κοινό με τον ήχο, την αλήθεια και την ομορφιά που γεννά η μουσική.
Το νέο σου άλμπουμ κυκλοφόρησε μόλις επτά μήνες μετά το προηγούμενο. Τι σε ώθησε να επιστρέψεις τόσο γρήγορα στο στούντιο;
Αισθάνομαι πως βρίσκομαι σε μια βαθιά δημιουργική περίοδο της ζωής μου. Μετά την κυκλοφορία του πρώτου μου δίσκου, το 2021, αφέθηκα σε ένα κύμα εμπειριών, συνεργασιών και συναισθημάτων που αργότερα ζητούσαν να πάρουν μορφή. Το Antitheseis κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2025, αλλά γεννήθηκε πολύ νωρίτερα. Ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2023 και ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Ύστερα, ήρθε το Everything You’ve Ever Lived, που ηχογραφήθηκε το Δεκέμβριο του 2024 στο Εδιμβούργο και κυκλοφόρησε στις 26 Σεπτεμβρίου 2025. Ένιωθα την ανάγκη να αποτυπώσω όσα έζησα αυτά τα χρόνια πριν χαθούν στη ροή του χρόνου.

Αυτή τη φορά συνεργάζεσαι με τη Lotte Betts-Dean. Πώς γνωριστήκατε και τι σε γοητεύει περισσότερο στη φωνή και στην ερμηνεία της;
Την πρωτοάκουσα σ’ ένα ρεσιτάλ στο Wigmore Hall. Η φωνή της έχει βάθος που δεν περιγράφεται, μια ευγένεια στη χροιά και ταυτόχρονα μια ανεξήγητη δύναμη. Από τότε ήξερα ότι θέλω να συνεργαστούμε. Γνωριστήκαμε το 2020, όταν και οι δύο σπουδάζαμε στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Λονδίνου. Η πρώτη μας συνεργασία έγινε με τον κύκλο τραγουδιών του Φίλιππου Τσαλαχούρη, που μου έχει αφιερώσει. Η Lotte γεννήθηκε στην Αυστραλία και μεγάλωσε στο Βερολίνο, ενώ εγώ στην Ελλάδα — κι όμως, μοιραζόμαστε κοινές εμπειρίες, καλλιτέχνες που αγαπάμε, και μια ελευθερία στο να αγγίζουμε διαφορετικά μουσικά σύμπαντα: κλασική, ποπ, τζαζ, ροκ. Αυτό που με συγκινεί περισσότερο είναι η αλήθεια της. Δεν ερμηνεύει απλώς — κατοικεί τη μουσική.
Αν έπρεπε να περιγράψεις με λίγες λέξεις τον κόσμο αυτού του δίσκου, ποια θα ήταν η "ψυχή” του;
Ο δίσκος, Everything You’ve Ever Lived, γεννήθηκε από συζητήσεις, νύχτες που μέναμε με τη Lotte στους Παξούς για το φεστιβάλ του νησιού και μιλούσαμε για κομμάτια που αγαπάμε, για παιδικές αναμνήσεις και όνειρα. Στην αρχή δεν υπήρχε "σχέδιο” για τη δημιουργία ενός δίσκου. Υπήρχε μόνο μια κοινή αίσθηση που θέλαμε να εξερευνήσουμε — αυτή της στιγμής πριν σε πάρει ο ύπνος... Εκεί που το συνειδητό και το υποσυνείδητο συναντιούνται. Η στιγμή που ξέρεις πως ονειρεύεσαι, αλλά δεν θέλεις να ξυπνήσεις. Αυτός είναι ο κόσμος του δίσκου: μια χαρτογράφηση της μνήμης, του έρωτα, της απώλειας, της νοσταλγίας. Τραγούδια για αγγέλους, για όνειρα, για τις σκιές που κουβαλάμε. Η "ψυχή” του δίσκου είναι αυτή η "λεπτή" στιγμή του "τώρα” — εκεί όπου το παρελθόν και το μέλλον σβήνουν, γίνονται όνειρα και ήχος.
Έχεις δηλώσει ότι θέλεις να επαναπροσδιορίσεις τη σχέση του κοινού με την κλασική κιθάρα. Πώς το πετυχαίνεις αυτό μέσα από τις ενορχηστρώσεις και τις επιλογές σου;
Ο πειραματισμός με απελευθερώνει. Πιστεύω πως η κιθάρα δεν ανήκει σε ένα μόνο μουσικό είδος — είναι ένα όργανο που μπορεί να μιλήσει σε όλους μέσα από το ρεμπέτικο, την ποπ, τη ροκ, το μπαρόκ, την κλασική, το metal.
Αν τη μελετήσεις σε βάθος, θα δεις ότι έχει άπειρες χροιές και δυνατότητες για εξερεύνηση. Για εμένα, το να επαναπροσδιορίζεις τη σχέση σου με το όργανο σημαίνει να το αφήνεις να αλλάζει μαζί σου. Δεν είμαι απλώς κιθαρίστας. Είμαι μουσικός. Η κιθάρα είναι το σώμα της φωνής μου, το μέσο με το οποίο επικοινωνώ. Αν μέσα από αυτή την πορεία που ακολουθώ, τα projects μου κάποιος βρει ξανά ενδιαφέρον στην κιθάρα, τότε ίσως έχω πετύχει κάτι ουσιαστικό.

Έχεις ήδη στο ενεργητικό σου είκοσι διεθνή βραβεία και είσαι ο μοναδικός κιθαρίστας που έχει τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών. Πώς διαχειρίζεσαι την επιτυχία χωρίς να εγκλωβίζεσαι σε αυτήν;
Νιώθω ευλογημένος για τις εμπειρίες και τις διακρίσεις που ήρθαν, γιατί μου έδωσαν γερές βάσεις όταν ήμουν μικρότερος. Μου έδωσαν αυτοπεποίθηση να δημιουργώ, να πειραματίζομαι, να σπάω τα όρια του "κλασικού”.
Αλλά η επιτυχία από μόνη της δεν με συγκινεί. Δεν ορίζω τον εαυτό μου μέσα από βραβεία ή τίτλους. Όπως δεν με ενδιαφέρει αν κάποιος με προσδιορίσει ως "κλασικό” ή "πειραματικό”. Με νοιάζει να μοιράζομαι αυτά που αισθάνομαι, να παρουσιάζω συνεχώς κάτι καινούργιο και αληθινό, να συνεργάζομαι με ανθρώπους που με εμπνέουν, και να γίνομαι καλύτερος μέσα από αυτούς. Αυτό είναι το μόνο που με κρατά ζωντανό καλλιτεχνικά.
Ζεις στο Λονδίνο αλλά διατηρείς έντονη παρουσία και στην Ελλάδα. Πώς βιώνεις τη μουσική ζωή ανάμεσα σε δύο τόσο διαφορετικούς κόσμους;
Το Λονδίνο είναι το δεύτερο σπίτι μου. Είναι ένας τόπος που με να πειθαρχεί και με εμπνέει, με κάνει να χτίζω τη μουσική μέσα με μια αυστηρότητα και ελευθερία από τα αμέτρητα ερεθίσματα που δέχομαι εκεί. Η Ελλάδα είναι το φως και η καταγωγή μου. Είναι η αναμνήσεις, οι φίλοι μου και η οικογένειά μου. Ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους δεν αιωρούμαι - αναπνέω. Το Λονδίνο μου θυμίζει να ψάχνω, η Ελλάδα μου θυμίζει γιατί ψάχνω.
Το MUSA Concert Series στην Αρχαία Κόρινθο έχει γίνει θεσμός. Ποιο ήταν το όραμά σου όταν το ξεκίνησες και τι θέλεις να προσφέρεις στους νέους μουσικούς;
Το MUSA ξεκίνησε το 2019 από μια ανάγκη να δημιουργηθεί ένας ζωντανός χώρος για τη μουσική. Ήθελα ένα φεστιβάλ που να ενώνει διαφορετικά μουσικά στιλ, χωρίς περιορισμούς, χωρίς εισιτήριο, στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Κορίνθου. Η ενέργεια αυτού του τόπου είναι μοναδική. Κάθε φορά που στήνουμε σκηνή εκεί, νιώθω ότι κάτι ξεχωριστό θα συμβεί. Σήμερα, μετά από έξι χρόνια και δεκάδες συναυλίες, το φεστιβάλ έχει γίνει ένας ζωντανός οργανισμός. Με ενδιαφέρει να δώσω βήμα σε νέους μουσικούς, συνομίλικούς μου, να τους βοηθήσω να δημιουργήσουν νέα projects, και να παρουσιάσουν φρέσκες ιδέες. Το MUSA είναι ο τρόπος μου να δημιουργώ κάτι στον τόπο μου, και να χτίζω ένα κοινό που ανακαλύπτει νέες μουσικές μέσα από τις εκδηλώσεις μας.

Το διδακτορικό σου μελετά τη "διαφορετικότητα και συνεργασία στη σύγχρονη κιθαριστική μουσική”. Πώς έχει αλλάξει ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι τη μουσική μετά από αυτή τη μελέτη;
Η έρευνα αυτή με έμαθε να ακούω. Συνεργάστηκα με συνθέτες που δεν γνώριζαν την κιθάρα και έπρεπε να τους δείξω το πώς "σκέφτεται” το όργανο, να ακούω προσεκτικά τις ιδέες των συνθετών και να τις μεταφράζω σε ήχο. Στην πορεία, συνειδητοποίησα ότι δείχνοντας μάθαινα κι εγώ εκ νέου το όργανο. Η διαφορετικότητα των μουσικών στιλ κάθε συνθέτη μου έμαθε τη σημασία της συνεργασίας — της γέννησης ιδεών του ενός μέσα από τον άλλον. Θυμήθηκα και βίωσα το ότι η μουσική δεν είναι μόνο τεχνική - είναι συνύπαρξη, αυτοσχεδιασμός, κοινός παλμός. Κάθε φορά που δημιουργούσαμε κάτι από το μηδέν με τους συνθέτες, έβλεπα την κιθάρα να μεταμορφώνεται, να αποκτά νέες διαστάσεις. Αυτή η εμπειρία άλλαξε για πάντα τη σχέση μου με τη μουσική.
Ποια στιγμή της πορείας σου σε έχει σημαδέψει περισσότερο – εκείνη που ένιωσες ότι "αυτό είναι το νόημα της μουσικής για μένα”;
Δεν είναι μια μόνο στιγμή… Είναι ένα συναίσθημα που επιστρέφει ξανά και ξανά. Το νιώθω κάθε φορά που θυμάμαι τα κυριακάτικα τραπέζια στο σπίτι, όταν οι γονείς μου να παίζουν κιθάρα και τραγουδούσαμε όλοι γύρω απ’ το τραπέζι με φίλους. Εκεί γεννήθηκε μέσα μου η ουσία της μουσικής: η κοινή εμπειρία. Το ίδιο ένιωσα μετά την πρώτη συναυλία του φεστιβάλ MUSA, όταν ήρθε κόσμος που δεν είχε ακούσει ποτέ κλασική μουσική και συγκινήθηκε. Η μουσική είναι για όλους. Αν αυτό που δίνεις είναι αληθινό και φτάνει στο κοινό από υψηλού επιπέδου καλλιτέχνες, τότε έχει πετύχει το σκοπό της: να ενώσει, να θεραπεύσει, να θυμίσει.
Aν μπορούσες να μοιραστείς μία ευχή ή ένα όνειρο για το επόμενο σου βήμα, ποιο θα ήταν;
Η ευχή μου είναι απλή: να ζω κάνοντας αυτό που αγαπώ, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς περιορισμούς, χωρίς να γίνει ποτέ "δουλειά”. Να συνεχίσω να αναπνέω μέσα στη μουσική, να μαθαίνω, να συναντώ ανθρώπους που με κάνουν καλύτερο.