Ο Σταύρος Ράπτης μιλάει στη Madame Figaro για τη νέα του συνεργασία με τον Χρήστο Νίκου μετά τα επιτυχημένα "Μήλα".
Σε ένα σπίτι στην Καρδαμύλη και εν μέσω πανδημίας γράφτηκε ένα μεγάλο μέρος του σεναρίου της νέας ταινίας του Χρήστου Νίκου με τίτλο Fingernails. Ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε για αυτό με τον Σταύρο Ράπτη -είχαν δουλέψει μαζί και στα Μήλα- και τον Sam Steiner. Σύμφωνα με αυτό η Anna θα προσπαθήσει να βρει μέσα από ένα ινστιτούτο όπου πιάνει δουλειά και ένα ιδιαίτερο τεστ αν ο Ryan είναι όντως η πραγματική της αγάπη. Εκεί γνωρίζει τον Amir.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους είναι οι Jessie Buckley, Riz Ahmed, Jeremy Allen White και Luke Wilson ενώ στην ομάδα της παραγωγής συναντάμε την Cate Blanchett. Ένας εκ των τριών σεναριογράφων μίλησε στη Madame Figaro για το πώς κατέληξαν σε αυτό το cast, πώς αποφάσισε η χολιγουντιανή σταρ να αναλάβει την παραγωγή της ταινίας αλλά κυρίως πως προέκυψε η ιδέα με τα νύχια.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της ταινίας;
Ήταν μια ιδέα που είχε αρχικά ο Χρήστος Νίκου στο μυαλό του. Τον απασχολούσε πολύ αυτό το ζήτημα, καιρό πριν αρχίσουμε να γράφουμε. Το κατά πόσο τα ζευγάρια που είναι μαζί είναι και αν παραμένουν ερωτευμένα κι αν αυτό θα μπορούσε να πιστοποιηθεί με κάποιον τρόπο. Όχι ιατρικά αλλά αν αυτό μπορεί να είναι κάπως επίσημο. Και αρχίσαμε και δουλεύαμε την ιδέα ως σενάριο πλέον και έτσι δημιουργήσαμε αυτό το ινστιτούτο που μπορεί να πιστοποιήσει κατά κάποιον τρόπο τον έρωτα μεταξύ ενός ζευγαριού.

Η διάθεση της ταινίας είναι να αποδομήσει το παραμύθι που υπάρχει ανάμεσα στα ζευγάρια;
Ακριβώς. Δεν είχαμε στόχο να δείξουμε πώς πρέπει να γίνεται ή τι να αποφύγουμε. Μέσω του ινστιτούτου -γιατί το ινστιτούτο κάνει και μαθήματα στα ζευγάρια που είναι ακόμα στην αρχή τους ή που έχουν μία σχέση χρόνων και έχουν φθαρεί- μπορούν να κάνουν ασκήσεις, πράγματα που θα τους φέρουν πιο κοντά. Το είδαμε με χιουμοριστική διάθεση, να δείξουμε κάτι που θα φαινόταν χαζό και δεν στέκει στην πραγματικότητα. Μέσω αυτού προσπαθήσαμε κατά κάποιον τρόπο να το αποδημήσουμε χωρίς να έχουμε πρόθεση να το εκμηδενίσουμε.
Η έμπνευση με τα νύχια πώς προέκυψε;
Θέλαμε κάτι διπλό. Θέλαμε αυτός ο τρόπος που γίνεται το τεστ να είναι δύσκολος, να πονάει. Γιατί μεταφορικά και η αγάπη πονάει. Άρα να είναι κάτι που στην πράξη πονάει, σαν γεγονός γιατί θα μπορούσαν απλά να πάρουν αίμα ή σάλιο και να γίνει μία εξέταση πολύ εύκολη και απλή. Θέλαμε όμως να είναι δύσκολο και σαν απόφαση για τους ίδιους τους χαρακτήρες, για τα ζευγάρια που πάνε. Θα πρέπει να το έχουν σκεφτεί και να το έχουν αποφασίσει ότι αυτό θέλουν να το κάνουν για να πιστοποιήσουν τον έρωτά τους. Έπειτα μας απασχόλησε μεταφορικά και όλο το κομμάτι των dating apps: ότι κάποιος μπορεί να γίνει ζευγάρι με κάποιον άλλο μέσω ενός app το οποίο χειρίζεται με τα δάχτυλα, με τα νύχια ουσιαστικά. Είναι αρκετά σκληρό για αυτό το είδος ταινίας αλλά το θέλαμε να είναι κάπως δυνατό.

Επειδή η ταινία έχει ήδη ξεκινήσει το ταξίδι της στις αίθουσες, ποια είναι τα πρώτα μηνύματα που λαμβάνεις από το κοινό;
Η πρώτη ανταπόκριση που είδαμε εμείς ήταν στα φεστιβάλ στα οποία ταξιδέψαμε: στην Αμερική, στον Καναδά, στην Αγγλία, στην Ισπανία. Ήταν αρκετά θετική και διαφορετική από χώρα σε χώρα. Και στο κομμάτι του χιούμορ. Σε κάθε χώρα γελούσαν σε άλλα σημεία. Σε σύγκριση με την Αμερική και την Αγγλία υπήρχε αρκετά μεγάλη διαφορά στο πού αντιδρούσε το κοινό. Συνολικά ήταν πολύ θετική η αποδοχή. Το κοινό γελούσε και ταυτίστηκε αρκετά με τους χαρακτήρες. Όχι τόσο στο κομμάτι του ινστιτούτου που είναι κάτι που εμείς δημιουργήσαμε όσο με το κομμάτι του κατά πόσο είμαι ή δεν είμαι ερωτευμένος με τον σύντροφό μου.
Οπότε χώρισαν πολλά ζευγάρια μετά την ταινία.
(Γέλια.) Ή δημιουργήθηκαν, δεν ξέρω.

Η πιο απολαυστική περίοδος για έναν δημιουργό είναι όταν η ταινία βγει πια στο κοινό ή η διαδικασία της συγγραφής μέχρι την ολοκλήρωσής της;
Είναι και τα δύο αλλά εμένα προσωπικά με εξιτάρει περισσότερο το δεύτερο κομμάτι. Το σενάριο και το casting είναι οι δύο βασικές μου δουλειές. Υπάρχει και ο χρόνος και η ανοιχτή διάθεση: ας δοκιμάσουμε πράγματα, ας δοκιμάσουμε κάτι που μπορεί να μη στέκει και ας το πετάξουμε μετά ή να δοκιμάσουμε τον τάδε ηθοποιό που μπορεί να μην τον είχαμε καν σκεφτεί λόγω ηλικίας ή επειδή δεν ταίριαζε σε αυτά που σκεφτόμασταν. Το δεύτερο κομμάτι για μένα είναι απολύτως δημιουργικό όχι ότι τα υπόλοιπα δεν είναι: το γύρισμα, το μοντάζ, η προβολή. Τα βήματα όμως είναι μετρημένα και ως προς τον χρόνο και τη διαδικασία ενώ στο κομμάτι της συγγραφής μπορεί να τον πάει οπουδήποτε. Όταν για παράδειγμα ο Χρήστος σκεφτόταν την ιδέα του κατά πόσο τα ζευγάρια είναι ερωτευμένα, καταλήξαμε στο ξενύχιασμα. (Γελάει.) Είχαμε χρόνο να το κάνουμε και βοήθεια από θέμα παραγωγής αλλά και τον Άγγλο συνσεναριογράφο που έβαλε καινούργια στοιχεία στην ιστορία. Αυτό το κομμάτι, το αρχικό, επειδή είναι τόσο ελεύθερο εγώ το προτιμώ.
Δεν είναι δύσκολο να συνυπογράφεις ένα σενάριο, να πρέπει να καταλήξεις με άλλους, δύο στη δική σου περίπτωση, στο ίδιο πράγμα;
Ακούγεται δύσκολο αλλά στην πράξη αλλά δεν αφού βρεθούν οι ισορροπίες. Με τον Χρήστο είχαμε δουλέψει ξανά μαζί στα Μήλα. Σε αυτή την ταινία προσθέσαμε κι έναν συνεργάτη του οποίου είχαμε διαβάσει τα σενάρια και τα θεατρικά του και καταλάβαμε ότι ο τρόπος που γράφει μας ταιριάζει και είπαμε ας το δοκιμάσουμε. Παρόλο που ήμασταν άγνωστοι και όλο αυτό έγινε μέσα στην πανδημία και με όποιες δυσκολίες. Ήταν η εποχή που στέλναμε μήνυμα για να κατεβάσουμε και τα σκουπίδια. (Γελάει.) Είχε έρθει ο Sam στην Αθήνα και του είχαμε νοικιάσει ένα σπίτι και ήταν ουσιαστικά "φυλακισμένος" μέσα σε αυτό και μπορούσε να βγαίνει μόνο να τρέχει γύρω γύρω για να μη τρελαθεί μόνος του σε άλλη χώρα. Παράλληλα δουλεύαμε. Σαν συνθήκη ήταν δύσκολη αλλά στην πράξη το βρήκαμε μια χαρά, βρήκαμε και τρόπο να δουλέψουμε χωρίς να μπαίνει ο ένας στα πόδια του άλλου. Λύθηκε κάπως γρήγορα και εύκολα αυτό. Μπορεί να είναι και πρόβλημα γιατί μπορεί να υπάρχουν ισχυρές γνώμες "όχι το θέλω αυτό, δεν το αλλάζουμε". Ευτυχώς, εμείς δεν το είχαμε. Πάντα ακούγαμε ο ένας τη γνώμη του άλλου, το συζητούσαμε και καταλήγαμε σε κάτι κοινό.

Γιατί επιλέξατε να είναι μόνο ξένοι ηθοποιοί στο cast;
Μας προτάθηκε από την αρχή, όταν είχαμε ξεκινήσει το σενάριο, από την Cate Blanchett και την εταιρία της να αναλάβει την παραγωγή ώστε να γίνει αγγλόφωνη άρα και με μεγαλύτερο budget. Για εμάς ήταν μονόδρομος παρόλο που θα θέλαμε ακόμα και να είχαμε Έλληνες αγγλόφωνους ηθοποιούς. Το οποίο ήταν και δύσκολο πρακτικά λόγω σωματείων στον Καναδά. Όταν είδαμε ότι μπορούμε να έχουμε με αγγλόφωνη παραγωγή ήταν ένα μεγάλο βήμα για εμάς και θέλαμε να το ρισκάρουμε.
Δεν συνεργάζεται κανείς και κάθε μέρα με την Cate Blanchett. Βέβαια για για εσάς είναι η δεύτερη φορά αφού συνεργαστήκατε και στα Μήλα.
Στα Μήλα δεν ήταν από την αρχή, μπήκε ως παραγωγός αφού είδε την ταινία στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Κατευθείαν μας είπε ότι την ενδιαφέρει και το επόμενο project το οποίο, έχει πλάκα γιατί αρχικά, το ζήτησε ως ηθοποιός. Ότι θα ήθελε να δει τι είναι το επόμενο για να παίξει. Και φτάσαμε στο σημείο να της πούμε ότι δεν υπάρχει ρόλος για σένα. Πώς να το κάνουμε; Είναι άλλες ηλικίες. Και μετά λέγαμε: "Τι κάναμε;" (Γελάει.) Αλλά είναι τόσο ανοιχτή. Η Blanchett ήθελε μια συνεργασία ουσιαστικά, την οποία την έκανε και ως παραγωγός. Δεν είναι ότι έψαχνε έναν ρόλο. Ακόμα και σε τέτοιο επίπεδο οι ηθοποιοί ψάχνουν να συνεργαστούν με καινούριους σκηνοθέτες που δεν τους ξέρουν και να έχουν κάτι καινούριο. Κι εμείς είχαμε φτάσει στο σημείο να αναρωτιόμαστε "και τι, θα της πούμε όχι;" Αναγκαστήκαμε και της είπαμε ειλικρινά "διάβασέ το, δεν υπάρχει κάτι για σένα". (Γελάει.)
Είναι γενναιόδωρο εκ μέρους της που θέλει να στηρίξει νέους σκηνοθέτες και προφανώς κάποιο ταλέντο έχει διακρίνει αλλιώς δεν θα εππενδυε χρόνο και χρήμα.
Όταν είδε τα Μήλα, επειδή έχει θέμα την απώλεια, μας είχε πει κατευθείαν ότι "με συγκίνησε, έκλαψα, με άγγιξε οπότε ήθελα να σας μιλήσω για να δω τι σκεφτήκατε, γιατί κάνατε αυτή την ταινία και τι άλλο ετοιμάζετε". Ήταν τόσο απλό. Όπως θα το κάναμε και εμείς σαν θεατές αν είχαμε την άνεση σε κάποιον σκηνοθέτη για καλό ή για κακό.

Και τελικά καταλήξατε στην Jessie Buckley για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον οποίο δεν θα μπορούσα να φανταστώ, πια, κάποια άλλη.
Αρχικά ήταν να παίξει τον βασικό γυναικείο ρόλο η Carey Mulligan αλλά επειδή ήταν η εποχή του Covid και άλλαζαν συνέχεια οι ημερομηνίες και έκλεισε να κάνει το Maestro, την ταινία του Bradley Cooper που βγαίνει τώρα στην Ελλάδα, άλλαξε το πρόγραμμά της τελείως. Ουσιαστικά αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε και τελικά βγήκε σε καλό γιατί κατευθείαν πήγαμε στην επιλογή της λίγο νεότερης γυναίκας. Πάνω στη Jessie επιλέχθηκαν και οι δύο άντρες ηθοποιοί.
Πόσο εύκολο είναι να "κουμπώσεις" ανθρώπους σε ιστορίες;
Δεν είναι τόσο δύσκολο να τους "κουμπώσεις" στις ίδιες τις ιστορίες όσο το να δέσουν μεταξύ τους. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να το τεστάρεις στα δοκιμαστικά. Στην Ελλάδα και στις πιο μικρές παραγωγές, που έχουμε τον χρόνο, τα κάνουμε συνέχεια. Στην Αμερική και γενικά στη βιομηχανία αυτό δεν γίνεται τόσο και λίγο προγραμμάτων και λόγω κουλτούρας ότι δεν θα κάνουν οι ηθοποιοί συνέχεια δοκιμαστικά, τους ξέρουμε, μπορούν να αποδώσουν, τους επιλέγουμε με αυτό τον τρόπο. Ουσιαστικά αυτό έγινε και με εμάς και λόγω Covid. Πήγαμε ενστικτωδώς σε αυτό το ζευγάρι και τον τρίτο χαρακτήρα, χωρίς να τους έχουμε δει μαζί.

Γιατί επέλεξες να εργάζεσαι ως casting director;
Γιατί μου φαίνεται πού δημιουργικό το να διαβάζω ένα σενάριο που πάει για παραγωγή -και συνήθως το κάνω χωρίς να έχω μιλήσει με τον σκηνοθέτη- και να κρατάω τις δικές μου σημειώσεις για το ποιος θα ταίριαζε. Όχι με ονόματα απαραίτητα αλλά και ως τύπος. Μπορεί να διαβάζω μια περιγραφή ρόλου και να σκέφτομαι άλλο τύπο ανθρώπου και μετά αυτό με τον σκηνοθέτη και τον παραγωγό γίνεται πολύ δημιουργικό. Αλλά μου αρέσει πάντα το να διαβάζω έναν χαρακτήρα και να προσπαθώ να τον συνδέσω με ένα πρόσωπο, ακόμα κι αν δεν είναι ηθοποιός και είναι ένας φίλος ή οτιδήποτε. Πάντα αυτό με ιντριγκάρει και γιατί πολλές φορές γίνεται και δύσκολο. Οι απαιτήσεις είναι πολλές και πρέπει να βγεις να ψάξεις τους χαρακτήρες. Τώρα, ας πούμε, βλέπω μια ταινία που θέλουμε μία 16χρονη αθλήτρια τζούντο σαν πρωταγωνίστρια. Δεν είναι μόνο να είναι καλή αθλήτρια, θα πρέπει το πρόσωπό της κινηματογραφικά να έχει μια γοητεία στον φακό. Μπορεί στα 100 κορίτσια να μην έχει κανένα τη φωτογένεια που ψάχνει ο σκηνοθέτης. Οπότε είναι συνεχείς αυτές οι αναζητήσεις. Για οτιδήποτε δύσκολο και περίεργο, έρχονται σε εμάς γιατί η δουλειά μας είναι να τους βρούμε. Για παράδειγμα, πολύ ηλικιωμένους ηθοποιούς ή παιδάκια ηθοποιούς που είναι εξίσου δύσκολο γιατί δεν είναι εκπαιδευμένοι ηθοποιοί. Όλο αυτό κάπως με ιντριγκάρει, ειδικά όταν γίνεται και παράλληλα σε διαφορετικές ταινίες. Θυμάμαι, πέρυσι δουλεύαμε την κωμωδία της Nia Vardalos και πρόπερσι το θρίλερ του David Cronenberg που γυρίστηκαν και τα δύο στην Ελλάδα. Ήταν εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους.
Το Fingernails κυκλοφορεί στις αίθουσες και παράλληλα είναι διαθέσιμη στην Apple Tv.