Ο ηθοποιός πρωταγωνιστεί στο "Alice at the Asylum" της βραβευμένης Theatre Lab Company που έρχεται στην Ελλάδα για 3 παραστάσεις 9,10 και 11/2.
Η παράσταση "Alice at the Asylum”, η νέα site specific παραγωγή της Theatre Lab Company, ανέβηκε πρόσφατα στο Λονδίνο σ’ ένα διατηρητέο κτίριο του 1873 -το "Asylum”. Τώρα, έρχεται για λίγες μόνο παραστάσεις στην Αθήνα, στο πλαίσιο της περιοδείας της στο Ηνωμένο Βασίλειο και σ’ Ευρωπαϊκά Φεστιβάλ. Θα φιλοξενηθεί σ’ έναν εξίσου ιδιαίτερο χώρο, στο κέντρο της πόλης: στο "Μπάγκειον" στην πλατεία Ομονοίας.
Ο πρωταγωνιστής, Μανώλης Εμμανουήλ, που ζει και εργάζεται τα τελευταία 20 χρόνια στο Λονδίνο και επιστρέφει στην Αθήνα για να βρεθεί με αυτό το έργο για πρώτη φορά σε ελληνική θεατρική σκηνή, μίλησε αποκλειστικά στη Madame Figaro.
Τα τελευταία χρόνια ζεις στο Λονδίνο. Τι γεύση σού έχει αφήσει μέχρι τώρα αυτή η διαδρομή;
ΜΑΝΩΛΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ: Έφτασα αισίως στις δύο δεκαετίες στο Λονδίνο! Όταν έφυγα από την Ελλάδα, ο στόχος δεν ήταν να εγκατασταθώ για πάντα στην Αγγλία. Έχοντας περάσει όλη τη μέχρι τότε ζωή μου στην Αθήνα, η ιδέα μιας τέτοιας νέας εμπειρίας με έλκυε. Είχα μόλις τελειώσει το πανεπιστήμιο και πήγα στο Λονδίνο για να σπουδάσω στο Royal Central School of Speech and Drama, ήθελα να ζήσω στο εξωτερικό για λίγα χρόνια και φυσικά, γνώριζα πως οι δραματικές σχολές της Αγγλίας είναι από τις καλύτερες του κόσμου. Όμως μετά την παράσταση στην οποία έπαιξα για το πτυχίο της δραματικής (την οποία παρακολούθησαν πολλοί άνθρωποι του χώρου), μου πρότεινε ένας ατζέντης να με εκπροσωπήσει και έτσι αποφάσισα να μείνω για να δοκιμάσω την τύχη μου σε διεθνές επίπεδο. Μετά έπεσε και η κρίση στην Ελλάδα επομένως το να γυρίσω δεν θα ήταν έξυπνη κίνηση. Τα πράγματα εννοείται δεν ήταν πάντα εύκολα, πολλά σκαμπανεβάσματα, αλλά στην τελική άξιζε τον κόπο αυτή η απόφαση - μένοντας στο Λονδίνο, μου δόθηκαν ευκαιρίες που δεν θα μου είχαν δοθεί αν είχα γυρίσει, όπως να πάρω μέρος σε διεθνείς παραγωγές και να δουλέψω με ανθρώπους που θαύμαζα επί χρόνια και που είναι γνωστοί σε όλο τον κόσμο. Και είναι μια πόλη που και μετά από τόσα χρόνια, την υπεραγαπώ, η καρδιά μου είναι μοιρασμένη 50/50 μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου.
Πόσο δύσκολο είναι για έναν ηθοποιό να ερμηνεύει σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του;
Για κανέναν ηθοποιό δεν είναι εύκολο να κάνει καριέρα σε μια ξένη χώρα, σε ένα επάγγελμα στο οποίο η γλώσσα είναι βασικό εργαλείο, το ζωτικό όργανο. Όσο και να νομίζεις ότι μιλάς άπταιστα αγγλικά, διαπιστώνεις όταν μετακομίζεις εκεί πως το Proficiency που περηφανευόσουν ότι πήρες από τα 15, δεν σημαίνει τίποτα και ότι παίρνει πολύ καιρό να γίνεις πραγματικά δίγλωσσος. Να μπορείς όντως να σκέφτεσαι και να εκφράζεσαι όπως οι ντόπιοι, και ειδικότερα στο επάγγελμά μας, να νιώσεις πως αυτά που λες σου έρχονται με φυσικό τρόπο και χωρίς να χρειάζεται να τα μεταφράζεις μέσα σου προηγουμένως.
Στο εξωτερικό, υπάρχουν στερεότυπα του τύπου "Ο Έλληνας ταιριάζει στους x ρόλους";
Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα ως ηθοποιός θα μπορούσα να παίξω τα πάντα. Στην Αγγλία, στα κάστινγκ με διάλεγαν όταν ήθελαν έναν μεσογειακό/ Λατίνο τύπο. Αυτό ήταν κάτι που φυσικά και με πείραζε, αλλά έπρεπε να αποδεχτώ και να προσπαθήσω να χρησιμοποιήσω ως πλεονέκτημα. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν λοιπόν (και ως ένα βαθμό παραμένει) το να καταφέρω να πείσω παραγωγούς ή σκηνοθέτες ότι μπορώ να παίξω και άλλα πράγματα εκτός από την καρικατούρα του Έλληνα, του Ιταλού, του Ισπανού. Στο θέατρο ήταν πιο εύκολο να το πετύχω, αλλά στο σινεμά και την τηλεόραση ταλαιπωρήθηκα. Φυσικά, μετά τον ρόλο μου στο Greed του Μάικλ Γουίντερμποττομ, τα πράγματα έγιναν λίγο πιο εύκολα και συνέπεσε και με μια αλλαγή γενικότερης συμπεριφοράς στο χώρο - τα ῾κουτάκια῾ στα οποία με/μας βάζουν για πολλούς λόγους δεν είναι πλέον τόσο σημαντικά.
Μετά από τη συμμετοχή σου στη σειρά "Ο Όρκος" της ΕΡΤ επιστρέφεις στη γενέτειρά σου, αυτή τη φορά για μια θεατρική παράσταση. Πες μας λίγα λόγια γι’ αυτήν.
Πρόκειται για το "Alice at the Asylum”, τη νέα site specific παραγωγή του Theatre Lab Company που παρουσιάστηκε στο διατηρητέο ιστορικό κτίριο του Λονδίνου, The Asylum. Είναι ένα καινούργιο έργο για ενήλικες, εμπνευσμένο από το "Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων". Το πανέξυπνο κείμενο υπογράφει η Λυδία Βη (που υποδύεται και την Αλίκη) και την παράσταση σκηνοθετεί η Αναστασία Ρεβή, καλλιτεχνική διευθύντρια του Theatre Lab, η οποία έχει ένα φοβερό βιογραφικό και δράση εδώ και πολλά χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο, που πάντα προσπαθεί να προωθεί τον ελληνικό πολιτισμό και τους Έλληνες καλλιτέχνες στο εξωτερικό και με την οποία έχω τη μεγάλη χαρά να συνεργάζομαι ξανά μετά από πολύ καιρό. Η παράσταση συνδυάζει το παλιό με το νέο και την πραγματικότητα με τη φαντασία, με στόχο την εξερεύνηση της ατομικής μας ταυτότητας.

Είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεσαι σ’ ελληνική σκηνή, με την ερμηνεία σου ωστόσο να γίνεται στ’ αγγλικά. Σε προβληματίζει αυτό;
Όχι καθόλου, το αντίθετο. Η παράσταση είναι τόσο ιδιαίτερη, προσφέρει μια μοναδική εμπειρία και το γεγονός ότι θα είναι στα αγγλικά (με υπέρτιτλους) την κάνει πιστεύω ακόμη πιο ξεχωριστή και κάτι το διαφορετικό που ελπίζω πως το κοινό θα θυμάται για χρόνια.
Υπερτερεί η αγωνία ή η λαχτάρα γι’ αυτή την πρώτη εμφάνιση στο Μπάγκειον;
Η λαχτάρα! Εννοείται ότι υπάρχει και η αγωνία, αλλά επειδή η παράσταση έχει ήδη ανέβει στο Λονδίνο και έχω παίξει ήδη τον ρόλο, η λαχτάρα το να παίξω στην Αθήνα και να με δουν οικογένεια, φίλοι και άνθρωποι του χώρου που δεν με έχουν δει ποτέ στη σκηνή υπερτερεί.
Υποδύεσαι τον κύριο Ρόουζ- έναν επενδυτή ακινήτων, που ζει στο σύγχρονο Λονδίνο. Τι σε γοητεύει στον ρόλο σου;
Ο κύριος Ρόουζ είναι ένας ψυχρός, φιλοχρήματος, καριερίστας. Ένας οικονομικός επενδυτής που η δουλειά του έχει γίνει η ζωή του. Φαίνεται αμείλικτος, χωρίς ανθρωπιά. Αυτό που με τράβηξε αμέσως στον ρόλο ήταν το να καταλάβω το πώς έφτασε εκεί, πώς σταδιακά θυσίασε την προσωπική του ζωή και τελικά (χωρίς να το συνειδητοποιήσει) την ευτυχία του, στον βωμό του χρήματος και της επιτυχίας. Κάτι που φυσικά το βλέπουμε να συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους από διαφορετικούς χώρους, κυρίως σε μεγάλες πόλεις, και είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των καπιταλιστικών κοινωνιών και τρόπου σκέψης.
Τι έμαθες για τον εαυτό επιχειρώντας να "μπεις στα παπούτσια" του κύριου Ρόουζ;
Ήταν πιο πολύ μια υπενθύμιση στον εαυτό μου ότι αυτά τελικά που μας μένουν είναι τα μικρά και καθημερινά και πως πολλές φορές ο αγώνας έχει γίνει τρόπος ζωής και έχουμε ξεχάσει τον λόγο για τον οποίο αγωνιζόμαστε.
Τι συμβολίζει η Αλίκη στην παράσταση;
Το ανεξερεύνητο της ψυχοσύνθεσής μας. Τις μνήμες, εμπειρίες, τα τραύματα και τη χαμένη παιδικότητα που μας διαμορφώνουν.
Αρχή χρονιάς, ποιος είναι ο πιο σημαντικός στόχος που έχεις θέσει για το 2024;
Να διατηρήσω μια υγιή ισορροπία μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής και μετά την "Αλίκη" που φυσικά είναι στα αγγλικά, να παίξω σύντομα στο θέατρο και στα ελληνικά, κάτι που το θέλω πολύ (και με μεγάλη μου χαρά, αν και είναι αρχές της χρονιάς, φαίνεται ότι θα συμβεί).