Ο γαστρονομικός αντι-ήρωας έδωσε τέλος στη ζωή του μια μέρα σαν σήμερα, στις 8 Ιουνίου 2018.
"Γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη, αλλά μεγάλωσα στο Νιου Τζέρσι, σε μια μικρή κοινότητα που λέγεται Λεονία. Τα πρώτα χρόνια ζούσαμε σε ένα πολύ ταπεινό σπίτι, αλλά αργότερα μετακομίσαμε σε ένα πολύ καλύτερο στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο βιβλία, που ως παιδί τα διάβασα όλα. Ήμουν ντροπαλός, ατσούμπαλος, τρομακτικά ανασφαλής κι από ένα σημείο και μετά αντιδραστικός. Συνειδητοποίησα σχετικά νωρίς ότι τα κωλόπαιδα με τη μεγάλη αυτοπεποίθηση περνούσαν καλύτερα κι άρχισα να λειτουργώ σαν κωλόπαιδο με μεγάλη αυτοπεποίθηση. Δε με ένοιαζε τίποτα ή παρίστανα ότι δε με ένοιαζε τίποτα κι αυτό ήταν αρκετό για να με γουστάρουν οι γκόμενες".
Μέχρι τα 12 του όμως ο Anthony Bourdain είναι το παιδί που ονειρεύεται κάθε Αμερικανός γονέας: διαβάζει, τρώει στο σπίτι, συμμετέχει στους προσκόπους.
Ο πατέρας του, γαλλικής καταγωγής, ασχολείται με την κλασική μουσική για λογαριασμό της Columbia Records, ενώ η μητέρα του γράφει στους The New York Times. Μικρός τρώει "τα φαγητά που έτρωγε ο κόσμος τη δεκαετία του ’50 –σουφλέ και κατεψυγμένα λαχανικά–, αλλά και κάμποσα γαλλικά πιάτα, αφού (σ.σ. η ψαγμένη) μαμά μου λάτρευε την εκπομπή της Julia Child (σ.σ. διάσημη Αμερικανίδα τηλεμαγείρισσα, ένα υβρίδιο Νίκου Τσελεμεντέ και Βέφας Αλεξιάδου, που "εξαμερικάνισε” πλήθος γαλλικών πιάτων)".
Ο Tony, όπως τον φωνάζουν οι φίλοι του, αποφασίζει ότι μεγαλώνοντας θα γίνει chef όταν σε ηλικία μόλις 10 ετών, κάνοντας τις πρώτες διακοπές στην Αρκανσόν, ένα γαλλικό θέρετρο στις όχθες του Βισκαϊκού Κόλπου απ’ όπου ξεκίνησε ο παππούς του για τις ΗΠΑ, δοκιμάζει τη γεύση ενός ολόφρεσκου στρειδιού που του δίνει ένας ψαράς που μόλις το έχει βγάλει. Δε γνωρίζουμε αν οι διατροφικές προτιμήσεις μεταφέρονται γονιδιακά, όμως όταν ο David Sheff το 2011 τον ρωτάει για λογαριασμό του Playboy για τις διατροφικές προτιμήσεις της πεντάχρονης τότε κόρης του, απαντάει: "Της αρέσουν οι μακαρονάδες, το βούτυρο, τα χοτ ντογκ και ο πουρές, ό,τι αρέσει σε κάθε παιδί δηλαδή. Καμιά φορά κάνει και υπερβάσεις, τρώει και κάνα στρείδι". Ενδιαφέρουσα σημειολογική παρατήρηση που ίσως να φανεί χρήσιμη στο μέλλον...
Σε ηλικία 12 ετών γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός συμβάντος που ενισχύει τη θέλησή του να ασχοληθεί με τη μαγειρική. Προσκεκλημένος σε ένα γάμο, όπως εξομολογείται στον Guardian, πετυχαίνει τον chef να άνει σεξ με τη νύφη "πάνω σε ένα βαρέλι, στο χώρο όπου πέταγαν τα σκουπίδια", ενώ οι υπόλοιποι διασκέδαζαν έξω.
Αφού περιπλανιέται –προφανώς η περιπλάνηση ήταν στο DNA του– σε διάφορα κολέγια, πανεπιστήμια και είδη σπουδών (έφτασε μέχρι και το περίφημο Βάσαρ), καταλήγει σ’ αυτό που έχει προαποφασίσει πριν από 10 χρόνια: γράφεται στο Ινστιτούτο Γαστρονομίας της Αμερικής. Βοήθησε βέβαια και το Βάσαρ, γιατί το διάστημα όπου σπούδαζε σ’ αυτό πρωτομπήκε σε μια επαγγελματική κουζίνα ως λαντζέρης. Αποφοιτά το 1978, επτά χρόνια αργότερα παντρεύεται τον κολεγιακό του έρωτα και για μία εικοσαετία ανεβαίνει αργά και βασανιστικά όλα τα πόστα της μπριγκάδας μιας επαγγελματικής κουζίνας, όπως την καθόρισε πριν από έναν αιώνα περίπου ο Georges Escoffier. Είκοσι χρόνια άλλωστε παραμένει παντρεμένος με τον κολεγιακό του έρωτα. Ξεκινάει με λάντζα, καθαρίζοντας σελινόριζες και ξελεπιάζοντας χιλιανά λαβράκια, κόβοντας κρεμμύδια και ντομάτες σε μικρά καρέ σε καταιγιστικούς ρυθμούς και σε απογοητευτικές ποσότητες. Χρειάζεται κάτι για να αντέχει την πίεση.
"Έκανα λάντζα σε μια ψαροταβέρνα στο Κέιπ Κοντ (σ.σ. η ψαροταβέρνα του Βάσαρ). Ήταν η εποχή που το να μαστουρώνεις στην κουζίνα ήταν αποδεκτό – και μαστουρώναμε όλοι. Στα εστιατόρια από τα οποία ξεκίνησα όλοι δουλεύαμε για να αγοράζουμε κόκα. Έτσι κύλησαν τα ’70s και τα ’80s – τα ναρκωτικά ήταν μέρος αυτής της δουλειάς. Τη δεκαετία του ’90 άλλαξαν τα πράγματα".
Τη δεκαετία του ’90 και συγκεκριμένα το 1998 αναλαμβάνει επιτέλους ως executive chef την Brasserie Les Halles. Για να το καταφέρει, είχε προηγουμένως καθαρίσει οριστικά με τα ναρκωτικά. "Είχα μια μακρά και φρικτά επώδυνη σχέση με την ηρωίνη και αμέσως μετά με τη μεθαδόνη. Κατάφερα να αποτοξινωθώ μόνος μου και δεν πρόκειται να ξαναπεράσω τα ίδια. Δεν μπορώ καν να θυμηθώ τις καλές στιγμές που μου χάρισε η ηρωίνη. Μόνο τους πόνους. Το ίδιο ισχύει και για την κοκαΐνη. Ξεκίνησα να κάνω κόκα όταν ήμουν 13-14 χρόνων. Πέρασα όλη μου τη ζωή αναζητώντας κόκα και παρακαλώντας βαποράκια. Τα ναρκωτικά με τσάκισαν. Με έκαναν να εξευτελιστώ και να πέσω πολύ χαμηλά, αλλά κάποια στιγμή πήρα τις αποφάσεις μου και τα σταμάτησα. Σταμάτησα τη χρήση γιατί ένιωθα ότι εξευτελιζόμουν. Επίσης, είχα ξεμείνει από λεφτά. Κλαιγόμουνα, ικέτευα και φλόμωνα τον κόσμο στα ψέματα προκειμένου να βρω δανεικά. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχα φτάσει στον πάτο, οπότε πήρα τις αποφάσεις μου".
ΔΙάβασε τη συνέχεια στο esquire.com.gr




