Η έμπειρη σκηνογράφος κι ενδυματολόγος κάθεται για πρώτη φορά στην καρέκλα του σκηνοθέτη και διασκευάζει ένα από τα διασημότερα ελληνικά μυθιστορήματα.
Ένα από τα πλέον εμβληματικά μυθιστορήματα της ελληνικής πεζογραφίας, η "Φόνισσα" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αποκτά μια στιβαρή, ατμοσφαιρική και καθόλα προσβάσιμη κινηματογραφική μεταφορά χάρη στη ματιά της Εύας Νάθενα. Μιας πολύπειρης σκηνογράφου και ενδυματολόγου, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, η οποία περνά για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα σε συνεργασία με τη δοκιμασμένη Κατερίνα Μπέη στο σενάριο ("Ευτυχία", "Τα Καλύτερά μας Χρόνια", "Η Λίζα και Όλοι οι Άλλοι", "Θηλυκή Εταιρία"), και υπογράφει ένα μεγαλεπήβολο ντεμπούτο που φιλοδοξεί να γίνει σημείο αναφοράς τουλάχιστον στο σύγχρονο εμπορικό ελληνικό σινεμά. Ένα εξαιρετικά απαιτητικό εγχείρημα αν θυμηθούμε και άλλους δημιουργούς που έχουν "αναμετρηθεί" με τον Παπαδιαμάντη, κάτι που όμως δεν πτοεί τη Νάθενα, η οποία εργάστηκε μεθοδικά πάνω σε κάθε λεπτομέρεια της "Φόνισσας" για περισσότερα από δέκα χρόνια, ώστε να αποδώσει με τους όρους που αρμόζουν μια ιστορία αποκαρδιωτικά επίκαιρη.
Στην ταινία, η υπόθεση τοποθετείται σε ένα απομακρυσμένο νησί των αρχών του 20ού αιώνα, όπου η παράδοση της προίκας έχει φέρει στα όριά της τη φτωχή τοπική κοινωνία. Η κεντρική ηρωίδα Φραγκογιαννού (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), έχοντας εξουθενωθεί ψυχολογικά και συναισθηματικά από τις διαδοχικές γέννες κοριτσιών, από τις οποίες δεν μένει ανεπηρέαστη και η οικογένειά της, αποφασίζει να "προστατέψει" τα νεογνά από τα μελλοντικά βάσανα που τα περιμένουν, δολοφονώντας τα. Η Νάθενα προσεγγίζει την ιστορία του Παπαδιαμάντη σαν ένα στοιχειωμένο παραμύθι, όπου το τραύμα των γυναικών τροφοδοτεί έναν αέναο κύκλο πόνου και οι άνθρωποι κινούνται σαν σκιές του εαυτού τους, εγκλωβισμένοι ανάμεσα στην καταπίεση και την απόγνωση. Η "Φόνισσα" έκανε πρόσφατα πρεμιέρα στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασε συνολικά έξι βραβεία και τώρα, ενόψει της κυκλοφορίας της στις αίθουσες στις 30 Νοεμβρίου, συζητάμε με τη Νάθενα γι’ αυτό το φιλόδοξο κινηματογραφικό εγχείρημα.
Πώς ξεκίνησε η ιστορία της "Φόνισσας";
Ως σκέψη υπήρχε στο μυαλό μου για περισσότερα από δέκα χρόνια. Μελετούσα, συνέλεγα στοιχεία, εικόνες, ιδέες και έρευνες, χωρίς να γνωρίζω αν θα οδηγούσαν απαραίτητα σε κάτι. Κάποια στιγμή, λοιπόν, γύρω στο 2009, ο άντρας μου μού έκανε δώρο ένα λάπτοπ. Δεν τα πήγαινα ποτέ καλά με την τεχνολογία, έτσι για να ξορκίσω την καχυποψία μου αποφάσισα να φτιάξω ένα φάκελο στην επιφάνεια εργασίας όπου θα έβαζα όλα όσα είχα συγκεντρώσει γύρω από τη "Φόνισσα". Δίστασα, όμως, να του δώσω αυτόν τον τίτλο, οπότε τον ονομάτισα απλώς "ταινία" και άρχισα σταδιακά να τον εμπλουτίζω. Πολύ καιρό μετά, την άνοιξη του 2020, κάναμε καραντίνα μαζί με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και άλλους φίλους στην Επίδαυρο. Τότε τους αφηγήθηκα μια σύντομη συναναστροφή που είχα με το σκηνοθέτη Alexander Payne όταν επισκέφθηκε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2013. Του είχα πει με θάρρος ότι πρέπει να έρθει να γυρίσει μια ταινία στην Ελλάδα και αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη πέρα από τη "Φόνισσα". Σημείωσε τον τίτλο στο μπλοκάκι του και μου υποσχέθηκε ότι μέσα σε ένα χρόνο θα ξέρει τόσο καλά ελληνικά, ώστε να το διαβάσει στο πρωτότυπο και να μοιραστεί μαζί μου τις εντυπώσεις του. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν συνέβη, οπότε, όταν έφτασα σε αυτό το σημείο της ιστορίας, ένα μέλος της παρέας πρότεινε να γυρίσω εγώ την ταινία. Θυμίζω ότι βρισκόμασταν σε μια φάση όπου δεν υπήρχε καμία προοπτική δουλειάς στον ορίζοντα, επομένως όλη η συζήτηση έγινε μεταξύ σοβαρού και αστείου. Παρ’ όλα αυτά, επειδή μετρούσα ήδη μία δεκαετία εξοικείωσης με το έργο του Παπαδιαμάντη και η επιθυμία μου να τη μεταφέρω στο σινεμά ήταν πολύ μεγάλη, το ίδιο κιόλας βράδυ κάλεσα την Κατερίνα Μπέη ώστε να αρχίσει να δουλεύει πάνω σε ένα σενάριο. Σχετικά σύντομα, στήθηκε μια πρώτη ομάδα, η οποία άρχισε να δουλεύει δοκιμαστικά πάνω στη "Φόνισσα".
Άρα έτσι αναλάβατε τη σκηνοθεσία;
Πριν από εμένα είχαν πέσει πολλά ηχηρά ονόματα στο τραπέζι. Αλλά ήταν ο παραγωγός Διονύσης Σαμιώτης που αποφάσισε ότι πρέπει να σκηνοθετήσω, αφού γνώριζε από πρώτο χέρι ότι η προετοιμασία προχωρούσε οργανικά έχοντας ως βάση δικές μου καλλιτεχνικές αποφάσεις, από την επιλογή των ηθοποιών μέχρι την επιλογή των τοποθεσιών. Θυμάμαι μάλιστα να λέει χαρακτηριστικά "εσύ είσαι η ταινία, πρέπει να το κάνεις", αλλά εγώ πίστευα ότι μου κάνει πλάκα. Εδώ έχει σημασία να σας επισημάνω πως από την αρχή ένιωθα ότι μόνο στον κινηματογράφο θα μπορούσε να λειτουργήσει μια διασκευή αυτού του έργου. Κάτι που με τον τρόπο του επιβεβαιώνει ο Οδυσσέας Ελύτης στο σπουδαίο βιβλίο "Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη", γραμμένο το 1976, όπου αναφέρει πως ο φωτογραφικός φακός συνιστά το κατάλληλο μέσο ώστε να αποτυπωθεί η λόγια γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Επιπλέον, υπογραμμίζει την επιρροή των αρχαίων μύθων, τους οποίους ο Παπαδιαμάντης γνώριζε άριστα αν κρίνουμε από τα ονόματα των χαρακτήρων του, αλλά και τη σημασία που έχει η ντοπιολαλιά στις αφηγήσεις του. Στοιχεία τα οποία ενσωματώσαμε στην ταινία, όπως για παράδειγμα τους διαλόγους, οι οποίοι ακούγονται αυτολεξεί. Όσον αφορά το σενάριο, η δουλειά της Κατερίνας, η οποία έγραψε οκτώ διαφορετικές εκδοχές, υπήρξε καθοριστική. Βέβαια, η διαδικασία περιλάμβανε και εμένα να περνάω μερικές μέρες σε ένα μοναστήρι της Επιδαύρου, ώστε να βεβαιωθώ ότι το τελικό κείμενο αποδίδει στην εντέλεια το πνεύμα του πρωτότυπου.
Δείτε περισσότερα στο athinorama.gr