Μας ξενάγησε η νέα διευθύντρια της Πινακοθήκης και επιμελήτρια της έκθεσης "ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970", Συραγώ Τσιάρα.
Η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου με χαρά προσκαλεί το κοινό στην έκθεση "ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ / URBANOGRAPHY. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970", μια πρωτότυπη σύλληψη που παρακολουθεί τρεις δεκαετίες ραγδαίου μετασχηματισμού της μεταπολεμικής Ελλάδας και επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην αστικοποίηση και τον τρόπο που ο άνθρωπος συμμετέχει ή αντιστέκεται στη νέα συνθήκη που του υπαγορεύει το ολοένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον του. Για την ανίχνευση της ανθρώπινης εμπειρίας του αστικού βιώματος η έκθεση φέρνει σε συνομιλία τις εικαστικές τέχνες –ζωγραφική, γλυπτική, χαρακτική, εγκαταστάσεις, φωτογραφία, σχέδια και αφίσες– με αποσπάσματα από τον δημοφιλή ελληνικό κινηματογράφο, τις ταινίες κριτικού ρεαλισμού και τις έκκεντρες αφηγήσεις.

Παρουσιάζοντας 79 δημιουργούς, 202 εικαστικά έργα και 21 ταινίες, η "ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ" επιχειρεί να χαρτογραφήσει το συνολικό εύρος της έννοιας "αστικό βίωμα" σκιαγραφώντας το κοινωνικό υποκείμενο εντός της πόλης, με όλη τη γοητεία που μπορεί να του ασκεί αλλά και με όλους τους περιορισμούς ή και τους αποκλεισμούς που τη συνοδεύουν, "με την εκθεσιακή αφήγηση να μετακινείται διαρκώς από τη μεγάλη στη μικρή κλίμακα, από την πανοραμική λήψη στο κοντινό πλάνο", όπως εξηγεί η διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ και επιμελήτρια της έκθεσης, Συραγώ Τσιάρα.
Η κ. Τσιάρα μας υποδέχτηκε και μας ξενάγησε στην έκθεση, την πρώτη που επιμελήθηκε ως διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ.
"Ανέλαβα τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης πέρσι τον Ιούλιο, έχει κλείσει σχεδόν ένας χρόνος. Από τον Αύγουστο άρχισε σιγά σιγά να σχηματίζεται στο μυαλό μου η ιδέα αυτής της έκθεσης, δεν ήταν κάτι που υπήρχε μέσα μου πριν έρθω εδώ. Ο τρόπος που δούλεψα για να οικειοποιηθώ την Πινακοθήκη, να νιώσω κομμάτι της ήταν βλέποντας τη συλλογή, γνωρίζοντας τους ανθρώπους, το κτίριο, τα παραρτήματα. Έπρεπε λοιπόν, να βρω κάποιες διαδρομές και τρόπους για να νιώσω κομμάτι αυτού του συνόλου που ονομάζεται Εθνική Πινακοθήκη, και ιστορικά και στο σήμερα. Νομίζω ότι αυτή η έκθεση γεννήθηκε μέσα μου ως μια επιθυμία να κατανοήσω καλύτερα το νέο περιβάλλον στο οποίο βρίσκομαι. Ζούσα στη Θεσσαλονίκη επί 23 χρόνια, είχα μετακληθεί εδώ για να βοηθήσω στο άνοιγμα του ΕΜΣΤ αλλά ουσιαστικά εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, πέρσι το καλοκαίρι, κάνοντας σε μια μέση ηλικία ένα νέο επαγγελματικό ξεκίνημα.

Σκεφτόμουν λοιπόν πώς μπορεί κανείς να κατανοήσει το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται κι επειδή έχω μάθει να κατανοώ ιστορικά άρχισα να διαβάζω βιβλιογραφία για την Αθήνα, την αστικοποίηση, τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές τις δεκαετίες ’50, 60 και ’70, μια περίοδο που βρίσκεται πιο κοντά μου ως ιστορικού τέχνης και σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές μου.
Μελετώντας λοιπόν τη συλλογή και από το διαδίκτυο αλλά και εκ του φυσικού διαπίστωσα ότι με ενδιέφεραν κάποια έργα που δεν τα είχαμε δει και πολύ στην Εθνική Πινακοθήκη. Ήθελα να φωτίσω κάποιες περιοχές. Επικεντρώθηκα λοιπόν στο στοιχείο της αστικοποίησης, στην ιστορία του πώς αλλάζει η πόλη μετά τον πόλεμο, ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες αλλαγής".
Διαβάστε ακόμη: Το ΕΜΣΤ διοργανώνει τη μεγαλύτερη, διεθνώς, εκθεσιακή παρουσίαση του Ιάννη Ξενάκη
Η έκθεση χωρίζεται σε επτά ενότητες, με ρευστά μεταξύ τους όρια.
Σκηνογραφία: Οι καλλιτέχνες ερμηνεύουν τις αλλαγές που συμβαίνουν στο αστικό τοπίο, την ανθρωπογεωγραφία και τη διασύνδεση υλικού και έμψυχου περιβάλλοντος, παρελθόντος και παρόντος. Αρχικά κυριαρχεί η νοσταλγία, οι στερεοτυπικές ή εξιδανικευτικές αφηγήσεις μιας ιδιαίτερης αστικής ταυτότητας που αλλοιώνεται μαζί με τα νεοκλασικά σπίτια που καταπίνουν οι οικοδομές, ενώ η τέχνη προσπαθεί να διασώσει την πόλη που εξαφανίζεται. Καθώς οι καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του αστικού μετασχηματισμού συλλαμβάνουν ένα νοερό παλίμψηστο εμπειριών και συναισθημάτων σε μια φαντασιακή συνύπαρξη διαφορετικών εποχών, το έργο τέχνης αποκτά σκηνογραφική διάσταση. Η πόλη επινοείται ως σκηνικό, οι δημιουργοί επιλέγουν την οπτική γωνία και συνθέτουν το κάδρο αντλώντας αναφορές από την πραγματικότητα, τη μνήμη και την επιθυμία.

Νοσταλγία: Ορισμένοι καλλιτέχνες επικεντρώνονται στη νοσταλγία της πόλης που χάνεται, την ειδυλλιακή αναπόληση της επιθυμητής πόλης. Το βλέμμα άλλων στρέφεται στο θελκτικό και πολύβουο μητροπολιτικό κέντρο. Οι γειτονιές, οι προσφυγικοί συνοικισμοί, η ιδιοκατασκευή, η ανοικοδόμηση και η αντιπαροχή διευρύνουν το κάδρο. Η ανάδυση της αστικής κουλτούρας και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου διαμορφώνουν την κοινωνία του θεάματος, της ψυχαγωγίας και της κατανάλωσης.
Γιαπί: Το γιαπί συνοψίζει την κομβική εικόνα της αλλαγής στην πόλη. Η καθ’ ύψος ανάπτυξη αλλάζει το τοπίο, την κλίμακα, τη σχέση του κατοίκου και του διαβάτη με το δομημένο περιβάλλον, ενώ η εργολαβία και η αντιπαροχή σφραγίζουν την ιστορία της αστικής ανάπτυξης. Καθώς χτίζονται οι πολυκατοικίες, οι καλλιτέχνες ανακαλύπτουν ένα νέο εικαστικό πεδίο για τη μελέτη της σύνθεσης, την επεξεργασία του χώρου και της ανθρώπινης μορφής. Ο φακός στρέφεται από τη μεγάλη εικόνα στις καθημερινές ιστορίες των εργατών της οικοδομής δημιουργώντας νέες αφηγήσεις για τις συναντήσεις των σωμάτων στον χώρο και τον χρόνο.

Κοντινό Πλάνο: Ο μικρόκοσμος της καθημερινής ζωής, η οργάνωση του ιδιωτικού χώρου, η σχέση του μέσα με το έξω αποτελούν προνομιακά πεδία για μια θεματογραφία που εξελίσσεται, ενώ η πόλη αλλάζει. Ο ρυθμός της προσωπικής ζωής επηρεάζεται από τις μετακινήσεις προς το αστικό κέντρο, αλλά και από τις απαιτήσεις της ζωής της πόλης. Τόσο εκείνοι που φεύγουν για το εξωτερικό όσο και εκείνοι που μεταναστεύουν από την επαρχία στα αστικά κέντρα συμβάλλουν με τον τρόπο τους στο βίωμα της πόλης.
Θέαμα: Τόποι μαζικής συνάθροισης, όπως το γήπεδο, αποκτούν σημασία όχι μόνο στην κουλτούρα της διάθεσης του ελεύθερου χρόνου, αλλά και στο αίσθημα του συνανήκειν. Οι τρόποι διασκέδασης, τα θεάματα και οι καταναλωτικές συμπεριφορές εμπλουτίζονται και διαφοροποιούνται. Μέσα από την απεικόνιση σκηνών εργασίας, διακοπών και διασκέδασης έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε την κοινωνική διάσταση της θεματογραφίας που ο κάθε καλλιτέχνης επιλέγει να μελετήσει, αλλά και τη χορογραφία των ανθρώπινων κινήσεων στον δημόσιο χώρο. Τα θέλγητρα της πόλης επιφέρουν αλλαγές στα πρότυπα και επηρεάζουν την εικόνα του σώματος.

Όνειρα και Συγκρούσεις: Κατά τη δεκαετία του 1960 αναδεικνύεται η ρεαλιστική πρόθεση ορισμένων δημιουργών να επισημάνουν τα προβλήματα και τις αντιθέσεις της καθημερινής ζωής στη μεγαλούπολη με κριτική ματιά. Εξαιρετικό εικαστικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκδοχές απεικόνισης των ενδιάμεσων χώρων ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό, όπως είναι η βεράντα, το κατώφλι, η οπίσθια όψη των οικοδομών, η σκάλα, η θέα από το παράθυρο, η βιτρίνα, εκεί που συναντιούνται το μέσα με το έξω, για να μας αποκαλύψουν το πώς βιώνεται η πόλη από άτομα και ομάδες διαφορετικού φύλου και κοινωνικής προέλευσης.
Υλικότητες: Κατά τη δεκαετία του 1970 η υλικότητα αποκτά καινούργιο νόημα στο έργο καλλιτεχνών που πραγματεύονται την εννοιολογική πτυχή του αστικού βιώματος. Οι προσδοκίες, οι διαψεύσεις, οι συγκρούσεις και οι διεκδικήσεις έχουν υλικό βάρος, αφήνουν το ίχνος τους όχι μόνο στον δρόμο αλλά και στην επιφάνεια του καμβά, αιχμαλωτίζονται από τον φακό, χαράσσονται στο ξύλο, σχεδιάζονται ή τυπώνονται στο χαρτί, αναπτύσσονται στον χώρο, τροφοδοτούν τα όνειρα, τις διεκδικήσεις και τη φαντασία μας.

Η έκθεση φέρνει αέρα ανανέωσης στην Πινακοθήκη, μια ανανέωση που ήταν απαραίτητη. Μεταξύ άλλων νομίζω ότι έχει νόημα να υπογραμμιστεί ότι από τα 202 εικαστικά έργα που εκτίθενται περίπου τα 100 ανήκουν στην ΕΠΜΑΣ, τα υπόλοιπα είναι δάνεια από άλλα μουσεία, ιδρύματα και ιδιωτικές συλλογές και πολλά απ’ αυτά έχουμε τη δυνατότητα να τα δούμε για πρώτη φορά, πράγμα πολύ σημαντικό.
Διαβάστε ακόμη: "The Impossible Statue" | το πρώτο παγκοσμίως γλυπτό από AI
Πέραν των πινάκων, που είναι φυσικό να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της έκθεσης, σε αυτή περιλαμβάνονται φωτογραφίες, γλυπτά αλλά και τρεις οθόνες που παίζουν χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από ελληνικές ταινίες της εποχής αλλά και κάποιες μικρού μήκους εκείνης της περιόδου. Η καινοτομία αυτή δεν έχει γίνει για να γίνει μια καινοτομία, είναι ξεκάθαρο αυτό, αλλά γιατί υπογραμμίζει με γνώριμες -ή και λιγότερο γνώριμες- εικόνες τις αλλαγές στο αστικό τοπίο και την ανθρωποκοινωνική γεωγραφία της εποχής.

Τέλος, εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι ο κατάλογος αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο φθινόπωρο και η κ. Τσιάρα μας εξήγησε το σκεπτικό της "Δεν υπάρχει κατάλογος ακόμη κι αυτό είναι συνειδητό. Είναι μια ανατροπή που την αισθάνθηκα ως ανάγκη όταν έφτιαχνα αυτή την έκθεση. Είπα να δώσω στον εαυτό μου μια πολυτέλεια, που δεν την είχα δώσει ποτέ μέχρι τώρα. Να δω, δηλαδή, την έκθεση στημένη, ολοκληρωμένη, γιατί αλλιώς είναι όταν σχεδιάζεις τα πράγματα και αλλιώς αισθάνεσαι όταν βλέπεις τα έργα γύρω σου. Ήθελα να γράψω το τελικό κείμενο της έκθεσης, αφού στηθεί. Επίσης, σκέφτηκα στην πορεία ότι θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον εκτός από μένα να γράψουν και κάποιοι άλλοι κείμενα αλλά να έχουν δει και εκείνοι την έκθεση. Θα ήθελα δηλαδή ο κατάλογος, για πρώτη φορά, όχι να αντικαταστήσει την κριτική υποδοχή, αλλά να ενσωματώσει κάποια στοιχεία από την πρόσληψη της έκθεσης. Σκέφτομαι να καλέσω κάποιους ανθρώπους που δουλεύουν είτε από την πλευρά του ιστορικού, είτε του πολεοδόμου, είτε του έμφυλου βλέμματος στην πόλη -γιατί το ζήτημα της ταυτότητας είναι πολύ ισχυρό εδώ- να δούμε την έκθεση μαζί, να ζητήσω την τοποθέτησή τους και να την ενσωματώσω στον κατάλογο. Θέλω πολύ και οι καλλιτέχνες που είναι εν ζωή να δούμε μαζί την έκθεση, εννοώ μαζί και με τον κόσμο· νομίζω ότι θα τα καταφέρουμε".

Ο αέρας λοιπόν της ανανέωσης ξεκάθαρα συμβάλλει στο να δημιουργηθεί μια τρομερά ενδιαφέρουσα έκθεση που συνομιλεί με το τώρα, γιατί αν και αναφέρεται σε παρελθούσες δεκαετίες, συνδέεται με το παρόν και με σχεδόν όλα τα κοινωνικά ζητήματα (έμφυλο, μετακινήσεις πληθυσμών, κοινωνική διαστρωμάτωση, ταυτότητα) που συζητάμε σήμερα και το κάνει φέρνοντας στο προσκήνιο σπουδαία έργα, αρκετά από τα οποία αγνοούσαμε ή δεν είχαμε προσέξει μέχρι αυτή τη στιγμή.