Σε μία καθημερινότητα που αναδομείται on repeat, υπάρχουν μερικά σταθερά ραντεβού. Παντός καιρού. Το ραντεβού μας με τον πολιτισμό, την τέχνη, τη γεύση, το design, την αισθητική. Τη συνάντηση με το #theaftertaste, το οποίο κάθε εβδομάδα ξεχωρίζει τα καλύτερα από όσα συμβαίνουν στην πόλη που δεν σταματά να (ανα)γεννάται μέσα από την ύπαρξη της.
Είδαμε:
Το The Brutalist, ίσως την ταινία της χρονιάς. Ο László Tóth είναι ένας ταλαιπωρημένος άντρας. Αυτή είναι η εικόνα που επιλέγει ο σκηνοθέτης Brady Corbet να συνθέσει από την πρώτη σεκάνς του The Brutalist, της ταινίας που έχει ήδη διακριθεί στις Χρυσές Σφαίρες και αυτή τη στιγμή μετρά δέκα υποψηφιότητες στα βραβεία Όσκαρ. Ένας άνθρωπος, εξουθενωμένος και συνάμα ανακουφισμένος, ο οποίος φτάνει στο Ellis Island για να βρει την προσωπική του ειρήνη. Ένας χαρακτήρας εβραϊκής καταγωγής που επιβίωσε των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης και με εφόδιο τις σπουδές του στην αρχιτεκτονική αναζητά τον δικό του χώρο στο Αμερικανικό Όνειρο. Στο αμέσως επόμενο πλάνο, το Άγαλμα της Ελευθερίας φανερώνεται αναποδογυρισμένο, μία συμβολική κίνηση των δυσκολιών και των παραλογισμών που μελλοντικά θα κληθεί να αντιμετωπίσει. Και ταυτόχρονα μία ιδέα για όσα υποδόρια μηνύματα η ταινία αποπειράται να μεταδώσει στα 215 (!) λεπτά διάρκειας της.

Ο σπουδαιότερος παραλληλισμός ίσως να επιτυγχάνεται στην ιδιότητά του. Ο László Tóth (Adrien Brody) είναι ένας μπρουταλιστής. Ένας πιστός οπαδός της αρχιτεκτονικής σχολής που προτάσσει τη λειτουργικότητα έναντι της πολυπλοκότητας και στέκεται (sic) σθεναρά υπέρ των ξεκάθαρων σχημάτων, της έντονης γραμμικότητας, των εμφανών υλικών, του σκυροδέματος ως βασικού υλικού. Όπως ακριβώς κι ο ίδιος. Η γραμμή της αρχιτεκτονικής του βίβλου τέμνεται με εκείνη του χαρακτήρα του. Του αρέσουν οι συνθήκες και οι συνεργασίες που λειτουργούν – αυτές αναζητά, οι διαφανείς διεργασίες – αυτές υποστηρίζει, οι άνθρωποι που είναι αυτό που δηλώνουν και δηλώνουν αυτό που είναι – θεωρεί ότι ανήκει σε εκείνους. Ταυτόχρονα, όμως, είναι μπερδεμένος και τραυματισμένος. Η μύτη του δεν είναι το μόνο στοιχείο που χρήζει θεραπείας πάνω του. Η ψυχή του προηγείται.


Ο ξάδερφος του Attila (Alessandro Nivola), σε μία υποδειγματική ερμηνεία, τον οδηγεί στη Philadelphia, την πόλη των μεγάλων ευκαιριών. Τη στιγμή που τα όνειρα κυριαρχούν στο μυαλό του Tóth, η ωμή πραγματικότητα – εκείνη που ο Brady Corbet σκιαγραφεί με τρόπο τόσο χειρουργικό που οδηγεί στην απομυθοποίηση της marketing-wise οπτικής της Γης της Επαγγελίας – τον εξαναγκάζει να σχεδιάζει σχεδόν καταναγκαστικά έπιπλα για την εταιρεία του συγγενή του. Ο ίδιος τα παρατάει – έχοντας αφήσει πίσω τη σύζυγο και την ανιψιά του αισθάνεται ότι δεν έχει και τίποτα να χάσει, μετακομίζει σε ένα καταφύγιο απόρων, αναλαμβάνει την ανακαίνιση βιβλιοθήκης ενός πάμπλουτου επιχειρηματία μετά από παρότρυνση του απερίσκεπτου γιου του. Όταν το ανακαλύπτει ο πατέρας γίνεται έξαλλος, διώχνει κακήν κακώς τον Tóth, πριν τον προσεγγίσει μετά από καιρό απολογούμενος για την αγενή συμπεριφορά του και με την πρόταση σχεδιασμού του ησυχαστηρίου του. Η πρόκληση μεγάλη, ο όγκος ακόμα μεγαλύτερος, οι προσδοκίες υψηλές, οι διαφωνίες δύσκαμπτες, η πραγματικότητα σε εμφανή απόσταση από το όραμα.

Αυτό είναι το πρώτο μέρος μίας ταινίας που περιλαμβάνει διάλειμμα 15 λεπτών στη διάρκειά της, επαναφέροντας την κλασική κινηματογραφική συνήθεια του intermission. Στο δεύτερο τμήμα της ιστορίας, οι εξελίξεις εναλλάσσονται με τις ανατροπές σε έναν χορό του οποίου τον βηματισμό (συν)αποφασίζει η σύζυγός του, Erzsébet Tóth (Felicity Jones) που επιστρέφει στη ζωή του με διαφορετικά δεδομένα. Οι προσδοκίες κλυδωνίζονται μπροστά στις συνειδητοποιήσεις με τη δράση να ρέει σε ταχύτερο ρυθμό από το πρώτο τμήμα της ταινίας και το φινάλε να αποκωδικοποιεί ορισμένους από τους συμβολισμούς του έργου, δημιουργώντας νέους. Εξάλλου, μία ταινία με αυτή την αναγεννητική σκηνοθετική ματιά – ένα κράμα κλασικής κινηματογραφικής σπουδής εμποτισμένης με σύγχρονα στοιχεία, την élevé αισθητική των δημιουργών και αυτή τη ροή που, άλλοτε με επιβραδύνσεις κι άλλοτε με επιταχύνσεις συνθέτουν ένα μωσαϊκό το οποίο οι διεθνείς κριτικοί δεν λατρεύουν τυχαία, δεν θα μπορούσε να ολοκληρώνεται διαφορετικά.
Δοκιμάσαμε:
Την αίσθηση ενός atelier γεύσης. Είχα καιρό να καθίσω στη Στοά Σπυρομήλιου. Όχι να (τη) διασχίσω, να καθίσω. Έχει διαφορά. Ίσως, επειδή όταν επιλέγεις να δειπνίσεις σε ένα εστιατόριο, αφιερώνεις ένα σημαντικό κομμάτι όχι απλά του χρόνου, αλλά του εαυτού σου. Όπως ο καλλιτέχνης όταν χαμηλώνει τα ρολά από τη βουή των γύρω του κι επικεντρώνεται στο όραμα, εκείνη τη μαγική ιδέα που εκτελεσμένη σωστά μετουσιώνεται σε έργο. Στο atelier, ένα καταφύγιο έμπνευσης κι υλοποίησης με προσωπικό αποτύπωμα, κάθε δημιουργός ανθίζει με τους δικούς του όρους. Σε αυτό το μήκος κύματος, φαίνεται να κινήθηκε ο Γιώργος Παπαϊωάννου, όταν πριν από περίπου δύο μήνες, αποφάσισε να συνθέσει τη δική του ψαροφαγική διεύθυνση αξιώσεων στον πυρήνα της πρωτεύουσας, το CityLink. Κι εγένετο, Atelier Papaioannou.

Το αναγνωρίζεις από τη φωτεινή αισθητική του. Από την ανθισμένη (προ)οπτική του, τα λευκά τραπεζοκαθίσματα – στοιχείο αυτής της αστικής πολυτέλειας που ανέκαθεν περιέγραφε τα εστιατόρια του ταλαντούχου, κι συνάμα εργατικού, κυρίου Παπαϊωάννου-, τα φιλόξενα σημεία στον εξωτερικό χώρο, την επιβλητική σάλα και την ευφυή διακόσμηση στο εσωτερικό. Ο μετρ της high-end ψαροφαγίας και η S | One Hospitality έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά. Η σαμπάνια, με την οποία με υποδέχονται στο τραπέζι μου, ταιριάζει εξαιρετικά στο ambience μίας διεύθυνσης που συνειδητά δεν φλυαρεί, αλλά εστιάζει στην ουσία της γεύσης: τις εξαιρετικές πρώτες ύλες – διακρίνονται για τη φρεσκάδα, την εντοπιότητα και την σπανιότητά τους και τη σωστή, αν μη τι άλλο καλλιτεχνική, διαχείρισή τους.

Η τελευταία παράμετρος φέρει την υπογραφή του Κωνσταντίνου Παππά, επικεφαλής της κουζίνας και ανιψιό του Γιώργου Παπαϊωάννου. Τον γνώρισα, λίγο πριν το τελευταίο κυρίως σερβιριστεί μπροστά μου. Τον εκτίμησα. Αφενός, επειδή επέτρεψε στα πιάτα του να αναλάβουν τον ρόλο της σύστασης, αφετέρου διότι πάντα θα με συγκινούν οι άνθρωποι που μιλάνε με πάθος για αυτό με το οποίο καταπιάνονται. Κι ο Κωνσταντίνος είναι ένας από αυτούς. Στο Atelier, βιώνει την πιο προσωπική στιγμή της πορείας του: πειραματίζεται, δοκιμάζει, ενορχηστρώνει πριν υλοποιήσει, ανανεώνει, φρεσκάρει – όπως κι η ίδια η θάλασσα.


Τα μύδια, σερβιρισμένα με λεμόνι κι άφθονο πάγο, δίνουν μία αντιπροσωπευτική αίσθηση όσων πρόκειται να ακολουθήσουν. Ένα welcome dish, ανατρεπτικό αλλά σωστό. Το ταρτάρ σφυρίδας, που ακολουθεί, συνθέτει ένα εντυπωσιακό χρωματικό σκηνικό – οι αποχρώσεις του χυμού από λεμόνι και γκρέιπφρουτ συνηγορούν – με τον ζωμό πρασοσέλινου να δημιουργεί ένα ενδιαφέρον παιχνίδισμα έντασης κι οξύτητας. Μαζί με το ταρτάρ τόνου – σε απίστευτη ισορροπία με την τριμμένη μαύρη τρούφα, επίτευγμα διόλου απλό – ξεχωρίζουν από τα πρώτα. Διάλειμμα για κρασί και μία δόση χειροποίητου ψωμιού, λίγο πριν περιγράψω ένα από τα highlights του μενού: αυτή την αριστουργηματική τομάτα. Χορταστική, σαγηνευτικά απλή ως προς τον τρόπο σερβιρίσματος, με αρωματική ρίγανη, φίνα κάπαρη, σωστή ποσότητα ελαιόλαδου κι εκπλήξεις από ανθό αλατιού, η τομάτα του Atelier Papaioannou είναι ένα μικρό ανέμελο καλοκαιρινό – ολόφρεσκο, συνθήκη όχι δεδομένη στην εποχή που ζούμε – όνειρο στην καρδιά του χειμώνα.


Το κεμπάπ τόνου, την ημέρα που το δοκίμασα εγώ, είχε την ιδανική μορφή – ούτε υπερβολικά στεγνό, ούτε πολύ λιπαρό, με τα καρυκεύματα και την πιπεριά Φλωρίνης να συμπληρώνουν αρμονικά αυτό το tidbit. Αχνιστός ροφός, βυθισμένος στο "κολλαγόνο" του με φίνες πατάτες σε μία απόλυτα ελληνική εκδοχή του διεθνούς – πλέον – fish&chips για κυρίως και μία έκπληξη από tomahawk φρέσκου τόνου με εντυπωσιακή μαρμάρωση και ακόμα πιο εύγευστη σύνθεση, λίγο πριν το φινάλε του δείπνου μας. Εκεί, ο γλυκός εαυτός του Atelier Papaioannou αναδεικνύεται μέσα από τη σοκολατένια επιλογή, αλλά και το αριστουργηματικό μήλο – τριαντάφυλλο. Εκτός, όμως, από το μενού στο νέο εστιατορικό παιδί του Γιώργου Παπαϊωάννου επιστρέφεις και για τις ετικέτες κρασιού και το σωστό pairing που πραγματοποιείται.
Ξεχωρίσαμε:
Τη νέα συλλογή ενός brand με ελληνικό DNA. Παρατηρούσα το φωτογραφικό υλικό πριν γράψω για τη νέα συλλογή της Cristiano Marcheli. Μου αρέσει. Μου ταιριάζει. Τα χρώματα, η παλέτα, το σκηνικό, οι λήψεις στον πυρήνα της πόλης, οι δημιουργίες αυτές καθαυτές, η ευρύτερη αισθητική της. Με τη φιλοσοφία ότι η resort μόδα μπορεί να προσαρμοστεί στις ανάγκες της καθημερινότητας, η συλλογή αποτελεί μια δυναμική σύνθεση διαχρονικής κομψότητας και σύγχρονου design. Και το καταφέρνει ευφυώς.

Με φόντο την καρδιά της Αθήνας, η συλλογή γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ πολυτέλειας και πρακτικότητας, ενσωματώνοντας χειμερινά και ανοιξιάτικα στοιχεία που προσθέτουν μια φυσική κομψότητα στα σχέδια. Ξεχωρίζει για την εξαιρετική χρήση πολυτελών υφασμάτων, όπως μετάξι, που αποπνέει αριστοκρατία, βαμβάκι, που συνδυάζει άνεση και κομψότητα, και μπροκάρ, που προσφέρει μια πινελιά πολυτέλειας. Αυτά τα υλικά αναδεικνύονται μέσα από μοναδικές δημιουργίες που περιλαμβάνουν μάλλινα πουλόβερ και τζάκετ, ιδανικά για τις ψυχρές μέρες, καθώς και κομψά resort κομμάτια, σχεδιασμένα να εντάσσονται φυσικά σε ένα αστικό σκηνικό.

Ένα ντοκιμαντέρ για την ελληνική ιδιοσυγκρασία της Μαρίας Κάλλας. Το να καταφέρεις να ιχνηλατήσεις την προσωπικότητα της σπουδαίας καλλιτεχνικά Μαρίας Κάλλας είναι κάτι που πολλοί έχουν προσπαθήσει, λίγοι, όμως, το έχουν καταφέρει με αρχειακό υλικό και ντοκουμέντα που αποκρυσταλλώνονται σε ένα πλήρες ντοκιμαντέρ. Στο Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία σε ιδέα, έρευνα, σενάριο, (συν)σκηνοθεσία του Βασίλη Λούρα τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Μαρίας Κάλλας έρχονται στο φως. Μέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό, ανέκδοτες ηχογραφήσεις, συνεντεύξεις και ηχητικά ντοκουμέντα, το ντοκιμαντέρ αφηγείται τα άγνωστα χρόνια της Κάλλας από την αρχή της καριέρας της – μια ιστορία θριάμβου της θέλησης, του ταλέντου, της εργατικότητας, της αφοσίωσης, και ταυτόχρονα μια ιστορία αντίστασης σε κάθε δυσκολία και σε κάθε κακοποιητική συμπεριφορά.

Η επίσημη σύνοψη είναι κατατοπιστική. Αν και με την άφιξή της στην Αθήνα το 1937 η δεκατετράχρονη Καλογεροπούλου πρωτοσυστήνεται ως Μαίρη στους συμμαθητές της στο Εθνικό Ωδείο, εντούτοις υπογράφει ως Μαριάννα στο πρώτο της συμβόλαιο με τη νεοσύστατη τότε Λυρική Σκηνή το 1940. Τον Μάρτιο του 1945 εμφανίζεται σε συναυλία ως Mary Callas, λίγο πριν γίνει διάσημη στα πέρατα του κόσμου ως Maria Callas. Το ντοκιμαντέρ επιχειρεί να φωτίσει την περίοδο της προσωπικής και καλλιτεχνικής ενηλικίωσης της Κάλλας στην Αθήνα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από το 1937 έως το 1945, καθώς και τα χρόνια μετά το 1957, όταν η παγκόσμια πλέον ντίβα επανασυνδέεται με την Ελλάδα. Στις κινηματογραφικές αίθουσες από τις 13/2 από το Cinobo.