Πέντε νεοι Έλληνες συγγραφείς γράφουν αποκλειστικά για τη Madame Figaro από ένα διήγημα αναζητώντας αισιοδοξία σε μια τόσο αμήχανη εποχή.
Το πρώτο ηλιοβασίλεμα στον καινούριο μου πλανήτη
Γιάννης Γορανίτης
Από τη στιγμή που το σκάφος μας προσεδαφίστηκε σ’ αυτό τον αλλόκοτο ζεστό πλανήτη συνειδητοποίησα ότι η ζωή μας έχει αλλάξει οριστικά και αμετάκλητα. Όχι μόνο η καθημερινότητά μας. Αυτοστιγμεί μεταμορφωθήκαμε κι εμείς οι ίδιοι. Κοίταξα την αδερφή μου, τον αδερφό μου, τη μητέρα, τον πατέρα. Όλοι τους αγνώριστοι. " Όλοι μας" σκέφτηκα μόλις έριξα μια φευγαλέα ματιά στην αντανάκλασή μου στο παρμπρίζ. Η αλήθεια είναι ότι η μητέρα μας είχε προειδοποιήσει πριν την αναχώρηση. "Θα πάρουμε τη μορφή τους. Θα γίνουμε γήινοι σωστοί" είπε και μας κοίταξε έναν έναν. "Για να μη μας φοβούνται" συμπλήρωσε χαμηλόφωνα. Γνωρίζαμε λοιπόν ότι θα μεταμορφωνόμασταν. Άλλο όμως να το ακούς κι άλλο να το βιώνεις.
Είμαι πλέον ψηλός και αδύνατος και το κεφάλι μου πιο μικρό απ’ όσο θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Το χειρότερο είναι ότι δεν μπορώ να ελέγξω τα χέρια μου. Δεν ξέρω πού να τα βάλω και κάνω διαρκώς ζημιές. Γενικά νιώθω άβολα στο νέο μου σώμα. Δε φτάνουν τα ατσούμπαλα χέρια. Πλέον έχω τρίχες στο κεφάλι μου. Όχι πέντε έξι. Χιλιάδες τρίχες. Ξανθές τρίχες, όπως του αγοριού στην ταινία. Η μητέρα, που τα ξέρει όλα, είπε ότι το ανθρώπινο είδος, όπως και τα άλλα θηλαστικά, έχει αναπτύξει τρίχωμα για να αντιμετωπίζει το κρύο. Χα! Άκου, λέει, να αντιμετωπίζουν το κρύο, με τόση ζέστη. Είπα για τις τρίχες, πού να πω για τα νύχια. Πλέον έχω και νύχια. Από πέντε σε κάθε πόδι, από πέντε σε κάθε χέρι. Στην άκρη των δαχτύλων. Α, ναι, έχω και δάχτυλα. Κοντά στα πόδια, μακριά στα χέρια. Τα αδέρφια μου μπλέκουν τα δικά τους και ξεκαρδίζονται στα γέλια – πού βρίσκουν την
όρεξη ήθελα να μάθω. Κάθε φορά που γελάνε ανοίγει διάπλατα η μεγάλη οπή που έχουμε πλέον στο πρόσωπο: αυτό που εδώ ονομάζουν στόμα. Με αυτό γελάνε, μιλάνε, φωνάζουν – ω, πώς φωνάζουν όλη την ώρα οι γήινοι! Με αυτό τρώνε και ειλικρινά δε θέλω να ξέρω τι άλλο κάνουν.
Δεν είναι βέβαια η μοναδική οπή τους – κι αυτό το επισημαίνω σε περίπτωση που δεν έχετε δει γήινους. Οι υπόλοιπες οπές πάνε σε ζευγάρι. Έχουν από δύο μάτια, δύο αφτιά, δύο ρουθούνια και πάει λέγοντας. Έχουν κι αυτοί, πλέον έχουμε κι εμείς. "Γίναμε σαν τα μούτρα τους" είπε ο πατέρας, που από την αρχή επέμενε ότι όλο αυτό δεν είναι καλή ιδέα. Η μητέρα δε σχολίασε. Ξεφύσηξε απλώς ενοχλημένη και μας ζήτησε να βγούμε από το σκάφος. Ο πατέρας κατέβηκε βαρύθυμος μουρμουρίζοντας στη νέα μας γλώσσα. "Πρέπει να εξαφανιστεί πριν το αντιληφθούν οι γήινοι" είπε η μητέρα και με το που βγήκαμε πάτησε το πλήκτρο της αυτοκαταστροφής. Ακούστηκε ο ανατριχιαστικός ήχος που κάνουν οι λαμαρίνες όταν συνθλίβονται. Η μυρωδιά των καμένων ανθρακονημάτων πλανήθηκε στον αέρα, αλλά γρήγορα χάθηκε κι αυτή μαζί με τις όποιες ελπίδες να επανέλθουμε στην παλιά ζωή μας.
Συνεχίσαμε περπατώντας μέχρι που είδαμε τα πρώτα σπίτια. Η μητέρα μάς ενημέρωσε ότι σ’ ένα από αυτά θα μένουμε στο εξής. Είναι ένα δίπατο σπίτι με περιποιημένο κήπο και ανεμπόδιστη θέα στο πηχτό γαλάζιο που έβαφε τον ορίζοντα. "Το πέλαγος" ανακοίνωσε με στόμφο η μητέρα. Εδώ οι θάλασσες δεν είναι σαν τις δικές μας. Είναι, λέει, αλμυρές και οι γήινοι
κάνουν βουτιές μέσα τους. "Γιατί;" ρώτησε η αδερφή μου έτοιμη να σκάσει ξανά στα γέλια. Η μητέρα, που έχει απαντήσεις σε όλα, κόμπιασε. "Γιατί ζεσταίνονται" είπε μορφάζοντας. "Κάνει ζέστη εδώ" και έδειξε αφηρημένα προς την αμμουδιά. "Πρώτα βγάζουν τρίχωμα για να μην κρυώνουν και μετά βουτάνε σε αλατισμένο νερό για να μη ζεσταίνονται" είπε ο αδερφός μου και η αδερφή μου έπεσε στο πάτωμα γελώντας τρανταχτά. Χτυπούσε τις γροθιές της στην παχιά μοκέτα, όπως εκείνη η γυναίκα στην ταινία. Από τις ταινίες των γήινων είχαμε αντιγράψει όλες αυτές τις συμπεριφορές, τις εκφράσεις, τις γκριμάτσες, ακόμη και τα βλέμματα που ανταλλάσσαμε μεταξύ μας.
Η γιαγιά μάς έλεγε ότι, αν θέλεις να καταλάβεις τον πολιτισμό ενός πλανήτη πριν τον επισκεφθείς, πρέπει να δεις τις ταινίες του και να διαβάσεις τα βιβλία του. Αυτό κάναμε οικογενειακώς για καιρό, από τότε που λήφθηκε η απόφαση της μετακόμισης. Μετά φορέσαμε τα μαγιό μας – περιττό να πω πώς κακάριζε η αδερφή μου μόλις ανακάλυψε μία επιπλέον οπή στην κοιλιά του αδερφού μου, μονή αυτή τη φορά. "Ομφαλός" είπε η μητέρα ότι ονομάζεται, αλλά δεν περίμενα να μας εξηγήσει την ακριβή χρησιμότητά του. Προχωρώντας μόνος μου προς την παραλία και παρότι δεν έμαθα τη χρησιμότητα του ομφαλού, συνειδητοποιούσα στην πράξη τη χρησιμότητα των δαχτύλων. Χοροπηδούσα πάνω τους, καθώς ένιωθα τις πατούσες μου να καίγονται από την καυτή άμμο. Γι’ αυτό ήμασταν απροετοίμαστοι: ούτε στις ταινίες το είχαμε δει ούτε στα βιβλία το είχαμε διαβάσει. Λες και δεν έφτανε η ζέστη και η υγρασία, έχουμε και το καυτό έδαφος. Έτρεξα ενστικτωδώς προς τη θάλασσα παρότι τη φοβόμουν. Ευτυχώς δε χρειάστηκε να βουτήξω. Οι πατούσες μου ανακουφίστηκαν μόλις πάτησα στη μουσκεμένη άμμο. Παρέμεινα εκεί χωρίς να έχω ιδέα πώς θα επιστρέψω. Τότε άκουσα μια γυναικεία φωνή: "Τι νούμερο φοράς;". Γύρισα και είδα ένα κορίτσι που κάνει ηλιοθεραπεία. Ηλιοθεραπεία! Άκου τρόπο που έχουν βρει οι γήινοι για να περνούν την ώρα τους: Ψήνονται ξαπλωμένοι κάτω από τον ήλιο. Επανέλαβε την ερώτηση πιο δυνατά. "Νούμερο; Τι νούμερο;" αναρωτήθηκα πρώτα από μέσα μου. "Τι νούμερο παπούτσι;" φώναξε εκείνη λες και διάβασε τη σκέψη μου. "Για να δούμε μήπως σου κάνουν οι σαγιονάρες μου". Μπορούσα να υποθέσω τι είναι το νούμερο του παπουτσιού, αλλά δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι είναι οι σαγιονάρες.
Το κορίτσι σηκώθηκε από την ξαπλώστρα και με πλησίασε κρατώντας στα χέρια ένα ζευγάρι απ’ αυτά που η μητέρα είχε περιγράψει ως υποδήματα. "Οι σαγιονάρες" σκέφτηκα. Μου έκανε νόημα να τις φορέσω και το έπραξα χωρίς δεύτερη σκέψη. Μου ήταν μικρές, αλλά τουλάχιστον δεν καιγόμουν.
"Εσύ; Δεν καίγεσαι;" τη ρώτησα. "Μπα. Είμαι συνηθισμένη" είπε χαμογελώντας και προχώρησε προς την ξαπλώστρα. Έκανε χώρο για να καθίσω δίπλα της στην απλωμένη πετσέτα. Φλυαρήσαμε για αρκετή
ώρα για πράγματα που δε γνώριζα. Αυτοσχεδίαζα απαντώντας μονολεκτικά ή με υπεκφυγές. Τη ρώτησα ποια είναι η αγαπημένη της ταινία. Μου είπε αρ-
κετές και συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα καμιά τους. Της είπα για τη Γαλάζια λίμνη, χωρίς να αποκαλύψω ότι από αυτό το έργο διάλεξα τη γήινη μορφή μου. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. Δεν είχε ιδέα. Της είπα και γι’ άλλες ταινίες που έχω δει κι εκείνη είπε απλώς: "Παλιατζούρες. Ούτε ο πατέρας μου δεν τα βλέπει αυτά". Συνέχισε να μιλάει κουνώντας διαρκώς τα χέρια της – "Να τι κάνουν οι γήινοι με τα μακριά χέρια τους" σκέφτηκα. Στο βάθος ο ήλιος έπεφτε πίσω από το βουνό βάφοντας στα κόκκινα την αλμυρή θάλασσα. Ήταν το πρώτο μου ηλιοβασίλεμα στη Γη. Αν μη τι άλλο, ήταν πιο εντυπωσιακό απ’ όσα είχα δει στις ταινίες. Της το είπα και γέλασε πιο τρανταχτά. Όσο πιο προσεκτικά την παρατηρούσα, τόσο συνειδητοποιούσα ότι τελικά δεν είναι και τόσο παράλογο να νιώσω έλξη για ένα τριχωτό πλάσμα που γεννήθηκε σε άλλον πλανήτη. Λες και ξαναδιάβασε τη σκέψη μου, χτένισε τα καστανόξανθα μαλλιά της προς τα πίσω και με ρώτησε τι σκέφτομαι.
Ήθελα να της πω ακριβώς αυτό που σκεφτόμουν, αλλά διάλεξα μια ατάκα από την ταινία που έβλεπα λίγο πριν την προσγείωση: "Σκέφτομαι ότι είσαι τόσο όμορφη, που, όταν δε σε κοιτάω, χάνω το χρόνο μου". Μειδίασε, αλλά δεν απάντησε. Συνέχισε να χτενίζει τα μαλλιά της με τα δάχτυλα. Μετά από αρκετή σιωπή με κοίταξε και είπε ψιθυριστά: "Κι εσύ μου αρέσεις". Ήρθε πιο κοντά μου, τόσο που οι μηροί μας ακούμπησαν μεταξύ τους. Η αίσθηση του ζεστού ξένου δέρματος πάνω στο δικό μου ήταν πρωτόγνωρη. "Ξέρεις γιατί μ’ αρέσεις;" ρώτησε κοιτώντας με κατάματα. Ιδέα δεν είχα. "Γιατί είσαι εντελώς διαφορετικός απ’ όλους τους άλλους" είπε και έγειρε το κεφάλι της προς το δικό μου. Έμεινα εκεί ακίνητος χωρίς να έχω ιδέα τι πρέπει να κάνω. Δε χρειάστηκε. Με πλησίασε κι άλλο, τόσο που ένιωσα την ανάσα της να ταρακουνάει το χνούδι πάνω από το χείλος μου. Έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε τα χείλη της στα δικά μου. Κι αυτή η αίσθηση ήταν πρωτόγνωρη. Όπως και το ρίγος που διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη. Με την άκρη του ματιού μου είδα τα αδέρφια μου να παρακολουθούν άναυδα τη σκηνή. Μετά έκλεισα κι εγώ τα μάτια και συνέχισα να πιέζω τα χείλη μου στα δικά της. Όπως και το πρώτο μου ηλιοβασίλεμα, έτσι και το πρώτο μου φιλί αποδείχτηκε πιο εντυπωσιακό απ’ όσα είχα δει στις ταινίες. Δεν ξέρω αν αρκούν για να απαλύνουν το νόστο. Αυτό που ξέρω είναι ότι αδημονώ ήδη για τα επόμενα ηλιοβασιλέματα και τα επόμενα φιλιά.
Της το είπα. Γέλασε και πίεσε ξανά τα χείλη της στα δικά μου, χωρίς καν να χρειαστεί να περιμένουμε το επόμενο ηλιοβασίλεμα. Άνοιξε τα χέρια της και τα τύλιξε γύρω από τους ώμους μου. Τη μιμήθηκα. "Να και κάτι ακόμη που μπορείς να κάνεις με τα μακριά σου χέρια" σκέφτηκα και έκλεισα ξανά τα μάτια.
Ο Γιάννης Γορανίτης είναι δημοσιογράφος, αγαπημένος συνεργάτης της
Madame Figaro και συγγραφέας. Το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημά-
των 24 (εκδ. Πατάκη), κέρδισε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου στην Πεζογραφία (2018) του Αναγνώστη και ήταν στη βραχεία λίστα για το Βραβείο "Μένης Κουμανταρέας" (2018) της Εταιρείας Συγγραφέων. Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους και έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά έντυπα, ιστοσελίδες, εφημερίδες και περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας (Το Βήμα, Τα Νέα, Η Καθημερινή, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Playboy, Esquire, Downtown κ.ά.).

Belladonna
Δήμητρα Λουκά
Πολλοί πιστεύουν ότι ο φυσιοδίφης Διοσκουρίδης ήταν εκείνος που έδωσε στην Άτροπο, τη γνωστή σήμερα και ως Belladonna, το όνομά της. Ίσως γιατί ήταν μανούλα στο να δίνει στα ασυνήθιστα φυτά που ανακάλυπτε τα πιο ταιριαστά ονόματα. Πράγματι, οι καρποί του θανάσιμου αυτού στρύχνου είναι τόσο τοξικοί, που η απερίσκεπτη κατανάλωσή τους μπορεί να σε ρίξει στα χέρια της Ατρόπου Μοίρας. Τότε εκείνη με μία μόνο ψαλιδιά σού δείχνει το αναπότρεπτο τέλος σου. Για τη μεταγενέστερη ωστόσο ονομασία, την Belladonna, άκουσα μια απίστευτη ιστορία από έναν Άγγλο συμφοιτητή μου, με τον οποίο είχαμε συνδεθεί στενά την εποχή που σπούδαζα φαρμακολογία στο Κεντ. Σύμφωνα με αυτήν, η Belladonna οφείλει την ονομασία της στον Άγγλο Ίαν Χόμπιχορς και την εμμονή του να γράψει φανταστικά διηγήματα.
Ο Χόμπιχορς υπήρξε άριστος μαθητής της Εκκλησιαστικής Σχολής του Κάντερμπερι και λάτρης της λατινικής γλώσσας και της αστρονομίας. Η καθημερινή μελέτη του σύμπαντος όμως δεν κατόρθωσε να τιθασεύσει ούτε στο ελάχιστο το ονειροπόλο πνεύμα του. Αντιθέτως, όσο καταπιανόταν με αυτήν, τόσο δυνάμωνε μέσα του η αρχική του εντύπωση, ότι όλα οφείλονται σε μυστηριακές κοσμικές δυνάμεις, που οι ιδιότητές τους ουδέποτε θα αποκαλυφθούν στον άνθρωπο. Όταν ένιωσε ότι έφτασε σε πραγματικό αδιέξοδο, εγκατέλειψε την αστρονομία και στράφηκε στη λογοτεχνία. Αν και από παιδί είχε τη φήμη του δεινού παραμυθά και οι συμμαθητές του τον άκουγαν με γουρλωμένα μάτια να τους αφηγείται τις απίθανες ιστορίες του, ουδέποτε κατόρθωσε να γράψει κάποια της προκοπής. Μέχρι τη στιγμή που παντρεύτηκε και αποφάσισε να κάνει μια ημερήσια εκδρομή με την αγαπημένη του Λορίν στο δάσος του Μπλιν Γουντς.
"Λορίν, αύριο λέω να πάμε με τα άλογα ως το Μπλιν Γουντς" της είπε ένα βράδυ του Μάη καθώς εκείνη μάζευε τα πιάτα από το τραπέζι. "Θα φύγουμε αξημέρωτα". Νωρίς το άλλο πρωί ετοίμασαν τα άλογα. Σε όλη τη διαδρομή κάλπαζαν σαν να έτρεχαν σε κούρσα και τα δόντια τους κροτάλιζαν στο τρέμουλο της αυγής. Όταν έφτασαν εκεί που άρχιζε το δάσος με τις οξιές, σταμάτησαν. Ξεπέζεψαν, έδεσαν τα άλογα και μπήκαν πιασμένοι από το χέρι μέσα σε ένα μονοπάτι με ψηλά χόρτα.
"Εδώ παρακάτω έχει ένα ύψωμα απ’ όπου μπορείς να αγναντέψεις όλη την ανατολική πλευρά" της είπε. "Όταν ήμουνα παιδί, περνούσα ευτυχισμένες μέρες στην κορυφή του. Κοιτούσα πέρα και ονειρευόμουνα παράδοξες μορφές και οράματα που στοίχειωναν το νου μου. Την άλλη μέρα, λίγο
πριν τελειώσει το μάθημα των λατινικών, ο αρχιεπίσκοπος μου έδινε την άδεια, πάντα με την ίδια θεατρική επισημότητα, να τα εξιστορήσω. Ήτανε πεπεισμένος ότι μια μέρα θα γίνω συγγραφέας".
Αυτή η αισιόδοξη πρόβλεψη του επισκόπου τον κυνηγούσε από παιδί. Αν αποδώσουμε ωστόσο την ακλόνητη πεποίθηση του δασκάλου στην ευγλωττία του ονειροπαρμένου αγοριού, αυτή σίγουρα δεν μπορούσε να εγγυηθεί τη συγγραφική ικανότητα του ώριμου άνδρα. Και αυτό ο Χόμπιχορς το ήξερε καλά. Ήξερε επίσης ότι εδώ και καιρό οι μέρες του κυλούσαν
απελπιστικά ίδιες. Και ότι, εάν ο κόσμος δεν ερχόταν κάποια στιγμή τα πάνω κάτω, θα καταδικαζόταν για πάντα στη μέτρια προσπάθεια. "Χρειάζομαι κάτι που να ταράξει τα νερά" ψέλλισε. "Να μου δείξει έστω για μια στιγμή ότι
αυτό το δάσος είναι χέρσα γη, ότι στο ποτάμι του κολυμπούν πουλιά και ότι ο άνεμος μετακίνησε τα άλογά μας σε άλλη θέση. Αν γίνει αυτό, τότε μπορεί να κάνω μια καλή αρχή". Αποσιωπώντας την έκπληξή της για τα όσα ανήκουστα ειπώθηκαν, η Λορίν ένευσε συγκαταβατικά και προχώρησε προς το ύψωμα. Όταν έφτασε στην κορυφή του, κάθισε καταγής απλώνοντας προσεκτικά το φόρεμά της και ο Χόμπιχορς ήρθε να σταθεί δίπλα της. Για λίγο δε μίλησε κανείς. Μετά εκείνος άρχισε να της δείχνει τα φυτά. Ξεκίνησε με τη φιλύρα και τη φτελιά και προσπάθησε να της μάθει με τη στωική υπομονή του δασκάλου τις λατινικές τους ονομασίες. "Μη μου πεις ότι ξέρεις πώς λέγεται και η φτέρη στα λατινικά" τον ρώτησε κάποια στιγμή εκείνη δείχνοντας τις πυκνές φτέρες που φύτρωναν παντού. Ο Χόμπιχορς σηκώθηκε και υποκλίθηκε με επιτηδευμένη σοβαρότητα: "Να σας συστήσω την pteridium aquilinum αυτοπροσώπως!". Προτού το πάρει χαμπάρι, η Λορίν πετάχτηκε όρθια και ρίχτηκε στον κατήφορο γελώντας. Την έφτασε στα ριζά του υψώματος. Την άρπαξε από τη μέση και στάθηκαν για λίγα λεπτά όρθιοι μέχρι να ξαναβρούν την αναπνοή τους. Τότε το βλέμμα της Λορίν έπεσε πάνω σε κάτι θάμνους γεμάτους μαύρα μούρα. Πλησίασε, έκοψε ένα και το ζούληξε για να δει αν είχε ωριμάσει. Ο χυμός του πετάχτηκε στα μάτια της. Τα έτριψε δυνατά με την ανάστροφη της παλάμης. Όταν τα άνοιξε, ο Χόμπιχορς διαπίστωσε με έκπληξη πως οι κόρες των ματιών της είχαν γίνει διπλάσιες. Είδε μέσα τους όλο το δάσος, από το ποτάμι που απλωνόταν βορειοανατολικά μέχρι το δρόμο στα νότια, εκεί που τέλειωναν οι οξιές. Απόστρεψε το βλέμμα του και έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω. Όταν την ξανακοίταξε, είδε κάτι που ξεπερνούσε σε παραδοξότητα ακόμη και το προηγούμενο: οι οξιές του Μπλιν Γουντς ήταν ένα πλήθος στρατιωτών που στέκονταν προσοχή μέσα στη ζοφερή ησυχία, οι φτέρες που φύτρωναν ανάμεσά τους χέρια που εκλιπαρούσαν για βοήθεια και η γραμμή του υψώματος πάνω από τα κεφάλια τους στρατιωτικό παρατηρητήριο. Όλα ήθελαν να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν. Πολλοί στη θέση του θα φοβούνταν ότι έχασαν τα λογικά τους. Ο Χόμπιχορς όμως σκέφτηκε πως αυτό ήταν ένα θαύμα που όφειλε να του υποκλιθεί.
Επιστρέφοντας εκείνο το βράδυ από την εκδρομή, ο Ίαν Χόμπιχορς έγραψε για πρώτη φορά στη ζωή του ένα φανταστικό διήγημα με υψηλές λογοτεχνικές αξιώσεις. Σκανδαλισμένος από αυτή του την επιτυχία, συνέχισε να γράφει πυρετωδώς. Μέσα σε ένα μήνα είχε ολοκληρώσει τις Ιστορίες των μεταμορφώσεων. Όταν έβαλε την τελευταία τελεία, κοίταξε με λατρεία τη Λορίν και αναφώνησε: "Belladonna μου, σε ευχαριστώ!". Ο θρύλος λέει ότι όσοι τον άκουσαν να διαβάζει τις φανταστικές αυτές ιστορίες εμφάνισαν σωματικά συμπτώματα, όπως ρίγη στη ραχοκοκαλιά και πολυήμερη αϋπνία, και ότι, αν είχαν διασωθεί, ίσως να τις ζήλευε και ο ίδιος ο Μπόρχες. Ο Ίαν Χόμπιχορς ωστόσο δεν κατόρθωσε να μείνει στην ιστορία ως διηγηματογράφος. Το χειρόγραφό του χάθηκε. Ίσως από την υπερβολική βεβαιότητά του ότι ο πρώτος εκδότης στον οποίο θα το εμπιστευόταν θα έδειχνε πρωτοφανή ενθουσιασμό και σοβαρό ενδιαφέρον για την τύχη του. Για τους κατοίκους όμως της επαρχίας του Κεντ που γνωρίζουν αυτή την ιστορία ο Χόμπιχορς έχει περάσει στη σφαίρα του μύθου. Και όπως όλοι οι μυθικοί ήρωες, έχει έναν προορισμό: να μεταφέρει το απόσταγμα της ιστορίας του, σύμφωνα με το οποίο την ομορφιά μπορεί κανείς να τη συναντήσει παντού, ακόμη και εκεί που φυτρώνουν οι καρποί του θανάτου.
Η Δήμητρα Λουκά γεννήθηκε στην Πρέβεζα. Είναι φιλόλογος και διδάσκει
λογοτεχνία στο πρόγραμμα του International Baccalaureate. Διηγήματά
της έχουν δημοσιευτεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά Ο αναγνώστης, Bookpress,
Φρέαρ, Fractal, Διάστιχο και στο Διάσελο. Συμμετείχε στη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Το μυστικό (επιμ. Αμάντα Μιχαλοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2018). Από τις εκδόσεις Κίχλη κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων της Κόμπο τον κόμπο (Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου
στην Πεζογραφία 2019, Ο αναγνώστης).
Ρωγμή
Βαγγέλης Γιαννίσης
Ξεκίνησε σαν αστείο. Ένα κύμα θετικής ενέργειας και αισιοδοξίας πλημμύρισε τα σόσιαλ μίντια και απλώθηκε αργά, μα σταθερά στην ίδια την
κοινωνία. Κανείς δεν ξέρει από ποιον ή πότε ακριβώς ξεκίνησε· θα μπορούσε κάλλιστα να οφείλεται σε κάποιο από τα εκατοντάδες προκάτ βιβλία αυτοβοήθειας και αυτοβελτίωσης που κυκλοφορούν κάθε χρονιά, από κάποια ομάδα στο Facebook, ακόμη και από εκείνους τους ανεκδιήγητους πίνακες LIVE LOVE LAUGH, που πλέον βρίσκονται σε κάθε σπίτι. Έχει σημασία; Μάλλον όχι. Πλέον έχει εντυπωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Η πορεία της ιστορίας δεν είναι γραμμική, μοιάζει περισσότερο με ένα ηχογράφημα, με αιχμηρές κορυφές και επίπεδες κοιλάδες, οι οποίες αλλάζουν καθημερινά τη σύσταση και τη μορφή του κόσμου. Αυτό που κάποτε ήταν απλό, σήμερα είναι σύνθετο – και οι σύνθετες καταστάσεις δημιουργούν πολύπλοκα προβλήματα, σύγχυση, αναταραχή. Το παλιό, γνώριμο και απλούστερο συγκρούεται με το νέο, ανοίκειο και πολύπλοκο. Ένα από τα υποπροϊόντα αυτής της αντίδρασης είναι η απαισιοδοξία, η οποία πηγάζει από τη δυσφορία σχετικά με την πορεία του κόσμου. Η απαισιοδοξία, με τη σειρά της, φέρνει αντιδράσεις και κοινωνική αστάθεια.
Οι κυβερνήσεις ανά τον πλανήτη διαπίστωσαν πως βρίσκονταν μπροστά σε έναν πραγματικό θησαυρό, ο οποίος ήταν η απάντηση στα προβλήματά τους. Αν μπορούσαν να μετατρέψουν σε όπλο τους την αισιοδοξία, τότε θα εξέλειπε κάθε μορφής διαμαρτυρία. Έτσι, άρχισε σιγά σιγά να καλλιεργείται αυτό που σήμερα θεωρείται πια το status quo. Καλημέρα με χαμόγελο. Κάθε μέρα που δεν αγάπησες είναι μία χαμένη μέρα. Δεν είναι έλλειψη χρόνου, είναι τεμπελιά.Η καραντίνα δεν είναι κατάρα, είναι ευκαιρία.
Φυσικά, δεν ήπιαν όλοι αμέσως από το νέκταρ της αισιοδοξίας. Οι αλγόριθμοι των μέσων εντόπισαν τους αντιρρησίες και προσπάθησαν να τους προσηλυτίσουν βομβαρδίζοντάς τους με ανάλογο περιεχόμενο. Όσοι
συνέχισαν να αντιστέκονται σταδιακά εξαφανίστηκαν· η παρουσία τους στο συλλογικό διάλογο δεν ήταν πια απαραίτητη. Εξακολουθούσαν να υπάρχουν, ωστόσο επέλεγαν να κρυφτούν. Στο δρόμο χαμογελούσαν όπως όλοι οι υπόλοιποι. Μιλούσαν με την ίδια θέρμη για το πόσο υπέροχη είναι η ζωή τους και πόσο λαμπρό διαφαίνεται το μέλλον. Κάποιοι συνήθισαν. Αρκετοί
το πίστεψαν. Η απαισιοδοξία απαγορεύτηκε όχι διά νόμου, αλλά διά παραδείγματος. Ας υποθέσουμε ότι πέντε μαϊμούδες βρίσκονται σε ένα
κλουβί και από πάνω τους κρέμεται ένα τσαμπί με μπανάνες το οποίο είναι προσβάσιμο με μια σκάλα. Κάποια στιγμή η πείνα θα αναγκάσει κάποιο από τα ζωντανά να ανέβει τη σκάλα και να φάει τις μπανάνες. Τότε ένα αόρατο χέρι ρίχνει νερό όχι μόνο στην "άτακτη" μαϊμού, αλλά και σε όλες τις υπόλοιπες, οι οποίες αργά ή γρήγορα μαθαίνουν ότι, όποτε κάποιος σύντροφός τους προσπαθεί να παραβεί τους άγραφους κανόνες, τότε
τιμωρούνται όλοι. Ο πόνος είναι ένα από τα ισχυρότερα ερεθίσματα των ζωντανών πλασμάτων και, προκειμένου να τον αποφύγουν, είναι διατεθειμένα να κάνουν τα πάντα. Ακόμη και να στραφούν εναντίον ενός από
την ομάδα τους. Έτσι, για να αποτρέψουν τον πόνο, αν κάποια άτακτη μαϊμού προσπαθήσει να ανέβει τη σκάλα, οι υπόλοιπες την κατεβάζουν βίαια και την ξυλοκοπούν. Η μαθημένη συμπεριφορά συνεχίζεται ακόμη κι όταν το χέρι που τις ψεκάζει έχει εξαφανιστεί εδώ και καιρό, ακόμη και όταν όλα τα ζώα στο κλουβί έχουν αντικατασταθεί με νεότερα, τα οποία ποτέ τους δεν ψεκάστηκαν. Τελευταία φορά που ένιωσα απαισιόδοξος ήταν, αν θυμάμαι καλά, όταν ήμουν τεσσάρων, όταν ακόμη τα συναισθήματά μου ήταν αφιλτράριστα.
Έχω ξεχάσει τις λεπτομέρειες του περιστατικού και το μόνο που έχει απομείνει στη μνήμη μου, σαν ηχώ, είναι η αντίδραση της μητέρας μου. Φαντάζομαι υπάρχουν γενιές ολόκληρες παιδιών που έμαθαν από τις αντιδράσεις των γύρω μας, όπως εγώ, όπως και οι μαϊμούδες στο πείραμα, ότι είναι πιο εύκολο και προτιμότερο να μην είμαστε οι "άτακτοι" που προσπαθούν να ανέβουν τη σκάλα. Ο μανιώδης εναγκαλισμός των ανθρώπων με την αισιοδοξία κάλυψε με τα απόνερά του και την τέχνη. Έργα με την παραμικρή υπόνοια απαισιοδοξίας πέρασαν στο περιθώριο.
Συγγραφείς, ποιητές, σκηνοθέτες, ηθοποιοί ξεχάστηκαν και οι επίγονοί τους, προκειμένου να μην έχουν την ίδια μοίρα, συμβιβάστηκαν με τη νέα τάση.
Ένα νέο είδος σοσιαλιστικού ρεαλισμού εμφανίστηκε, μόνο που αυτή τη φορά ο στόχος δεν ήταν η εξύψωση του πολίτη στο σοσιαλιστικό ιδεώδες, αλλά ο εναρμονισμός του με τη νέα, αισιόδοξη πραγματικότητα. Στον αριστερό τοίχο της εισόδου στην πολυκατοικία μου απλώνεται μια ρωγμή. Ξεκινάει από τη γωνία όπου ο τοίχος συναντάει το ταβάνι και χάνεται κάπου στα μισά του. Ζω στο συγκεκριμένο κτίριο πάνω από δέκα χρόνια, ωστόσο μέχρι την περασμένη εβδομάδα δεν την είχα παρατηρήσει. Περνούσα από δίπλα της δίχως να της δώσω καμία σημασία. Η συνήθεια την είχε κάνει ένα με το χώρο. Η παρουσία της ήταν τόσο φυσική, που την καθιστούσε αόρατη σαν καμουφλάζ. Άρχισα να αναρωτιέμαι: "Πόσο καιρό να υπάρχει άραγε; Να ήταν πρόσφατη ή μήπως προϋπήρχε της παρουσίας μου στην πολυκατοικία; Να την έχουν δει και άλλοι ή μήπως είμαι ο μόνος που της έδωσε προσοχή;". Σύντομα κατάλαβα πως αυτό δεν είχε καμία σημασία, γιατί από τότε που την είδα δεν μπορώ να επιστρέψω στην πρότερη κατάσταση. Δεν μπορώ να την αγνοώ ως φυσικό κομμάτι του χώρου. Με ενοχλεί, μου τριβελίζει το μυαλό. Σαν μικρή ρωγμή, τρύπωσε στο νου μου η συνειδητοποίηση πως αυτό που κάποτε καλωσορίστηκε ως νέος μεσσίας που θα άλλαζε τις ζωές μας προς το καλύτερο και θα μας έκανε περισσότερο ευτυχισμένους ήταν στην πραγματικότητα ένα βαρίδι το οποίο μας καταπίεζε.
Αν η απαισιοδοξία μάς οδηγούσε στην απελπισία, η αισιοδοξία ήταν αυτό που σίγουρα μας οδηγούσε στην εξαφάνιση – με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη. Εκείνο το βράδυ έμεινα ξύπνιος κοιτάζοντας το σκοτεινό μου ταβάνι, προσπαθώντας να εντοπίσω κι άλλες ρωγμές στην πραγματικότητα. Δάκρυα μούσκεψαν το μαξιλάρι μου καθώς έκλαιγα σιωπηλά θρηνώντας για
τη δηλητηριασμένη καρδιά του κόσμου. Για πρώτη φορά ένιωθα συνειδητά απαισιόδοξος αδυνατώντας να το αγνοήσω. Κι όμως, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι κατάφερα να εντοπίσω μια χαραμάδα φωτός. Αν αυτό που συνέβαινε σ’ εμένα συνέβαινε και σε άλλους –κάτι για το οποίο ήμουν βέβαιος–, τότε η ελπίδα δεν είχε χαθεί. Κάπου μέσα στο κουφάρι μας υπήρχε κάτι αληθινό και ζωντανό, το οποίο κάποια στιγμή ίσως κατόρθωνε να σπάσει το σκληρό περίβλημα και να βγει προς τα έξω. Έκλεισα τα μάτια και χαμογέλασα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωθα πραγματικά αισιόδοξος.
Ο Βαγγέλης Γιαννίσης μπήκε το 2014 στις βιβλιοθήκες των Ελλήνων αναγνωστών με το πρώτο του μυθιστόρημα Το μίσος, με πρωταγωνιστή
τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη. Ακολούθησαν άλλα πέντε βιβλία (Το κάστρο, Ο χορός των νεκρών, Η σκιά, Η γυναίκα του Ίσνταλ, Αμαρόκ),
όλα από τις εκδόσεις Διόπτρα, το πιο πρόσφατο εκ των οποίων, το Αμαρόκ,
κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 2020. Πέρα από τη συγγραφή, ασχολείται επαγγελματικά με μεταφράσεις βιβλίων και διατηρεί εβδομαδιαία στήλη με θέμα αληθινά εγκλήματα.

Ποτέ δεν τελειώνει η εποχή των θεών
Κωνσταντία Σωτηρίου
Το πρώτο που ακούω όταν ξυπνήσω είναι ο ήχος από τα φύλλα του δέντρου που αναταράζουν. Είναι ένας ανεπαίσθητος ήχος, σαν σφύριγμα, ο ήχος του θέρους, από τον πρωινό αέρα που αναδεύει τα φύλλα του δέντρου. Ύστερα έρχεται η μυρωδιά, κάτι σαν πικράδα που χτυπιέται με κάτι αψύ, και ξέρω πως είναι οι γυναίκες που μαζεύουν στις ποδιές τους τα φρέσκα φύλλα της δάφνης. Αν η μυρωδιά είναι πολύ αψιά, σημαίνει πως είναι απρόσεκτες και τραυματίζουν τα φύλλα. Αν κοντά μου φτάσει μόνο η πικράδα, χαμογελώ με ικανοποίηση επειδή σκέφτομαι πως ακολουθούν όσα τους είπα.
Πρέπει να μάθουν, να ξέρουν και να θυμούνται όσα πρέπει να γίνουν. Δε θα είμαι εδώ για πάντα να τις καθοδηγώ. Όταν τους το λέω αυτό με φωνή θυμωμένη, καθώς τις ακούω και καταλαβαίνω πως δεν έχουν κάνει αυτά που τους έχω πει, αυτές φοβούνται και αναταράζουν σαν ένα κοπάδι από κότες. "Ξέρεις πότε, μάντη", με ρωτούν, "είναι αλήθεια πως ξέρεις πότε θα πεθάνεις;". Φυσικά και ξέρω πότε θα πεθάνω. Θα είναι μια μέρα σαν αυτό το πρωί, θα ακούσω τα φύλλα του δέντρου να θροΐζουν, θα μυρίσω την αψιά μυρωδιά από τις δάφνες με τη στεγνή πνοή του ανέμου και θα γυρίσω να πάρω το φλασκί που έχω πάντα δεμένο στη μέση μου και θα πιω. Θα πιω καλά, μέχρι την τελευταία σταγόνα, και θα περιμένω να με πάρει μαζί του αυτός που ποτέ δεν τον ξεγέλασε κανείς. Και θα χαμογελάσω. Φυσικά και ξέρω πότε θα πεθάνω. Αλλά αυτή η μέρα δε θα είναι σήμερα, δεν είναι αυτό το πρωί και καθώς περιμένω την ιέρεια που έρχεται να με βοηθήσει να σταθώ στα πόδια μου και να φάω, αναλογίζομαι με λαχτάρα τις δουλειές που περιμένουν και πάλι αυτή τη μέρα, τους πιστούς που έρχονται με δώρα και ικεσίες, τους ανθρώπους που συνωστίζονται στα σκαλιά του ναού και μου ζητούν να μεσολαβήσω.
"Πες μας, μάντη, ρώτησε εσύ που μπορείς τον μεγάλο Απόλλωνα". "Ξέρεις", με ρωτούν, "είναι αλήθεια πως ξέρεις να μας πεις την αλήθεια;". Φυσικά και δεν ξέρω να τους πω την αλήθεια. Αλλά ξέρω να τους πω την αλήθεια που γυρεύουν οι ίδιοι να γευτούν. Για το γιο που θα αποκτήσουν, για τη μάνα τους που θα ζήσει, για το χρυσάφι που θα κερδίσουν. Δεν ξέρω να τους πω την αλήθεια, αλλά ξέρω να τους πω αυτό που θέλουν να ακούσουν. Και αυτοί το ξέρουν – και γι’ αυτό είναι εδώ. Για να τους μαντέψω ελπίδες,
όχι αλήθειες, για να τους δώσω κάτι να πιστέψουν για να μπορέσουν να κρατηθούν. Είμαι καλός σε αυτό. Γι’ αυτό και η φήμη μου είναι στ’ αλήθεια τόσο μεγάλη. Άλλωστε γνωρίζω πολλά και η γνώση είναι πιο σημαντική από κάθε χρησμό. Τις μέρες σκορπώ τις ιέρειές μου στην πόλη, τις αφήνω σαν σκιές να περιπλανώνται στις αγορές και στα σπίτια, στις συναθροίσεις των γυναικών, στις βρύσες και στα λουτρά τους. Κανένας δε γνωρίζει περισσότερα από τις γυναίκες, κανένας δεν ξέρει περισσότερα από τη σκοτεινή ψυχή του ανθρώπου από αυτές. Έτσι μαθαίνω και βάζω στα αμπάρια μου κάμποση γνώση για τη στιγμή που θα μου χρειαστεί. Αποθηκεύω τα νέα που μου φέρνουν οι ιέρειες σε μικρά κουτάκια στο μυαλό μου, βάζω σε τάξη τους μικρούς ψιθύρους και τις φήμες και, σαν έρθει η ώρα, τα ανασύρω. Μια ικεσία, ένα παράπονο, μια επιθυμία. Έτσι γνωρίζω πώς να μερώσω τους ανθρώπους και να τους ησυχάσω. Ο Απόλλωνας δεν έχει να κάνει τίποτε με αυτό. Ο Απόλλωνας δεν ξέρει όσα γνωρίζω. "Ξέρεις", με ρωτούν, "στ’ αλήθεια, μάντη, ξέρεις στ’ αλήθεια όσα ξέρει και ο θεός; Πες μας αυτά που γνωρίζεις, αν ξέρεις όσα ξέρει και ο θεός. Πες μας εσύ που είπες το μεγάλο χρησμό στον δυστυχισμένο Οιδίποδα".
Κανένα χρησμό δεν είπα στον δυστυχισμένο Οιδίποδα. Δεν του είπα μόνο την αλήθεια που ήθελε αυτός να ακούσει. Χρόνια πριν μου είχε φέρει την είδηση η γριά παραμάνα, πως η γυναίκα του βοσκού που βρήκε το γιο του Λάιου δεμένο από τα πόδια σαν γουρούνι, είχε προσπέσει στα γόνατα του άνδρα της μην τον σκοτώσει. Αυτός το πήρε το παιδί στην άτεκνη βασίλισσα της Κορίνθου να το μεγαλώσει. Έτσι το γνώριζα πως ζούσε ο γιος του Λάιου. Και σαν μπήκε αυτός θριαμβευτής στην πόλη, αφού σκότωσε δήθεν το θεριό, μονάχα η μάνα του από όλους, λένε, δεν είδε στην όψη του το γιο του Λάιου. Το γιο της. Και σαν έπεσε το θανατικό στην πόλη, σαν πέφτουν όλα τα θανατικά στις πόλεις, όταν βρέχει πολύ και γεμίζει με λάσπες το έλος, εκείνος πρώτος έψαχνε σημάδια στους θεούς μην τον φθονούνε. Και σαν γύριζε και φώναζε μέσα στους δρόμους εμένα από όλους τους ανθρώπους να του πω την αλήθεια, τα ψέματά μου μόνο ζητούσε και όχι να του πω πως έφταιγε αυτός για την κατάρα που δήθεν έπληξε την πόλη.
"Πες μου, μάντη", με ρώτησε, "πες μου αν ξέρεις την αλήθεια. Είναι αλήθεια πως φθονούν τη ζωή μου οι θεοί, την όμορφη γυναίκα, το βασίλειό μου και τα τέσσερα παιδιά μου; Πες μου, μάντη, πες την αλήθεια του θεού σου, ποιοι είναι οι εχθροί μου, ρώτα το θεό σου να σου πει". "Εχθρός των δικών σου είσαι εσύ, της μάνας, του πατέρα σου, των αδελφών σου. Αυτών που είναι στον Άδη, αυτών που είναι στον πάνω κόσμο, η κατάρα θα σε χτυπήσει από όλες τις πλευρές, λιμάνι και βουνό δε θα μείνει να μην αντηχήσει τους θρήνους και τα κλάματά σου, άνθρωπος να μη σε λυπηθεί δε θα μείνει, φτωχός τυφλός θα τριγυρνάς με ένα μπαστούνι στον κόσμο όταν καταλάβεις τι πήγες και έκανες. Θνητός δεν υπάρχει που η ζωή θα τον συνθλίψει πιο άγρια από σένα". Έτσι του είπα. Και πάτησα το δικό μου ραβδί και έφυγα. Είκοσι χρόνια πριν, θριαμβευτής σαν είχε μπει στην πόλη ο Οιδίποδας, είχε φωνάξει πως το έλυσε το αίνιγμα της σφίγγας, που δεν
είχε μπορέσει να το λύσει καν ο μέγας μάντης. Εγώ! "Ποιος περπατά στα τέσσερα, στα δύο και στα τρία στο τέλος της ζωής του;" έλεγαν οι γυναίκες στο παζάρι, στα λουτρά, στην αγορά και γελούσαν με αινίγματα και γρίφους που μάθαιναν από μάνα σε κόρη. "Ο άνθρωπος". Μόνο αυτός. "Πες μας, μάντη, πες μας αλήθεια, είναι ο άνθρωπος ή ο θεός; Έχει τελειώσει η εποχή των θεών;".
Ποτέ δε θα τελειώσει η εποχή των θεών. Τη νύχτα πριν κλείσω τα μάτια μου φέρνω στη μνήμη μου τους ήχους και τις μυρωδιές της ημέρας. Από την πόρτα του ναού φτάνει στη μύτη μου το αγιόκλημα, μια γλυκερή μυρωδιά που σου λιγώνει τα ρουθούνια. Ακούω τους γρύλους να τρίζουν, τις μικρές κουκουβάγιες να κράζουν και τα μικρά ζώα της νύχτας να γρυλίζουν. Το τελευταίο πράγμα που ακούω είναι τα πόδια της μικρής ιέρειας που παίρνει το ραβδί μου μέσα από τα χέρια και με βοηθά να ξαπλώσω. Ποτέ δε θα τελειώσει η εποχή των θεών. Ποτέ δεν τελειώνει ο κόσμος το θέρος. Ποτέ δεν τελειώνει ο κόσμος όσο μπορείς να μυρίσεις το αγιόκλημα και τα γιασεμιά. "Ξέρεις, μάντη, ξέρεις στ’ αλήθεια την αλήθεια;" με ρωτά παιχνιδιάρικα η μικρή ιέρεια καθώς ξαπλώνει στο κρεβάτι μαζί μου. "Ξέρω" της λέω και χαμογελώ, "ξέρω την αλήθεια. Αλλά δε θα την πω ποτέ. Πουθενά".
Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε το 1975 στη Λευκωσία. Η πρώτη της νουβέλα Η Αϊσέ πάει διακοπές (εκδ. Πατάκη, 2015) τιμήθηκε με το The Athens Prize for Literature 2016 και ήταν στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Ελλάδας και Κύπρου. Η δεύτερη νουβέλα της Φωνές από χώμα (εκδ. Πατάκη, 2017) συμπεριλήφθηκε επίσης στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Ελλάδας και Κύπρου. Το τρίτο βιβλίο της, με τίτλο Πικρία χώρα (εκδ. Πατάκη, 2019), ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας. Έχει γράψει θεατρικά έργα για ανεξάρτητες σκηνές στην Κύπρο καθώς και για το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου. Το διήγημά της Έθιμα θανάτου κέρδισε το Βραβείο Διηγήματος της Κοινοπολιτείας 2019.
Ψάρια
Βίκυ Τσελεπίδου
Το παιδί κάθε πρωί παίρνει το καλάμι του και κατεβαίνει στο λιμάνι να ψαρέψει. Έχει μια μεγάλη μπλε λεκάνη, τη γεμίζει θαλασσινό νερό, μέσα
εκεί ρίχνει τα ψάρια που πιάνει, τα ψάρια συνεχίζουν το κολύμπι τους, πολύ πολύ προσεκτικά τα ξαγκιστρώνει. Παίρνει μαζί του κολατσιό και μένει στην ίδια θέση στην άκρη της προβλήτας, πότε όρθιο, πότε καθιστό με τα πόδια στο νερό, μέχρι το βαθύ σούρουπο. Όταν σηκώνεται να φύγει, δυσκολεύεται να κουβαλήσει τη λεκάνη ως το σπίτι του, τα χέρια του είναι μικρά για να την κλείσουν στην αγκαλιά του και το βάρος της τον τραβάει προς τα πίσω. Νερό και ψάρια παλαντζάρουν στη λεκάνη, συχνά ξεχειλίζουν στο τσιμέντο της
προκυμαίας ή στο πέτρινο καλντερίμι που οδηγεί στο σπίτι του. Τότε το παιδί αφήνει με προσοχή τη λεκάνη κάτω, μαζεύει με τις χούφτες του νερό και ψάρια, όσο μπορεί νερό, και τα ξαναρίχνει στη λεκάνη.
Στο δωμάτιό του, σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, στην μπροστά και στην πίσω αυλή, παντού έχει στήσει πολλές γυάλες και βάζα και λεκάνες και κουβάδες και τενεκέδες και τενεκεδάκια, τσίγκινα και πλαστικά, κι εκεί μέσα φυλάει τα ψάρια του, κάθε μέρα τους αλλάζει το νερό κουβαλώντας φρέσκο από τη θάλασσα, τους δίνει να φάνε ψίχουλα και νιφάδες από φύκια. Πριν από λίγες μέρες τυχαία διάβασε στην εφημερίδα: "Τρία νεκρά ζωνοδέλφινα εντοπίστηκαν στο βορειοανατολικό Αιγαίο με εμφανή σημάδια δολοφονίας. Ψαράδες τούς έκοψαν τα πτερύγια με μαχαίρι και στη συνέχεια τα πέταξαν ζωντανά στη θάλασσα για να πνιγούν. Χωρίς τα πτερύγιά τους, τα δελφίνια δεν μπορούσαν να βγουν στην επιφάνεια για ν’ αναπνεύσουν κι έτσι ξεψύχησαν από ασφυξία". Τα μάτια του κόλλησαν στη φωτογραφία των δελφινιών με τα κομμένα πτερύγια για πολλή ώρα. Το παιδί τα βράδια ονειρεύεται το φρικιαστικό θάνατο των δελφινιών. Νιώθει να μην μπορεί να αναπνεύσει, κλαίει γοερά μέσα στον ύπνο του που τους έκοψαν τα πτερύγια.
Η μητέρα του το πλησιάζει τρομαγμένη και το ρωτάει γιατί κλαίει. Το παιδί ξέρει, θυμάται πολύ καλά γιατί κλαίει, αλλά δε θέλει να της πει. Το μόνο που θέλει είναι να σώσει όσο πιο πολλά ψάρια μπορεί. Κάθε μέρα παίρνει το καλάμι του και κατεβαίνει στο λιμάνι. Ο πατέρας του εργάζεται φύλακας στο ενυδρείο της πόλης. Ακίνητο το παιδί, με τις παλάμες του ανοιχτές πάνω στο τζάμι, έχει περάσει άπειρες ώρες παρατηρώντας τα ψάρια στις δεξαμενές τους. Τώρα ξεχωρίζει μερικά από τα ψαράκια του και τα βάζει σε ένα διαφανές σακούλι με νερό, ξέρει ότι οι γυάλες του είναι μικρές και ότι μέσα τους τα ψάρια ασφυκτιούν. Ο πατέρας τού είπε ότι, αν ήθελε, θα μπορούσε να τα μεταφέρει στο ενυδρείο, όπου οι γυάλες είναι μεγάλες και ειδικευμένοι υπάλληλοι αναλαμβάνουν τη φροντίδα τους. Όποτε ήθελε, του είπε, θα μπορούσε βεβαίως να τα επισκέπτεται. Το παιδί συμφώνησε, έτσι κι αλλιώς στο σπίτι τους δε χωρούσαν άλλα ψάρια. Συνέχισε λοιπόν τη δουλειά του, να μαζεύει από τη θάλασσα όσο πιο πολλά ψάρια μπορούσε, να γλίτωνε όσο το δυνατόν περισσότερα από τη διαστροφή παρανοϊκών ψαράδων, μακάρι ούτε ένα να μην έπεφτε στα χέρια τους.
Δεν ξέρει ότι ο πατέρας του, όταν είναι να ξεκινήσει με το αυτοκίνητο για τη δουλειά, προτού ακουμπήσει το σακούλι στη θέση του συνοδηγού δίπλα του, χύνει το νερό στο χώμα. Ούτε ότι ύστερα, όταν φτάσει στο ενυδρείο, το αδειάζει, έτσι όπως είναι, στην κεντρική δεξαμενή με τα καρχαριοειδή.
Το παιδί θέλει όταν μεγαλώσει να γίνει δικαστής. Καθώς πετάει μακριά το καλάμι του, ονειρεύεται να δικάζει αιμοσταγείς ψαράδες που βγάζουν το άχτι τους στα ψάρια. Λυπάται που τα ψάρια δεν έχουν φωνή να φωνάξουν πως πονούν όταν τα ακρωτηριάζουνε. Όλη την ώρα ενώ ψαρεύει κάνει αυτές τις σκέψεις, το παιδί αυτό, αν μπορούσε, θα έσωζε όλα τα ψάρια του κόσμου. Το παιδί μεγάλωσε και ποτέ δεν έμαθε ότι ο πατέρας του έριχνε καθημερινά τα ψάρια που του εμπιστευόταν στα σκυλόψαρα. Μια μέρα που διάβαζε την εφημερίδα του στο καφενείο του λιμανιού –πρώτη φορά πίσω στον τόπο του αφότου είχε φύγει για σπουδές– κοίταξε τους ανθρώπους δίπλα του και παρατήρησε, είδε ξεκάθαρα μέσα στο στόμα τους, καθώς το άνοιγαν για να μιλήσουν, πόσο πολύ είχαν μεγαλώσει οι κυνόδοντές τους, πόσο μυτεροί είχανε γίνει. Ποτέ έως τότε δεν τους είχε προσέξει. Περιστρέφοντας τη ματιά του στα γύρω τραπέζια, είδε στους ανθρώπους που από πάντα γνώριζε, που μαζί τους είχε περάσει τα χρόνια του, αλλά και στους άλλους, τους άγνωστους –τουρίστες και περαστικούς–, να έχουν φυτρώσει οι ίδιοι αιχμηροί κυνόδοντες. Σκέφτηκε τότε, καθώς ο ήλιος έκανε τα δόντια ολωνών να γυαλίζουν, ότι ο άνθρωπος δε διαφέρει και πολύ από το σκυλόψαρο. Αν το σκεφτόταν αυτό νωρίτερα, δε θα το πείραζε και να μάθαινε ότι ο πατέρας του έριχνε τα μικρά ψάρια τροφή στα μεγάλα.
Πιθανόν τότε να μην επέλεγε καν να γίνει δικαστής ψαράδων, πιθανόν να γινόταν και το ίδιο ψαράς. Η πίστη του ότι θα μπορούσε να σώσει τα ψάρια του κόσμου ξαφνικά κλονίστηκε. Αποφάσισε να προχωρήσει στη ζωή χωρίς να κουβαλάει αυτή την έγνοια στο κεφάλι. Τα καλοκαίρια έκανε το μπάνιο του στα ρηχά αγναντεύοντας τις τράτες που πήγαιναν κι ερχόντουσαν, χωρίς να ρωτάει τους ψαράδες για την ψαριά τους. Στο δυνατό φως έβαζε ασπίδα μπροστά στα μάτια του την εφημερίδα και βούλιαζε στις ειδήσεις της. Σιγά
σιγά απομακρύνθηκε ολωσδιόλου από τη θάλασσα και τον τόπο του.
Μέσα σε ένα σκοτεινό κτίριο το παιδί άρχισε να δικάζει κι όλοι του έλεγαν "μπράβο" που κατατροπώνει τους ανθρώπους-σκυλόψαρα και κάνει το δίκιο στον κόσμο να λάμπει. Τους άκουγε κι αποκρινόταν "Κάνω απλά το καθήκον μου, ακολουθώ τους νόμους" και γύρναγε γρήγορα από την άλλη, να μη βλέπει για πολλή ώρα τα δόντια τους. Σ’ εκείνο το κτίριο μέσα το παιδί, υπόδειγμα ευσυνειδησίας, δίκαζε και δίκαζε εφαρμόζοντας πιστά τους νόμους, ώσπου η πλάτη του κύρτωσε και τα μάτια του στένεψαν και τα αφτιά του κουφάθηκαν κι όσο δεν άκουγε σταμάτησε και να μιλάει, ν’ απαγγέλλει
από την έδρα τις αποφάσεις του. Όταν το παιδί γέρασε –και τα χέρια του πολύ δύσκολα πια μπορούσαν να συγκρατήσουν μια λεκάνη γεμάτη νερό και ψάρια–, πήρε ένα μικρό καλύβι δίπλα στη θάλασσα κι άπλωσε παντού στην αυλή και στο μοναδικό του δωμάτιο γυάλες και λεκάνες και κουβάδες και τε-
νεκεδάκια κι άρχισε πάλι, από την αυγή μέχρι την ώρα που ο ήλιος μαλακά πέφτει στη θάλασσα, να ψαρεύει και να ψαρεύει και να σκέφτεται πώς θα μπορούσε να σώσει όλα εκείνα τα ψάρια που έπιανε ζωντανά.
Η Βίκυ Τσελεπίδου είναι πεζογράφος. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων
Ελενίτ (Νεφέλη, 2014), το μυθιστόρημα Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι; (Νεφέλη, 2017), το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών, και τη νουβέλα Φιλελλήνων (Νεφέλη, 2018). Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο και σε ποικίλα περιοδικά. Επίκειται η έκδοση του νέου της μυθιστορήματος με τίτλο Ο μεγάλος σκύλος.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στη Madame Figaro Αυγούστου
Διάβασε επίσης: Μια εικόνα ήθελα να σας πω...