Με αφορμή τη συναυλία "Τα Ρεμπέτικα II + Fado, Tango & Blues" ο Μίνως Μάτσας συζητά στο "α" για τη δύναμη του ρεμπέτικου και τις μουσικές συγγένειες που ενώνουν διαφορετικούς λαούς.
Ο Μίνως Μάτσας επιστρέφει στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στις 16 Σεπτεμβρίου, παρουσιάζοντας τον δεύτερο κύκλο της συναυλίας του: "Τα Ρεμπέτικα II + Fado, Tango & Blues". Με οδηγό την παγκόσμια μουσική, ο Μάτσας δημιουργεί ένα ταξίδι που συνδέει τα ρεμπέτικα με τα fado της Πορτογαλίας, τα tango της Αργεντινής και τα blues των ΗΠΑ, αναδεικνύοντας κοινές εμπειρίες όπως ο πόνος, η μοναξιά, η αγάπη και η ελπίδα. Στη σκηνή θα τον συνοδεύουν 15 σολίστ από Ελλάδα και εξωτερικό, ενώ θα ερμηνεύσουν τραγούδια ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, η Δήμητρα Μωραΐτη και οι Lina Cardoso Rodrigues, Debora Russ και Eric B. Turner. Με αφορμή τη συναυλία, μιλήσαμε μαζί του για τη δύναμη του ρεμπέτικου, τις μουσικές συγγένειες που ενώνουν διαφορετικούς λαούς και τον τρόπο με τον οποίο η παράδοση συνομιλεί με το σήμερα.
Μετά το περσινό sold out στο Ηρώδειο, επιστρέφετε με τον δεύτερο κύκλο Τα Ρεμπέτικα II+ Fado Tango & Blues. Τι σας ώθησε να συνεχίσετε αυτό το μουσικό ταξίδι και ποια είναι η διαφορά του από τον πρώτο κύκλο;
Ήταν ένα όνειρό μου να μπλέξω φαινομενικά διαφορετικές μεταξύ τους μουσικές, που όμως εκπέμπουν ένα κοινό αίσθημα. Στην προσπάθειά μου αυτή συνειδητοποίησα πως τα είδη αυτά είναι συγγενικά μεταξύ τους γιατί αποκαλύπτουν, ανεξαρτήτως γλώσσας και εθνικότητας, την ανάγκη του ανθρώπου για επιβίωση. Η περσινή συναυλία είχε μεγάλη απήχηση· ο κόσμος αισθάνθηκε μια μέθεξη καθώς άφησε την καρδιά του ελεύθερη να πετάξει στους ήχους και στα λόγια αυτών των τραγουδιών. Η διαφορά από πέρσι έγκειται στο ρεπερτόριο. Προσθέσαμε νέα τραγούδια, αλλάξαμε κάποια, αφού ο πλούτος των τραγουδιών είναι τεράστιος. Η ιδέα και οι ερμηνευτές παραμένουν ίδιοι.
Συνδέετε το ρεμπέτικο με άλλα μουσικά ιδιώματα όπως το fado, το tango και τα blues. Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κοινό νήμα που τα ενώνει παρά τις διαφορετικές τους καταβολές;
Ίσως για πρώτη φορά γίνεται μια συναυλία που συγκεντρώνει τις μουσικές και τα τραγούδια των καταφρονεμένων ανθρώπων. Και μάλιστα σε μια αντιπαράθεση, ώστε να μπορέσουμε να νιώσουμε τη διαφορετικότητα συγκρίνοντας τον έναν με τον άλλον πολιτισμό μέσα από τα μουσικά βιώματα των λαών του. Τα ρεμπέτικα γεννήθηκαν και τραγουδήθηκαν στην Κατοχή, σε ιδιαίτερα δύσκολους καιρούς για την Ελλάδα. Το ίδιο συνέβη και με τα άλλα είδη. Γεννήθηκαν για να γίνουν η κραυγή των σκλάβων, η απόγνωση των μεταναστών στην Αργεντινή και η διέξοδος στα 40 χρόνια δικτατορίας στην Πορτογαλία. Πόνος, ματαίωση αλλά και γλέντι και αισιοδοξία.

Στηρίζεστε σε μεγάλο βαθμό στη δύναμη της βιωματικής συγκίνησης. Πώς διαμορφώσατε τη μουσική αφήγηση που ταξιδεύει από τα καταγώγια της Αθήνας μέχρι τις όχθες του Μισισιπή και τα σοκάκια της Λισαβώνας;
Το μεταίσθημα των τραγουδιών αυτών δεν χειραγωγείται, δεν μπαίνει σε καλούπι. Τουλάχιστον αυτό ζήσαμε πέρσι. Οι φωνές επάνω και κάτω από τη σκηνή έγιναν μια φωνή. Και ακολούθως αυτό που αισθάνθηκα την ώρα που έπαιζα ήταν μια δύναμη και μια φλόγα από το κοινό σαν να ζούσαμε όλες τις επαναστάσεις και όλον τον πόνο, τη χαρά, τα γλέντια, το πεπρωμένο των ανθρώπων για τους οποίους τραγουδούσαμε. Οδηγός μας, αν με ρωτάτε πώς μπορούν να ενωθούν τα είδη αυτά σε ένα, ήταν η μουσική και οι εκλεκτικές συγγένειες.
Ο παππούς σας, Μίνως Μάτσας, υπήρξε εμβληματική μορφή για την ανάδειξη του ρεμπέτικου. Πώς συνομιλεί η κληρονομιά του με τη δική σας δημιουργική πορεία;
Είμαι περήφανος που φέρω το όνομά του και μόνο γι’ αυτό! Στήριξε έμπρακτα το ρεμπέτικο, συνεργάστηκε με σχεδόν όλους τους συνθέτες του και αν δεν ήταν εκείνος, ποιος ξέρει αν θα είχαν σωθεί τα αριστουργήματα του Βαμβακάρη, τον οποίο ηχογράφησε σε πείσμα των καιρών. Επίσης μας άφησε κάποιους στίχους του, όπως το Μινόρε της Αυγής, τον Αντώνη τον βαρκάρη και το Είσαι εσύ ο άνθρωπός μου. Δεν είναι λίγα αυτά, σε εποχές αδιανόητα δύσκολες.
Συνέχισε την ανάγνωση στο athinorama.gr