"Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι σε δέκα λεπτά θα πρέπει να έχετε ολοκληρώσει την εμπειρία σας, καθώς η κράτηση σας ολοκληρώνεται", επισημαίνει ένα ευγενέστατο κορίτσι του σέρβις (καλού) εστιατορίου σε δύο φίλες, οι οποίες έτυχε να κάθονται στο διπλανό ακριβώς τραπέζι από το δικό μου. Οι δυο τους σαστίζουν. Γρήγορα, όμως, η απορία στο βλέμμα (με μερικές νότες ενόχλησης) αντικαθίσταται από μία φρενήρη ανάγκη να προλάβουν να πληρώσουν τον λογαριασμό και να συνεχίσουν την κουβέντα τους σε άλλη διεύθυνση.
Η εστιατορική τους κλεψύδρα είχε αρχίσει να αδειάζει. Καμία αναμονή. Ούτε (δεύτερη) ευκαιρία παράτασης. Όλα γίνονται αυστηρά. Με μία χειρουργική ακρίβεια που κάπως αντίκειται στην άνεση και τη χαλάρωση που περιγράφει τη σχέση μας με την εστίαση. Σε αγχώνει; Προσωπικά, αρκετά. Ακόμη κι αν η σχέση μου με τον χρόνο είναι κάτι παραπάνω καλή και το βιολογικό μου ρολόι συγχρονίζεται με τους δείκτες του κανονικού δεν σου κρύβω ότι η εφαρμογή του time slot κάπως με στρεσάρει.

Η πρώτη εμφάνιση της χρονομετρημένης κράτησης έγινε την εποχή της πανδημίας. Τότε που πολλά τραπέζια δεν είχαν θέση (sic) εντός του χώρου και οι αποστάσεις του ενός από του άλλου ήταν συγκεκριμένες. Για το καλό μας. Ως ένα άλλο κατάλοιπο μίας εποχής που συνειδητά αρκετοί έχουμε διαγράψει – ή έστω προσπαθούμε να -, η κράτηση με συγκεκριμένο χρονικό διάστημα παραμονής είναι μία πρακτική που ουκ ολίγοι εστιάτορες στην Αθήνα επέλεξαν να διατηρήσουν.
Οι λόγοι προφανείς: λιγότερος χρόνος συνεπάγεται περισσότερους επισκέπτες και περισσότεροι πελάτες μεγαλύτερα κέρδη σε μία αλυσίδα που το κέρδος αν δεν αυξάνεται, διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που κάθε επιχειρηματία χαροποιεί. Δικαίωμά του.
Αυτή, όμως, δεν είναι η μοναδική διαφορά που παρατηρείται. Ως άτομο που βλέπει και ακούει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι μιλάει – όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν ότι η συζήτηση είναι μία διαρκής πράξη του βίου μου, δεν άργησα να διαπιστώσω ότι κάτι ακόμη έχει αλλάξει. Δεν είναι άλλο από την εμπειρία του εστιατορίου αυτού καθαυτού. Η ταχύτητα εξασθενεί τον βραδύκαυστο τρόπο απόλαυσης και εξαλείφει το φαγητό που θέλει την ώρα του για να ετοιμαστεί. Η υπερβολική γοργότητα αδρανοποιεί το προσωπικό, μία ομάδα εργαζομένων που καλείται να εξυπηρετήσει έναν ακόμη μεγαλύτερο αριθμό πελατών σε συντομότερο χρονικό διάστημα.
Την ίδια στιγμή, αναιρείται η βασικότερη – ίσως – αρχή της εστίασης. Εκείνη της φιλοξενίας που συντίθεται από εξαιρετικές πρώτες ύλες και τη μοναδική συνθήκη του να εξαλείφεις τον χρόνο πάνω από μερικά ποτήρια κρασί (απολαύστε υπεύθυνα). Το ένα cheers διαδέχεται το άλλο, όπως και οι συζητήσεις που λειτουργούν ως εγκεφαλικό μασάζ. Γιατί, αν έχεις να δεις να την καλύτερη σου φίλη καιρό, 120 λεπτά δεν αρκούν.
Στην εποχή της αλύγιστης πίεσης που ζούμε, αυτό που έχουμε πραγματικά ανάγκη είναι η αποσυμπίεση. Να παίρνουμε τις ανάσες μας στον ρυθμό που θέλουμε εμείς, να ευχαριστούμε τον ουρανίσκο μας, να χαμογελάμε, να αλλάζουμε το μενταλιτέ μας. Ως άτομο που αγαπά και στηρίζει την εστίαση, μπορώ να σου εξομολογηθώ ότι αρκετές φορές η τροφή θέλω πρώτα να γεμίσει τη ψυχή μου και μετά την κοιλιακή μου χώρα.
Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα 120 λεπτά δεν είναι αρκετά. Η καταναγκαστική επιβολή τους είναι εκείνη που σε βάζει σε θέση άμυνας, ενώ στην πράξη καμία από τις πολεμικές έννοιες (μαζί και επίθεση) δεν χωρούν στο τραπέζι που κάθεσαι για να ξεχαστείς.
Η απορία (παρα)μένει μία: τελικά, θα κυνηγάμε τον χρόνο ακόμη και στο εστιατόριο;