Η ταινία συγκέντρωσε 17 υποψηφιότητες στα βραβεία Ίρις (τα περισσότερα στην ιστορία του θεσμού), ενώ ήδη έχει ξεκινήσει τη διεθνή πορεία της.
Ένα τραγικό συμβάν στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας φέρνει μια τριμελή ελληνική οικογένεια μπροστά σε προσωπικά αδιέξοδα με τον καθένα να πρέπει να αναλογιστεί για πρώτη φορά στη ζωή του το κόστος των πράξεών του. Αυτή είναι η σύνοψη της ελληνικής ταινίας της χρονιάς, με τίτλο "Πίσω από τις θημωνιές” σε σκηνοθεσία και σενάριο της Ασημίνας Προέδρου, η οποία μέχρι πρόπερσι δούλευε σε μια κατασκευαστική εταιρεία, καθώς οι αρχικές σπουδές της ήταν στα Οικονομικά.
Φέτος όμως η πρώτη μεγάλου μήκους της ταινία έχει 17 υποψηφιότητες στα βραβεία Ίρις, της ελληνικής ακαδημίας κινηματογράφου, τις περισσότερες στην ιστορία του θεσμού. Επιπλέον η ταινία συναντά το κοινό για 21 συνεχόμενες εβδομάδες στους κινηματογράφους, τώρα πια που άνοιξε ο καιρός και στους θερινούς.
Βρέθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών για την προώθηση της ταινίας ενώ αυτές τις μέρες βρίσκεται στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Σίδνεϋ. Η Ασημίνα Προέδρου μιλάει στο madamefigaro.gr για την θερμή ανταπόκριση του κοινού, για τον λόγο που φτιάχνει ταινίες και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ως γυναίκα σκηνοθέτρια.
Πόσο εύκολο ή δυσκολο είναι να γυρίσεις μια ταινία, ειδικά την πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία;
Κάθε ταινία είναι ένας Γολγοθάς. Tο να έχεις την ικανότητα να το κάνεις δε σημαίνει ότι θα τα καταφέρεις. Όταν γυρίζεις μια ταινία, ακροβατείς. Μπορεί να πάνε πάρα πολλά πράγματα καλά και μπορεί ένα να στραβώσει και να έχεις εξαιτίας αυτού πρόβλημα ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Από την άλλη μου αρέσουν πάρα πολύ τα γυρίσματα, τα βρίσκω μαγικά. Η περίοδος των γυρισμάτων είναι μια απίστευτη διαδικασία δημιουργίας, γέννησης. Τα γυρίσματα για το "Πίσω από τις θημωνιές” κράτησαν 33 ημέρες και χρειάστηκαν δύο ταξίδια για να ολοκληρωθούν. 33 ημέρες στη διάρκεια των οποίων είναι ζήτημα αν κοιμάσαι 3-4 ώρες. Υπάρχει μια απίστευτη έκρηξη αδρεναλίνης.
Ως σεναριογράφος έκανες την επιλογή να έχεις τρεις κεντρικούς χαρακτήρες στην ταινία, και μάλιστα να εστιάζεις σε αυτούς τους μέσα από τρεις ιστορίες που αφηγούνται μεν τα ίδια συμβάντα αλλά βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τον καθένα ξεχωριστά.
Ναι, ως δημιουργός αποφάσισα ότι οι χαρακτήρες της ταινίας μου δεν είναι ήρωες, δεν είναι άνθρωποι που μπορούν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους. Όπως επίσης ήθελα να δείξω ότι υπάρχει μια κοινωνία που πιέζει αυτούς τους καθημερινούς ανθρώπους. Έχουν βέβαια πάντα το περιθώριο να κάνουν επιλογές, έστω κι αν αυτές είναι δύσκολες. Ο λόγος που τοποθέτησα τη δράση σε μια κλειστή κοινωνία είναι για δείξω ότι αυτή η πίεση είναι εντονότερη εκεί. Όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας συμβάλλουν ώστε να αναδεικνύεται ένα πιο ολοκληρωμένο κοινωνικό πλαίσιο. Αυτό με ενδιέφερε, γι’ αυτό τους δούλεψα με μαθηματική ακρίβεια.
Διάβασε ακόμη: Είδαμε το ντοκιμαντέρ για την Anna Nicole Smith στο Netflix
Ποιος χαρακτήρας ήταν πιο απαιτητικός στο χτίσιμό του και γιατί;
O χαρακτήρας που δυσκολεύτηκα περισσότερο ήταν να ταυτιστώ ήταν η Μαρία, η μητέρα αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με το τελικό αποτέλεσμα. Δεν έχω κάποια σχέση με τον Θεό και γι’ αυτό μου ήταν δύσκολη στη διαχείρισή της αυτή η υπαρξιακή αναζήτηση που κάνει η Μαρία. Χρειάστηκε να κάνω έρευνα, να ρωτήσω ανθρώπους που δέχτηκαν να μου μιλήσουν για τη σχέση τους με τον Θεό και τους ευχαριστώ γι΄αυτό γιατί η σχέση με τον Θεό είναι μια πολύ προσωπική σχέση.

Υπάρχει μια σκηνή όπου η νεαρή ενήλικη κόρη της οικογένειας αυνανίζεται. Βρήκα τολμηρή αυτή την απόφαση και ταυτόχρονα άψογη την εκτέλεσή της γιατί στην ουσία βλέπουμε το ξύπνημα της θηλυκότητας, του ερωτισμού και της αποδοχής του εαυτού μέσα από μια τρυφερή και ειλικρινή ματιά. Εσένα σε φόβισε καθόλου το πώς θα διαχειριστείς τη σκηνή και πώς αυτή θα ενταχθεί ομαλά στην εξέλιξη του χαρακτήρα;
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή ήμουν διστακτική γιατί κι εγώ έχω μια συστολή ως άνθρωπος, έχω μεγαλώσει με κάποια ταμπού. Είχαμε ‘όλοι ένα πολύ ωραίο συντονισμο που βοήθησε, οι καλλιτεχνικοί συνεργάτες ήταν εξαιρετικοί όπως φυσικά και η Ευγενία Λαβδά. Το είχα στο νου μου ότι θέλω να υπάρχει αυτή η σκηνή, αλλά δεν είχα ενημερώσει κανέναν, πέραν της Ευγενίας στην οποία είπα ότι ίσως θέλω να γυριστεί μια τέτοια σκηνή. Έτσι, κάποια στιγμή, την ώρα του γυρίσματος ζήτησα από το συνεργείο να βγει έξω. Και μόνο από αυτή την παράκληση οι συνεργάτες κατάλαβαν ότι θα υπάρξει κάποια ερωτική σκηνή. Στην πραγματικότητα δεν διατύπωσα καν τι θα ακολουθούσε. Στη συνέχεια πλησίασα την Ευγενία και της εξήγησα πώς θέλω να κινηθεί. Υπήρξε ένας απίστευτος συντονισμός των συντελεστών που ήμασταν παρόντες, η Ευγενία, εγώ και ο διευθυντής φωτογραφίας, Σίμος Σαρκετζής, ο οποίος κρατούσε την κάμερα και εστίασε με τον δικό του τρόπο, πάντα με σεβασμό στην ηθοποιό. Η Ευγενία μας είπε ότι ένιωσε άνετα και γι’ αυτό μας έδειξε εμπιστοσύνη.
Υπήρξε κοινό που ξαφνιάστηκε με την επιλογή να καταπιαστείς με δύσκολα θέματα μιας κλειστής κοινωνίας;
Υπάρχουν άνθρωποι που με ρώτησαν γιατί ήμουν τόσο σκληρή, με την έννοια ότι διάλεξα να διαχειριστώ ένα πολύ σκοτεινό θέμα αντί να κάνω μια κωμωδία, για παράδειγμα. Όμως εγώ αυτό ήθελα να κάνω, αυτό τρέφει την ψυχή μου, γιατί ήθελα να μιλήσω για τους δικούς μας φόβους, κι όλο αυτό κάπως λειτουργεί ψυχαναλυτικά για εμένα. Άλλωστε υπάρχει ένα κοινό που θα ταυτιστεί και θα το ζήσουμε μαζί και φυσικά υπάρχει κι ένα κοινό που δεν…
Ως γυναίκα σκηνοθέτρια αντιμετώπισες περισσότερες δυσκολίες από αυτές που θα έβρισκε μπροστά του ένας άντρας συνάδελφός σου;
Υπάρχει μια καλύτερη αναλογία πια στον αριθμό γυναικών σκηνοθετριών σε σχέση με τους άνδρες. Στην πράξη οι γυναίκες σκηνοθέτριες ακόμη δυσκολεύονται να δουλέψουν, σε επίπεδο συνεργασίας με τους άντρες, αλλά φυσικά αυτό δεν είναι κάτι απόλυτο, δεν αφορά όλους τους άντρες. Δεν είναι μια συνειδητή συμπεριφορά από την πλευρά των αντρών, είναι ένας αυτοματισμός. Δεν είναι ότι εκείνη τη στιγμή σκέφτονται "α, επειδή είσαι γυναίκα αυτό που λες μάλλον δεν στέκει”, ούτε θα σου πουν "εσύ που είσαι γυναίκα για ποιο λόγο σκηνοθετείς”, αλλά σε κοιτούν με ένα βλέμμα σαν να μην πεις τους πείθεις.
Για να μιλήσω πιο προσωπικά, επειδή δεν μου αρέσει να είμαι αυταρχική, έπρεπε να κάνω μια πολύ μεγάλη προσπάθεια για να πείσω. Δεν ήξερα πώς να αντιμετωπίσω αυτό το βλέμμα της αμφισβήτησης, ούτε ήθελα να πω "Αυτή είναι δική μου ταινία”, παρότι αυτό δεν είναι μια λάθος κουβέντα. Όταν παίρνεις στο σπίτι σου ένα μπογιατζή και του λες θέλω να βάζω ροζ τους τοίχους, εκείνος δεν σου λέει "μα το ροζ δεν είναι ωραίο” πολύ απλά γιατί το σπίτι είναι δικό σου και εσύ θες τους τοίχους του ροζ. Νομίζω ότι στην πορεία βρήκα τον τρόπο.
Η ταινία σου είναι υποψήφια για 17 βραβεία Ίρις σε 16 κατηγορίες. Είναι οι περισσότερες υποψηφιότητες που έχει συγκεντρώσει ταινία από την αρχή του θεσμού. Πώς νιώθεις γι’ αυτό;
Χαίρομαι φυσικά. Παράλληλα σκέφτομαι ότι τα βραβεία αν τα αξιοποιήσεις σωστά μπορούν να σε πάνε ένα σκαλί παραπάνω στη δουλειά. Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα και εάν κάνεις μια ταινία που δεν τη δει κοινό, δεν πάρει βραβεία -έχει συμβεί να "χαθούν” καλές ταινίες- γίνεται δυσκολότερο. Οπότε έχει νόημα να αξιοποιήσεις ό,τι καλό μπορεί να σχετιστεί με την προώθηση της ταινίας για να μπορέσεις να πας στην επόμενη. Το ότι έκανες μια πρώτη ταινία, δεν συνεπάγεται ότι θα χρηματοδοτηθεί η δεύτερη, ακόμη κι αν έχεις ένα πολύ καλό project στα χέρια σου.