Σε μία καθημερινότητα που αναδομείται on repeat, υπάρχουν μερικά σταθερά ραντεβού. Παντός καιρού. Το ραντεβού μας με τον πολιτισμό, την τέχνη, τη γεύση, το design, την αισθητική. Τη συνάντηση με το #theaftertaste, το οποίο κάθε εβδομάδα ξεχωρίζει τα καλύτερα από όσα συμβαίνουν στην πόλη που δεν σταματά να (ανα)γεννάται μέσα από την ύπαρξη της.
Είδαμε:
Μία ενδιαφέρουσα συνύπαρξη κεραμικής τέχνης και κλασικής φιλοξενίας. Υπάρχουν ορισμένες μορφές τέχνης, οι οποίες, σαν άλλος μίτος μάς διατηρούν ενωμένους με τα καλά στοιχεία της αρχέγονης φύσης μας. Σαν μία άλλη, συνειδητή παύση από την – πολλές φορές εξουθενωτική – ταχύτητα της καθημερινότητας και τη φθορά που υποδόρια αυτή γεννά στο νου και τη συγκέντρωσή μας. Η κεραμική, η οποία τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε ανοδική τροχιά, συνιστά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραπάνω συλλογιστικής. Μία δυνατότητα, να πλάσει κάθε καλλιτέχνης τον κόσμο όπως τον οραματίζεται. Να σωματοποιήσει όνειρα, ιδανικά, εικόνες.

Στο ερώτημα αν οι κεραμικές δημιουργίες μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά με το δυναμικό αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας, τέσσερις καλλιτέχνες δίνουν τη δική τους φιλόξενη (sic) απάντηση εντός του ξενοδοχείου Moxy Athens City, υπό τη διαχείριση της SWOT Hospitality. Είναι η Χριστιάννα Θεοδωράτου, ο Νίκος Κατσούλας (γνωστός ως Lavatoy), η Dilek Öz, η Κάλλια Πανοπούλου οι κεραμίστες εκείνοι που μέσα από τις ομοιότητες, αλλά και τις διαφορές τους συνθέτουν ένα νέο αφήγημα. Αυτό που ανθίζει στο ερώτημα αν στην εποχή της απόλυτης πόλωσης και της άκρατης αμφισβήτησης, η συνύπαρξη είναι το κλειδί για να προχωρήσουμε μπροστά.

Η Συν-ύπαρξη, όπως ονομάζεται η έκθεση που φέρει την υπογραφή της Βασιλικής Βερούση (Hydra Edition) στην επιμέλεια, φαίνεται να δίνει την απάντηση, ανοίγοντας έναν νέο δρόμο: εκείνο που δαμάζει την ατομικότητα και προωθεί τη σύμπραξη εικαστικών δυνάμεων με στόχο την αναδιαμόρφωση του σκηνικού. Άλλωστε, αυτό δεν είναι και το πραγματικό νόημα της τέχνης; Τα κεραμικά της έκθεσης θα παραμείνουν στον χώρο του Moxy Athens City μέχρι τις 3 Μαΐου, προάγοντας το διάλογο και τη συν-δημιουργία, πάντα σε διαρκή συνομιλία με το προσωπικό ύφος του κάθε καλλιτέχνη.
Δοκιμάσαμε:
Την ακουστική γεύση ενός νέου gastronomy hub. Κάθε φορά που έρχομαι σε επαφή με κάτι καινούριο – πρόσωπο ή χώρο – έχω την ίδια ενστικτώδη αντίδραση: να προσπαθώ να συνδεθώ περισσότερο με την ενέργειά του και λιγότερο με όσα εκμυστηρεύεται, σε περίπτωση ζωντανού οργανισμού ή ομολογεί μέσω της πρώτης εικόνας. Ίσως επειδή, με τον τρόπο αυτό μπορώ να ανακαλύψω και να συγχρονιστώ με την αλήθειά του. Κάτι ανάλογο συνέβη ένα βράδυ καθημερινής από την πρώτη στιγμή που πέρασα την πόρτα ενός νέου hub – κάτι περισσότερο από απλό εστιατόριο ή ξενοδοχείο – στην ευρύτερη περιοχή του Ψυρρή.

Στο Okupa, όπως ονομάζεται, η μουσική φλερτάρει με την διάθεσή σου για nightlife σε ήπιους τόνους, η χρωματική παλέτα με τη ζεστασιά που ξεδιπλώνεται ανάμεσα στο θερμό πορτοκαλί και το φιλόξενο καφέ, η urban αισθητική ανάμεσα στα βινύλια και αυτή τη μοναδική αίσθηση ενότητας που γεννά η κοινότητα locals και travellers, θαμώνων της πόλης κι εκείνων που έχουν διάθεση να την ανακαλύψουν ξεκινώντας από τη γεύση της – η τελευταία ισορροπεί με ιδιαίτερη μαεστρία ανάμεσα στο μεσογειακό ταμπεραμέντο και το comfortness που συνδυάζεται με cosmopolitan διάθεση. Ένα αστικό, πολυπολιτισμικό μωσαϊκό υψηλής αισθητικής με groovy soundtrack και εσάνς ανόθευτου coziness.

Χαμηλός φωτισμός, υποβλητική μουσική κι ένα custom κοκτέιλ με βάση το gin και sour επίγευση με υποδέχονται σε ένα περιβάλλον που ακροβατεί μεταξύ listening bar και γαστρονομικού προορισμού, καθώς σε αντίθεση με τις περισσότερες hi-fi διευθύνσεις της πόλης, το Okupa δεν στερείται γεύσης. Η πειραγμένη φάβα με λουκάνικο chorizo και απροσδόκητο χρώμα, τα υποδειγματικά παντζάρια με κρέμα γαλομυζήθρας, η gyoza μανιταριών – τραγανή εξωτερικά, πλούσια σε "σώμα" εσωτερικά, οι πατάτες bravas με τη σωστή δομή και τη σπιτική σάλτσα τομάτας από τις too-share επιλογές του μενού συνηγορούν. Άλλωστε, στο Okupa το μοιράζειν δεν είναι απλά τρόπος δειπνίζειν, αλλά ζειν.

Βασισμένη στην εποχικότητα και την προμήθεια φρέσκων πρώτων υλών από μικρούς παραγωγούς, η γαστριμαργική προσωπικότητα της διεύθυνσης που άνοιξε τις φιλόξενες πόρτες στον πυρήνα της πρωτεύουσας πριν από λίγους μήνες, συνεχίζεται με τραγανιστό καβούρι ανάμεσα σε δύο ψωμάκια burger, καλοδουλεμένο ceviche λαβράκι με εκπλήξεις γλυκοπατάτας και μερικές ατομικού χαρακτήρα επιλογές, όπως ψητό κοτόπουλο με βασιλομανίταρο, πανσέτα, φιλέτο ψαριού με πουρέ σελινόριζας. Η ώρα προχωρά, η μουσική δυναμώνει χωρίς να συναντά επιθετικά τα τύμπανα των αυτιών σου, το καμένο cheesecake (αγαπημένη μου εκδοχή) με μαρμελάδα από φρούτα δάσους υπογράφει γλυκά τον γευστικό επίλογο μίας βραδιάς που προσωπικά θέλω να ζήσω ξανά.

Πριν ανανεώσεις το ραντεβού σου, δοκίμασε να περιηγηθείς στον επάνω χώρο – εκεί η ησυχία δεν είναι πολυτέλεια, αλλά συνθήκη που ζεις όσο τηλε-ργάζεσαι, και στο basement για στιγμές κατάνυξης με raw design, όσο η staycation φιλοσοφία της νέας εποχής στεγάζεται σε ένα από τα τριάντα του δωμάτια.
Ξεχωρίσαμε:
Τη μουσική επιστροφή της Lorde. Ο τρόπος που ανακοίνωσε την επιστροφή της, μετά από τέσσερα χρόνια αποχής από τα μουσικά δρώμενα, ήταν, μιλώντας από την οπτική του marketing, έξυπνος. Μία φωτογραφία, ένα ξεκάθαρο βλέμμα που αντικρίζει το δικό σου κατάματα με την παρουσία του νερού να υποδηλώνει ότι κάτι έντονο έχει προηγηθεί, ένας διεγερτικός τίτλος - What Was That? - κι ένα απλό coming soon. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

Άλλωστε, το κλασικό mainstream - όπως ορίζεται σήμερα - δεν ανήκε ποτέ στην ταυτότητά της. Της άρεσε να πειραματίζεται μαζί του, να το περιεργάζεται, να του δίνει τη δική της νότα (sic) και να δημιουργεί ένα κράμα ήχου που ακροβατεί ανάμεσα στο indie, το alternative, το dark pop. Κάτι που συνεχίζει και στο comeback single της, μία πρώτη γεύση της νέας εποχής που αρχίζει να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια της, μα το σημαντικότερο σε στενή επαφή με τα αυτιά μας. What Is That?
Την καθημερινή ενδυματολογική πρόταση του Tusk. Η αλήθεια είναι ότι η αντρική ένδυση συχνά περνά σε δεύτερη μοίρα σε σύγκριση πάντα με τη γυναικεία ποικιλία και επιλογή. Μετρώντας ήδη δύο χρόνια ζωής, η boutique του Tusk στην καρδιά του Κολωνακίου επαναπροσδιορίζει τα όρια του αντρικού style, μακριά από τα στερεότυπα της luxury μόδας ή του αυστηρού formal ντυσίματος. Δεν είναι πολυτελές, δεν είναι streetwear, δεν είναι formal, ούτε lifestyle. Είναι όλα αυτά μαζί, σε απόλυτη ισορροπία.

Απευθυνόμενο στον άντρα που αναζητά ρούχα υψηλής ποιότητας με χαρακτήρα, μακριά από τα μαζικά πρότυπα και τις εφήμερες προτάσεις της εποχής, το portfolio του brand περιλαμβάνει περιλαμβάνει μερικά από τα πιο επιδραστικά και επίκαιρα ευρωπαϊκά ονόματα, όπως Maison Kitsuné, Officine Générale, Arrels Barcelona, Etudes, Common Projets, Premiata, Ron Dorff, Altea, Closed, Aspesi, Norse Projects, Roberto Collina, Histoires de Parfums and Tateossian. Εκεί που η Πατριάρχου Ιωακείμ συναντά τη Λουκιανού – 28, στον αριθμό.

Τη νέα μουσική πρόταση της Νεφέλης Φασουλή. Ένα ταξίδι στην αυθεντική ψυχή της Μέσης Ανατολής πραγματοποιεί η Νεφέλη Φασουλή μέσα από το νέο της EP, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε. Το Wyrd, όπως ονομάζεται, είναι ένα σετ τεσσάρων τραγουδιών που έφτιαξε με την μουσική της ομάδα, μετά από έναν χειμώνα που γύρισαν την Ελλάδα, ψάχνοντας τον τέλειο ήχο, τον ήχο που θα τα έχει όλα, θα θυμίζει κάτι και τελικά τίποτα. Μία προσωπική αναζήτηση της καλλιτέχνιδος στις μνήμες, τα σημερινά της βήματα, το πολλά υποσχόμενο μέλλον.