Χωρίς τις ιστορίες το ανθρώπινο είδος δεν θα υπήρχε.
Η Δανή συγγραφέας Κάρεν Μπλίξεν (συγγραφέας του βιβλίου, μεταξύ άλλων, "Πέρα από την Αφρική) έγραφε: "Ιστορίες λέγονται από τότε που υπάρχει η γλώσσα και χωρίς ιστορίες το ανθρώπινο γένος θα είχε χαθεί, όπως θα είχε χαθεί χωρίς νερό".
Γιατί λέμε ιστορίες; Μια απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι ότι οι ιστορίες κοινωνούν τη γνώση και μια άλλη ότι οι ιστορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την... επίλυση συγκρούσεων. Ο ψυχολόγος Jerome Bruner γράφει: "Οι άνθρωποι, με το εκπληκτικό αφηγηματικό τους χάρισμα, χρησιμοποιούν τις ιστορίες ως μέσο διατήρησης της ειρήνης. Έχουν το απίστευτο χάρισμα να παρουσιάζουν, να δραματοποιούν και να εξηγούν τις ελαφρυντικές συνθήκες που υπάρχουν όταν προκύπτει μια σύγκρουση". Για παράδειγμα, αν έχουμε κάνει κάτι λάθος, αλλά παρουσιάσουμε πειστικά τους λόγους που συμπεριφερθήκαμε με τον τρόπο που συμπεριφερθήκαμε, είναι πιθανό να ελαφρυνθεί η κατάστασή μας είτε στη δουλειά, είτε στο σπίτι, ακόμα και στο δικαστήριο. Γιατί λέμε ιστορίες.
Το αξίωμα ότι λέμε ιστορίες προκειμένου να διατηρούμε την ειρήνη αποτελεί μια εξήγηση για το πόσο συνδεδεμένοι νιώθουμε με αυτές και γιατί έχουν νόημα για εμάς. Στην ουσία, οι ιστορίες λειτουργούν σαν κόλλα για την κοινωνία.
Όταν οι ιστορίες επαναλαμβάνονται συχνά και παίρνουν τη μορφή μύθων, λειτουργούν ως όχημα μεταφοράς πολιτισμικών στοιχείων από γενιά σε γενιά. Όλοι οι πολιτισμοί έχουν μύθους για το πώς δημιουργήθηκε το σύμπαν και ποιος έχει εξουσία πάνω στα φυσικά φαινόμενα. Μία από τις αποστολές των ιστοριών είναι αυτή: να μεταλαμπαδεύουν γνώσεις. Αποτελούν έναν εξαιρετικό τρόπο για τη διατήρηση όσων κέρδισαν οι πρόγονοί μας με πολύ κόπο, ίσως και με τη ζωή τους. Η αφηγηματική μορφή των μύθων μας βοηθά να τους διατηρούμε στη μνήμη μας καλύτερα και να τους μεταδίδουμε κι εμείς με τη σειρά μας.

Όταν είσαι παιδί δεν μπορείς παρά να μάθεις πώς λειτουργούν οι ιστορίες. Μια μελέτη της ψυχολόγου Peggy Miller δείχνει ότι τα παιδιά εκτίθενται συνεχώς σε μια ποικιλία ιστοριών στην καθημερινή τους ζωή - από τους γονείς τους ή από τις συζητήσεις μεταξύ ενηλίκων. Στο υλικό της από τη Βαλτιμόρη της εργατικής τάξης, μέτρησε κατά μέσο όρο οκτώμισι ιστορίες ανά ώρα - μία ιστορία κάθε επτά λεπτά. Τα τρία τέταρτα από αυτές λέγονται από μητέρες. Το ένα τέταρτο από αυτές αφορούν το τι κάνει ή έχει κάνει το παιδί. Μέσα από την κοινωνική αλληλεπίδραση με τους ενήλικες, τα παιδιά δημιουργούν τις αναμνήσεις τους διαμορφώνοντάς τις σε ιστορίες. Αυτή η διαπίστωση θα πρέπει να είναι αρκετή για να επανεκτιμηθεί ο ρόλος των ιστοριών στην παιδαγωγική.
Τα παιδιά μαθαίνουν επίσης γραμματική από τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται οι ιστορίες. Πρώτα απ' όλα, οι ιστορίες απαιτούν ήρωες που έχουν στόχους για τις ενέργειές τους. Δεν χρειάζεται να είναι άνθρωποι, αλλά και ζώα, μυθικά πλάσματα ή χαρακτήρες παραμυθιών περιγράφονται επίσης ως ήρωες. Δεύτερον, μια ιστορία σηματοδοτεί ποια είναι η αναμενόμενη συμπεριφορά ενός ήρωα και ποια δεν ήταν. Η γλώσσα χρησιμοποιείται για να επιστήσει την προσοχή στο σημαντικό, το ασυνήθιστο ή το απροσδόκητο.
Τρίτον, μια ιστορία λέγεται από την οπτική γωνία κάποιου. Η επιλογή του πρώτου ή του τρίτου προσώπου επηρεάζει προφανώς τον τρόπο με τον οποίο βιώνει κανείς την ιστορία, αλλά το σημαντικό εδώ είναι ότι το παιδί μαθαίνει από πολύ νωρίς ότι η γλώσσα διαθέτει εργαλεία -όπως οι αντωνυμίες και οι χρόνοι- για την αποτύπωση διαφορετικών προοπτικών. Η ικανότητα να καταλάβει διαφορετικές οπτικές μιας ιστορίας αποτελεί θεμελιώδες μέρος της γλωσσικής ανάπτυξης του παιδιού. Μόνο όταν το παιδί μπορεί να δει τον κόσμο από την οπτική γωνία κάποιου άλλου μπορεί να υπάρξει πλήρης γλωσσική επικοινωνία. Μόνο τότε το παιδί καταλαβαίνει ότι αυτό που είναι "εμείς" για ένα άτομο είναι "αυτοί" για ένα άλλο.
Τέλος, μια άλλη πτυχή είναι πως οι ιστορίες συχνά βασίζονται σε αναλογίες. Οι μύθοι του Αισώπου και οι παραβολές των Ευαγγελίων είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Και στα δυο ο τρόπος που κατανοούμε τις παραβολές που κρύβουν είναι ο ίδιος που χρησιμοποιούμε και για τις μεταφορές, έτσι γνωρίζοντας το ένα μπορούμε να κατανοήσουμε και το άλλο. Έχοντας δηλαδή κατακτήσει το πώς κάνουμε μεταφορές, έτσι καταλαβαίνουμε και τις παραβολές που κρύβουν οι ιστορίες του Αισώπου ή η κάθε θρησκεία.