Beauty Stars With Attitude
Ποια είναι η σχέση σου με την Κέρκυρα;
ΙΑΣΟΝΑΣ ΜΕΓΚΟΥΛΑΣ: Στην Κέρκυρα πέρασα τα χρόνια της εφηβείας μου. Μετακομίσαμε εκεί από τον Πειραιά στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Η μητέρα μου είναι από τη Γαλλία και ένιωθε έτσι κάπως πιο κοντά στην πατρίδα της. Ο πατέρας μου είναι γλύπτης και εκείνο το διάστημα έψαχνε ένα μεγαλύτερο εργαστήριο εκτός Αθηνών. Η απόφαση να μετακομίσουμε ήρθε μετά από ένα ταξίδι μας για τη Γαλλία. Το πλοίο έκανε στάση στην Κέρκυρα. Αποφασίσαμε να κάτσουμε κάποιες ημέρες για να κάνουμε και τα μπάνια μας. Οι γονείς μου ερωτεύτηκαν το νησί και μένουν ακόμα εκεί.
Ποια είναι η πρώτη ανάμνησή σου από το νησί;
Το πρώτο που μου έρχεται στον νου είναι στην παραλία της Γλυφάδας ο σχεδιαστής μόδας Πολατώφ να κάνει πάνω-κάτω την παραλία ξυπόλυτος φορώντας μόνο ένα παρεό. Είχε και το σπίτι του εκεί, πάνω στα βράχια. Στη μέση της ακτής ήταν ένα beach bar που λεγόταν Aloha και έπαιζε techno. Θυμάμαι μια παρέα από Αγγλίδες τουρίστριες με ένα λευκό τζιπάκι να οδηγούν το αυτοκίνητο μέσα στη θάλασσα και καμιά εικοσαριά λουόμενοι να ανεβαίνουν πάνω και να χορεύουν ώσπου να βουλιάξει στην άμμο. Το τοπίο ήταν καταπράσινο σαν τη βραζιλιάνικη ταινία Orfeu Negro, με τους ανθρώπους όμως να θυμίζουν το φιλμ Summer Lovers. Αν βάλεις αυτές τις κινηματογραφικές αναφορές σε ένα σέικερ, θα φτιάξουν ένα κοκτέιλ που θα έχει τη γεύση της πρώτης μου ανάμνησης από το νησί της Κέρκυρας.
Έχει επηρεάσει τη δουλειά σου η Κέρκυρα και με ποιον τρόπο;
Το σπίτι μας είναι στην κορυφή ενός λόφου κοντά στο Λιβάδι του Ρόπα. Περνούσα αρκετές ώρες μόνος και ζωγράφιζα αντιγράφοντας κόμικς και γκράφιτι από αμερικανικά περιοδικά για skate των μεγαλύτερων αδελφών μου. Παράλληλα, έφτιαχνα πράγματα με χώμα και πέτρες στον κήπο. Μου άρεσε να πιάνω μικρά φίδια και βατράχους, να κλαδεύω τα δέντρα και να ζωγραφίζω στους τοίχους. Ο πατέρας μου προσπαθούσε να μου μάθει γλυπτική και κεραμική, αλλά το μυαλό μου ήταν στο χιπ χοπ και το γκραφίτι. Αργότερα ανακάλυψα τη συλλογή των δίσκων των γονιών μου και έγινα νεοχίπις. Καθόμουν στη σοφίτα μου και άκουγα το Abraxas του Santana και το White Album των Beatles και ζωγράφιζα. Φανταστείτε έναν 15χρονο με καμπάνα παντελόνι να κάνει skateboard και γκραφίτι στα τέλη των ’90s σε ένα χωριό της Κέρκυρας. Είχα βρει κι άλλους σαν κι εμένα: τον Αχιλλέα, τον Ορέστη, τον Αλέξανδρο, τον Χριστόφορο, τον Γεράσιμο, τον Αίαντα, τον Λέοντα... Μαζευόμασταν στην πλατεία του δημαρχείου και κάναμε πατίνι. Όλη η πλατεία μετατρεπόταν σε ένα πολύχρωμο skatepark. Καμιά φορά μας πετούσαν νερό από τα μπαλκόνια για να κάνουμε ησυχία. Όλα αυτά με έχουν επηρεάσει.

Υπάρχει κάποιο έργο που δημιούργησες εκεί;
Πέρυσι το καλοκαίρι έκανα μια μεγάλη τοιχογραφία στις Μπενίτσες, στο ξενοδοχείο Angsana. Είχα να βάψω στο νησί από το 2003. Το σχέδιό μου εκεί είναι μια αναφορά στα χαρακτικά του πρωτοπόρου Κερκυραίου καλλιτέχνη Νικόλαου Βεντούρα.
Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με το γκράφιτι;
Η δράση μου στον δημόσιο χώρο δεν ξεκίνησε ως street artist, αλλά ως βοηθός του πατέρα μου απ’ όταν ήμουν παιδάκι. Μία από τις πρώτες μου αναμνήσεις δημιουργίας είναι το 1988, όταν ο πατέρας μου Γιώργος Μέγκουλας παρέα με τις γλύπτριες Αγγέλικα Κοροβέση, Χριστίνα Σαραντοπούλου και τον γλύπτη Αντώνη Μιχαηλίδη δημιούργησαν ένα τεράστιο μεταλλικό γλυπτό/εγκατάσταση που έβγαζε ήχους και ήταν κινητικό. Μέχρι τότε δημόσια γλυπτική ήταν ο ανδριάντας του Παλαμά και του Κολοκοτρώνη. Την ίδια περίοδο έστηναν στην Ομόνοια τον γυάλινο Δρομέα του Βαρώτσου – ήταν στο πλαίσιο του ίδιου φεστιβάλ Δημόσιας Τέχνης. Το street art ήταν η αντίδραση σε όλα αυτά. Δεν μπορούσα να ανταγωνιστώ τον πατέρα μου, οπότε έπρεπε να βρω κάτι διαφορετικό να κάνω. Αναζητούσα μια επανάσταση, ένα νέο κύμα να καβαλήσω για να ξεχωρίσω από την προηγούμενη γενιά. Αυτό ήρθε μέσα από τις ξενόφερτες κουλτούρες του skateboard και του χιπ χοπ. Σε κάποια φάση σταμάτησε να με εκφράζει η χρήση των σπρέι – ήταν και δυσεύρετα στην Κέρκυρα. Άρχισα να χρησιμοποιώ πινέλα. Έφτασαν οι πανελλήνιες και το έριξα στο διάβασμα. Πέρασα στη Φιλοσοφική Αθηνών. Τότε άρχισα να φτιάχνω γλυπτά στο δωμάτιο της φοιτητικής εστίας και να πειραματίζομαι με διάφορα υλικά, όπως ξύλα, πολυουρεθάνη και ό,τι έβρισκα. Το 2007, αφού έκανα διάφορες δουλειές του ποδαριού, μάζεψα χρήματα και έκανα μαζί με τη φίλη μου Φιορούλα τον γύρο της Ευρώπης με το τρένο. Εκεί συνειδητοποίησα ότι υπήρχε ένα τεράστιο κίνημα που δεν έμοιαζε με το γκράφιτι, ήταν κάτι άλλο, έμοιαζε με αυτό που προσπαθούσα να κάνω με τα πινέλα στην Κέρκυρα. Το είχαν όμως πάει σε άλλο επίπεδο. Χρησιμοποιούσαν στένσιλ, κοντάρια, μονωτικές ταινίες, ακόμα και πλακάκια, όπως ο Space Invader. Τα είδα όλα αυτά στη γέννησή τους από κοντά. Ακόμα δεν είχαμε Facebook, Instagram και τέτοια. Ακόμα τα ταξίδια είχαν αυτή την αξία. Το 2008 ξεκινούσε η βαθιά κρίση και το street art στην Αθήνα άρχισε να ανθίζει. Σε αυτό το κύμα καλλιτεχνών ανήκω και εγώ.
Πλέον με τι ασχολείσαι κυρίως;
Τώρα πια δημιουργώ στον δημόσιο χώρο, κυρίως κατόπιν παραγγελίας. Δε μου αρέσει πια να κάνω βανδαλισμό. Το βρίσκω και αστείο, έχω μεγαλώσει. Επίσης, συνειδητοποίησα ότι χρειάζεται πιο πολλή μαγκιά να χτυπήσεις την πόρτα αυτού που θέλεις να βάψεις τον τοίχο του και να τον πείσεις πως αυτό που θέλεις να κάνεις αξίζει τον κόπο παρά να πας μέσα στη νύχτα και να κάνεις μια βιαστική "μπόμπα" σαν τον κλέφτη. Ο βανδαλισμός προέκυψε από μια αλλοτρίωση. Αυτή η αποξένωση των μεγαλουπόλεων της Αμερικής δε μου αρέσει και σίγουρα δε μας ταιριάζει. Προτιμώ τον "τρόπο" των νησιών, όπου κάθε άνοιξη όλοι μαζί ασβεστώνουν τους τοίχους και τους δρόμους. Μου ταιριάζει πιο πολύ. Είναι θέμα αισθητικής. Αυτή η ευγένεια της συνύπαρξης σε μια πόλη με γοητεύει πιο πολύ από την εφηβική παραβατικότητα και την αντίδραση με αυτοσκοπό την αδρεναλίνη και την επιβεβαίωση του ανδρισμού.

Προέρχεσαι από μια καλλιτεχνική οικογένεια. Ποια είναι η θέση της τέχνης στη ζωή μας;
Ο πατέρας μου ήθελε να γίνει μουσικός. Έπαιζε ροκ με τα παιδιά της γειτονιάς – ένας από αυτούς ήταν ο πατέρας του Alex Kapranos, τραγουδιστή των Franz Ferdinand! Παράλληλα, έκανε σχέδιο μόδας στη Σχολή Βελουδάκη. Ο πατέρας της μητέρας μου ήταν Γάλλος και εργαζόταν στο Ινστιτούτο Παστέρ. Είχε όμως πάθος με τη φωτογραφία, πράγμα σπάνιο για τη δεκαετία του ’30. Ήταν φίλος του αρχιτέκτονα Πικιώνη, του γλύπτη Θανάση Απάρτη και ήταν και στην επιτροπή για τις υποτροφίες του γαλλικού κράτους μαζί με τον Ροζέ Μιλιέξ και τον Οκτάβιο Μερλιέ. Ήταν υπεύθυνοι για τη ναύλωση του πλοίου "Ματαρόα", που έστειλε για σπουδές στη Γαλλία διανοούμενους όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο φιλόσοφος Αξελός και ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος. Η μητέρα μου, Ντομινίκ, μετά τον Μάη του ’68, ενώ ήταν ακόμα φοιτήτρια, αποφάσισε να έρθει διακοπές στην Ελλάδα για να γνωρίσει τον τόπο που αγαπούσε ο πατέρας της. Τότε γνώρισε και τον πατέρα μου, που ήταν ανεπιθύμητος για τη χούντα. Είχε μακριά μαλλιά και φορούσε κόκκινα παντελόνια. Η μητέρα μου τον πήρε μαζί της στο Παρίσι. Ο παππούς μου δεν τον ήθελε χωρίς σπουδές. Αναγκάστηκε, για να παντρευτεί τη μητέρα μου, να σπουδάσει στην Beaux-Arts του Παρισιού και ακολούθησε το εργαστήρι της γλυπτικής. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον μεγάλωσα. Η τέχνη για μένα είναι ένας τρόπος να υπάρχω. Χωρίς τη δημιουργία με πιάνει μελαγχολία, είναι αυτό που με κρατάει ζωντανό. Ίσως είναι ένα άχρηστο επάγγελμα για τα καθημερινά ζητήματα, αλλά οι καλές τέχνες προϋποθέτουν έναν συνδυασμό χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας που διευρύνει την ανθρώπινη αντίληψη και καλλιεργεί μια ευαισθησία. Αυτή η ευαισθησία μάς διαχωρίζει από τα κτήνη. Η μουσική, η ζωγραφική, η γλυπτική, η ποίηση είναι όσα μας κρατούν ψηλά... ελπίζω.
Στα έργα σου πρωταγωνιστούν συγκεκριμένα χρώματα, όπως το λευκό, το μπλε, το πορτοκαλί και το μαύρο. Τι σημαίνουν για σένα;
Ξεκίνησα να χρησιμοποιώ αυτά τα χρώματα όταν μετά από ένα διάστημα όπου έμενα στο εξωτερικό ένιωσα νοσταλγία για το ελληνικό φως. Είναι ένας συνδυασμός χρωμάτων που με ηρεμεί και μου δημιουργεί ένα αίσθημα οικειότητας. Ένα γνώριμο αίσθημα, σαν αυτό που νιώθεις όταν ανάβουν το κεράκι σου στον Επιτάφιο για να κάνεις σταυρό πάνω από την πόρτα, όπως όταν βουτάς ψωμί στη χωριάτικη για να μην πάει χαμένο το λαδάκι ή όταν καίγονται τα πέλματά σου στην άμμο και περπατάς μέχρι το νερό για να σβήσουν.

Ποιον θεωρείς τον πιο σημαντικό σταθμό στην πορεία σου μέχρι σήμερα;
Την υποτροφία στη σχολή Focus, την πρώτη ατομική έκθεση στην γκαλερί Dio Horia, τα ταξίδια στην Αμερική για διαλέξεις και ζωγραφική, τα εξώφυλλα στους New York Times και στο National Geographic, τη συνεργασία με το site της WeTransfer, το γήπεδο που ζωγράφισα για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο όταν έγινε πρώτη φορά MVP, το βραβείο Artworks του Ιδρύματος Νιάρχος, το σχέδιο που έκανα για το μπουκάλι του Metaxa, τη συμμετοχή στο φεστιβάλ UPAW του Μονακό...

Τι περιλαμβάνουν τα άμεσα σχέδιά σου;
Πρόσφατα ολοκλήρωσα ένα πορτρέτο της Iris Apfel για τη φιλανθρωπική δημοπρασία που διοργανώνουν τα H&M και, παράλληλα, ετοιμάζω τα σχέδια για τα Gabby Awards 2022 της Νέας Υόρκης.
Τι θα πρότεινες σε κάποιον που προγραμματίζει μια απόδραση στην Κέρκυρα να κάνει στο νησί;
Να κάνει μια βόλτα πριν δύσει ο ήλιος στο γήπεδο γκολφ που είναι κοντά στους Έρμονες – είναι ένα φανταστικό πάρκο που θυμίζει άλλη εποχή. Αργότερα να κατευθυνθεί στην πόλη για φαγητό στο εστιατόριο Pomo d’Oro, κάπου ανάμεσα στη νομαρχία και στο δημαρχείο – καλό θα ήταν να κάνει κράτηση γιατί δεν έχει πολλά τραπέζια. Το επόμενο πρωί να πάει με τα πόδια από τη Γαρίτσα ως το Μον Ρεπό και να κάνει μια βουτιά σαν ντόπιος βασιλιάς.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για Mόδα, Ομορφιά, Συγχρονη Ζωή, Πολιτισμό, Design και Γαστρονομία στο madamefigaro.gr