Η Εβδομάδα Μόδας του Παρισιού φιλοξένησε το πιο αναμενόμενο ντεμπούτο των τελευταίων ετών: την πρώτη γυναικεία συλλογή του Jonathan Anderson για τον οίκο Dior για τη σεζόν Άνοιξη/Καλοκαίρι 2026. Ο 40χρονος Βορειοϊρλανδός σχεδιαστής, ο πρώτος που αναλαμβάνει ταυτόχρονα την καλλιτεχνική διεύθυνση τόσο των ανδρικών όσο και των γυναικείων συλλογών του ιστορικού γαλλικού οίκου, έθεσε αμέσως το διακύβευμα της πρόκλησης. Η έναρξη της επίδειξης δεν ήταν ένας απλός χαιρετισμός, αλλά μια σπάνια, ειλικρινής τοποθέτηση πάνω στην ιστορική πίεση που βίωσε.


Το εναρκτήριο μήνυμα, "You Dare Enter the House of Dior?", ήταν η εισαγωγή σε ένα βίντεο που δημιουργήθηκε από τον Βρετανό ντοκιμαντερίστα Adam Curtis. Προβλήθηκε σε μια γιγαντιαία ανεστραμμένη πυραμίδα και διαδέχτηκε πλάνα από ταινίες τρόμου, όπως το Stage Fright του Hitchcock με καταιγιστικές αναφορές σε όλους τους προκατόχους του Anderson, από τον Christian Dior και τον John Galliano μέχρι τον Raf Simons και τη Maria Grazia Chiuri.










Ο Anderson, ένας λάτρης της ιστορίας, παραδέχτηκε ότι ο Curtis είχε carte blanche να παράγει ό,τι ήθελε, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μια έξυπνη αντανάκλαση της ψυχοσύνθεσής του. "Ήθελα να δείξω πόσοι άνθρωποι έχουν περάσει από τον οίκο. Αλλά, ναι, [ο Curtis] έδειξε τον φόβο και τη νεύρωση του να αναλαμβάνεις ένα brand", συμφώνησε. Ο συμβολισμός ολοκληρώθηκε όταν το βίντεο φάνηκε να πέφτει συμβολικά μέσα σε ένα κουτί παπουτσιών Dior στο πάτωμα, το οποίο ο σχεδιαστής είδε ως ένα "κουτί αναμνήσεων και παλιών φωτογραφιών" που μπορεί να ανοίξει, να πάρει στοιχεία, να το κλείσει και να μην το κοιτάξει. Ο Anderson, άλλωστε, δεν φοβάται την ιστορία, αλλά την αποδομεί με σεβασμό για να την κάνει πάλι επίκαιρη, όπως έκανε με τόση επιτυχία στον οίκο Loewe, μετατρέποντάς τον από μια "βαρετή εταιρεία δερμάτινων ειδών σε ένα ζωντανό φαινόμενο τέχνης-πολιτισμού-μόδας".
Η συλλογή του Anderson ήταν μια μελέτη της ισορροπίας μεταξύ "έντασης και αρμονίας", όπως έγραψε στις σημειώσεις του. Ο ίδιος βλέπει την αποστολή του ως "τη θόλωση της ιδέας των δεκαετιών μαζί" και την αφαίρεση του "πολύ μεγάλου σεβασμού" γύρω από το όνομα Dior.







Το Bar Jacket, το ιερό σύμβολο του New Look του 1947, ήταν παρών, αλλά συρρικνωμένος σε "παιδικές" αναλογίες. Φτιαγμένο από αστραφτερό πράσινο ιρλανδικό Donegal tweed, συνδυάστηκε με μια λιλιπούτεια πλισέ φούστα, αποδεικνύοντας ότι οι παραδόσεις χαίρουν σεβασμού. Η Maria Grazia Chiuri είχε ήδη απελευθερώσει τους κώδικες του οίκου Dior από τους κορσέδες του, και ο Anderson δεν έκανε πίσω. Αντ' αυτού, δημιούργησε μια ακόμα πιο ελαφριά ιδέα για τη δαντέλα. Ένα μαύρο lace lingerie dress, για παράδειγμα, είχε στην πλάτη του φτερά που θύμιζαν πεταλούδα, ένα σχέδιο που είχε ως αναφορά το εμβληματικό φόρεμα "La Cigale" που δημιούργησε ο Christian Dior, το 1952. Αυτή η πριγκιπική εμφάνιση ήταν επίσης έντονη μέσω των prints και των κεντημάτων από σιφόν. Ο Anderson καταφέρνει να διατηρήσει έναν πιο fashion forward χαρακτήρα όταν γίνεται πιο παράξενος και απροσδόκητος.











Ο σχεδιαστής έφερε τα δικά του αγαπημένα πόλο πουκάμισα και τζιν στην πασαρέλα, συνδυάζοντάς τα με φούστες από πολυτελές ιρλανδικό tweed ή με φούστες-σορτς εμπνευσμένες από τα ανδρικά cargo shorts. Εμφανίστηκαν επίσης mini φούστες με ακατέργαστο τελείωμα, καθώς καi φορέματα από ζέρσεϊ, ως μια αναφορά στην αφαιρετική πλευρά της μόδας. Ο ίδιος δήλωσε ότι σκοπός του είναι "να μην ανησυχεί αν θα το κάνει σωστά ή λάθος. Είναι να δουλεύει πάνω στις ιδέες".






Ο Anderson, ο οποίος αναδιαμόρφωσε τον Loewe με τα αξεσουάρ που δημιούργησε, έδειξε αμέσως την εμπορική του οξυδέρκεια. Η τσάντα La Cigale, που ήταν εμπνευσμένη από το αρχειακό φόρεμα, σε σχήμα structured crossbody και οι bowling τσάντες από suede είναι προορισμένες να γίνουν best-sellers. Τα παπούτσια, σε συνεργασία με τη Nina Christen, ήταν εξίσου κάποια πολύ δυνατά στοιχεία που πρωταγωνίστησαν στα looks.
Η Delphine Arnault, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της Christian Dior Couture, εξέφρασε την εμπιστοσύνη της για το έργο του σχεδιαστή "Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του Jonathan είναι η επανερμηνεία του παρελθόντος με έναν εξαιρετικά μοντέρνο και θηλυκό τρόπο... Λάτρεψα απόλυτα τις τσάντες, ειδικά τη La Cigale με τον μικρό φιόγκο".
Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές, αναγνωρίζοντας τη δυσκολία της δουλειάς και την ταχύτητα του αποτελέσματος. Για παράδειγμα η Anna Dello Russo δήλωσε πως "Είναι εκπληκτικό. Το έκανε. Για μένα, ο Jonathan είναι ο ένας. Νιώθω το boom, αυτή η συλλογή είναι μια bomba. Νομίζω ότι είναι ηγέτης για τη γενιά του".
Συνοψίζοντας, ο Jonathan Anderson, έχοντας λάβει τη συμβουλή του John Galliano, πως "όσο περισσότερο αγαπάς το brand, τόσο περισσότερο θα σου το ανταποδώσει", δεν φοβήθηκε να αγαπήσει τον Dior. Η συλλογή του δεν είναι μια συνέχεια, αλλά μια διαταραχή, μια επανεγγραφή στην οποία οι φιόγκοι είχαν αρχιτεκτονική ακρίβεια, η δαντέλα έγινε άτακτη και η εκκεντρικότητα αντιμετωπίστηκε ως μια μορφή χάρης. Όπως υποδηλώνει και το μόνιμο επιχείρημά του, ο Dior "μπορεί να καεί και να ανακαλυφθεί ξανά". Ο Anderson, λοιπόν, όχι μόνο τόλμησε να μπει, αλλά και εξασφάλισε ότι η πόρτα του οίκου άνοιξε διάπλατα σε μια νέα εποχή όπου η "Μορφή" του Dior συναντά τη "Νεύρωση" του Anderson.
Το show