Το Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας κυκλοφορεί στα σινεμά ένα χρόνο μετά την πρώτη προβολή του στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
Κανείς δεν μπορεί να πει ότι γνωρίζει πραγματικά ποια είναι η Μαρία Κάλλας. Ακόμη κι αν έχει περάσει δύο ολόκληρα χρόνια της ζωής του κάνοντας μια ενδελεχή έρευνα σε ό,τι αφορά τη ζωή και την καριέρα της, όπως έκανε ο Βασίλης Λούρας. Το αποτέλεσμα μιας ιδέας που είχε για να τιμήσουν την επέτειο για τα 100 χρόνια Μαρία Κάλλας είναι ένα εμπεριστατωμένο και συγκινητικό ντοκιμαντέρ που έκανε πρεμιέρα τον Δεκέμβριο του 2023 στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Σήμερα 13 Φεβρουαρίου το Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας κυκλοφορεί σε οκτώ κινηματογραφικές αίθουσες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, από το Cinobo, για να συναντήσει ακόμα περισσότερους ανθρώπους και να αποκαταστήσει την αλήθεια για τη ντίβα της όπερας.
Το σενάριο του ντοκιμαντέρ ανήκει στον Βασίλη Λούρα που υπογράφει και τη σκηνοθεσία του μαζί με τον Μιχάλη Ασθενίδη. Μέσα από την κινηματογραφική παρουσίαση σπάνιου αρχειακού υλικού, ανέκδοτων ηχογραφήσεων, συνεντεύξεων και ηχητικών ντοκουμέντων μας αφηγούνται την ιστορία θέλησης, ταλέντου, εργατικότητας, αφοσίωσης αλλά και αντίστασης.

Πώς όμως όλα αυτά τα κομμάτια του παζλ ενώθηκαν σε μία συναρπαστική ιστορία με αρχή, μέση και τέλος; Ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ περιγράφει στη Madame Figaro την διαδικασία, με όλες τις χαρές και τις απογοητεύσεις, και εξομολογείται τι θα ήθελε να κρατήσουν οι θεατές βγαίνοντας από την κινηματογραφική αίθουσα.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα για το ντοκιμαντέρ;
Ξεκίνησε από τη συνειδητοποίηση ότι στη γνώση που έχουμε για την Κάλλας, τα αθηναϊκά χρόνια είναι μία λιγότερο γνωστή περίοδος. Διαπίστωσα ότι στις βιογραφίες που έχουν κυκλοφορήσει σε όλο τον κόσμο και στα ντοκιμαντέρ που έχουν γίνει μέχρι τώρα, η αθηναϊκή περίοδος της Κάλλας ήταν δύο σειρές. Έλεγαν κάποια πολύ βασικά: ότι ήρθε εδώ το 1937, γνώρισε την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, τραγούδησε Φιντέλιο και ξαναγύρισε στη Νέα Υόρκη το 1945. Αυτό προφανώς συνέβαινε γιατί οι ξένοι ερευνητές, που είχαν μιλήσει για την Κάλλας, είχαν το εμπόδιο της γλώσσας και ήταν πολύ δύσκολο να έρθουν στην Ελλάδα να κάνουν έρευνα καθώς τα γεγονότα αυτά δεν ήταν καθόλου γνωστά. Σκέφτηκα ότι θα ήταν μία υπέροχη ευκαιρία, το 2023 που συμπληρώνονταν τα 100 χρόνια για την Κάλλας, η ίδια η Λυρική, που η Κάλλας είναι κομμάτι της ιστορίας της, να προσπαθήσει να αφηγηθεί αυτή την ιστορία. Αν κάναμε οτιδήποτε άλλο θα ήταν ένα ακόμα οπτικοακουστικό με πράγματα που, λίγο ή πολύ, είχαν ειπωθεί. Ήταν για εμάς μία καλή και ουσιαστική ευκαιρία να μιλήσουμε για αυτή την περίοδο που και μας αφορά βιωματικά, ως οργανισμό και ως Έλληνες, αλλά και είναι άγνωστη για το κοινό άρα, θα υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Αυτή τη σκέψη, ευτυχώς, ο Γιώργος Κουμεντάκης την αγκάλιασε πολύ γρήγορα και μας έδωσε την ανάθεση να την κάνουμε στο πλαίσιο των 100 ετών για τη Μαρία Κάλλας. Από εκεί, ξεκινήσαμε να μπαίνουμε πάρα πολύ βαθιά σε κάθε πληροφορία.

Πώς χειρίστηκες το κομμάτι της έρευνας;
Κινήθηκα πάνω σε δύο άξονες. Ο ένας είναι οι πληροφορίες που έπρεπε να βρω αμιγώς για αυτά τα ελληνικά χρόνια, από το 1937 μέχρι το 1945. Ο άλλος, είναι ότι έψαξα όλες τις συνεντεύξεις που είχε δώσει κι όλα τα βιβλία που είχαν γραφτεί στα μεταγενέστερά της χρόνια όπου, πολύ συχνά, επιθυμούσε η ίδια να αναφέρεται στα χρόνια της Αθήνας. Με συγκινούσαν πολύ οι συνεντεύξεις που άκουγα, πάντα στα αγγλικά ή τα γαλλικά, όπου έλεγε ότι "η πρώτη μου καριέρα ήταν στην Αθήνα" και ότι "αν δεν είχα ζήσει αυτά που έζησα στην Αθήνα δεν θα μπορούσα να κάνω αυτά που έκανα, με αυτό τον τρόπο που τα έκανα στη συνέχεια".

Κάποια στιγμή ενώθηκαν αυτοί οι δύο δρόμοι και προσπαθήσαμε αυτά τα στοιχεία να τα βάλουμε το ένα απέναντι από το άλλο. Για αυτό, σε διάφορα σημεία του ντοκιμαντέρ, η αναφορά των ίδιων των γεγονότων συνοδεύεται από μία ατάκα της ίδιας της Κάλλας σε μεταγενέστερη συνέντευξή της που τα επιβεβαιώνει.

Αυτή ήταν όμως μόνο η αρχή, τα πολύ βασικά γεγονότα. Μπαίνοντας σε βάθος στην έρευνα, αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε και να είναι πολύ σαφή και όλα τα περιφερειακά γεγονότα. Τι συνέβαινε δηλαδή πίσω από τις σπουδές της, πίσω από τις παραστάσεις που έδινε στη Λυρική, πώς ήταν η οικογενειακή ζωή, πώς ήταν οι συνθήκες που ζούσε, πώς ήταν η κατάσταση μέσα στην Κατοχή στην οποία ζούσε, πώς όλο αυτό τους δυσκόλευε και πώς δυσκόλευε την ίδια. Τα μειονεκτήματα που η ίδια είχε, όπως ήταν η μυωπία ή το πάχος της ή το γεγονός ότι δεν μιλούσε καλά ελληνικά όταν ήρθε από την Αμερική. Πώς κατάφερνε όλα αυτά να τα κάνει πλεονεκτήματα και κυρίως πάνω απ' όλα, πώς είχε αυτή την τρομακτική δύναμη και τη διάθεση για μελέτη, αυτή τη στοχοπροσήλωση που την έκανε να μελετά και να μαθαίνει τα πράγματα με τρομερές ταχύτητες και να αποδίδει με τρομερές ταχύτητες. Αυτό ήταν που μας ενθουσίασε κατά τη διάρκεια της έρευνας, ότι ενώ ήταν τα πάντα εναντίον της η ίδια έτρεχε μπροστά με χίλια σαν να μην την ενδιέφερε τίποτα από το περιβάλλον της, παρά μόνο ήθελε να βγάλει προς τα έξω αυτό που είχε μέσα της. Αυτό είναι νομίζω το ρεζουμέ της ιστορίας που για μένα είναι πάντα πολύ συγκινητικό και πολύ γοητευτικό.
Πώς ήταν η καθημερινότητά σου την περίοδο που έκανες την έρευνα για το ντοκιμαντέρ;
Ήταν σαν να ήταν μονοθεματικά για εμένα εκείνα τα δύο χρόνια. Προφανώς δεν σταμάτησα τη δουλειά μου, δούλευα κανονικά αλλά το μυαλό μου ήταν σταθερά σε ένα θέμα. Από το πρωί που σηκωνόμουν και πήγαινα για τρέξιμο, είχα στα ακουστικά μου και άκουγα συνεντεύξεις. Όλη τη μέρα έψαχνα κάτι: μιλούσα στο τηλέφωνο ή έψαχνα σε ένα βιβλίο ή έψαχνα στο ίντερνετ ή αλληλογραφούσα -αυτές τις χιλιάδες αλληλογραφίες που κάναμε με ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Ήταν το πιο δημιουργικό κομμάτι και αυτό που έφερνε πολύ μεγάλη χαρά γιατί τα αποτελέσματα ήταν πολύ γρήγορα εμφανή. Μετά, πολύ γρήγορα, ερχόντουσαν και οι απογοητεύσεις για πράγματα που ελπίζαμε ότι θα υπάρχουν όπως, για παράδειγμα, η ηχογράφηση από τις δύο παραγωγές στην Επίδαυρο. Δυστυχώς, δεν τη βρήκαμε ποτέ. Και είναι λίγο παράλογο να έχουμε την ηχογράφηση του '57 στο Ηρώδειο και να μην έχουμε τις ηχογραφήσεις του '60 και του '61 στην Επίδαυρο που ήταν δύο τρομερά διεθνή γεγονότα και είχαν έρθει οι πάντες. Κι όμως, δεν σώζονται οι ηχογραφήσεις. Είχαμε πολλές τέτοιες απογοητεύσεις. Φτάναμε πολύ κοντά σε ανθρώπους που κάτι είχαν παραπάνω να μας πουν και τελικά δίσταζαν, δεν έβγαινε αυτό που ελπίζαμε ότι θα βγει. Αυτό όμως είναι νομίζω και συνώνυμο με την έρευνα, προχωράς μερικά βήματα, κάνεις λίγο πίσω, ξαναπαίρνεις μία δύναμη για να το πας προς άλλη κατεύθυνση. Ήταν πάντως για εμένα μία εξαιρετικά δημιουργική διαδικασία.

Όταν φτάσατε στο μοντάζ άλλαξε αυτό;
Αυτό είχε άλλου τύπου δυσκολίες γιατί για την περίοδο 1937-1945, για τα πρώτα οκτώ χρόνια, φυσικά δεν υπάρχουν καθόλου οπτικοακουστικά ντοκουμέντα. Υπάρχουν μόνο φωτογραφίες και προγράμματα οπότε έπρεπε να βρούμε με τον Μιχάλη Ασθενίδη έναν τρόπο, όλα όσα είχαμε βρει στην έρευνά μας να τα παρουσιάσουμε κινηματογραφικά και ελκυστικά για τον θεατή. Έπρεπε να εφεύρουμε έναν καινούριο τρόπο παρουσίασης. Εκεί μπήκε και το άλλο ζήτημα, που εμένα πάντα με ενδιαφέρει αλλά μας βοήθησε και σαν εικόνα, το γεγονός ότι συνδέσαμε πάρα πολύ την Κάλλας με τα τοπόσημα της Αθήνας και το πώς είναι σήμερα ή το πώς ήταν τότε. Πιθανώς με εικόνες που δεν είχαν αμιγώς σχέση με την ίδια την Κάλλας, δεν ήταν φωτογραφίες παραστάσεων ή από την καθημερινή της ζωή, αλλά φωτογραφίες και βίντεο των σημείων που έζησε και δραστηριοποιήθηκε: των σπιτιών της,των Ωδείων που σπούδασε, των δρόμων που περπάτησε, των πάρκων που πήγαινε. Επειδή είναι, ούτως ή άλλως, η αθηναϊκή ιστορία της αυτή που περιγράφουμε, σκεφτήκαμε ότι θα βοηθούσε να την ντύσουμε και με εικόνες της Αθήνας. Αυτό ήταν και επιλογή αλλά ήταν και απάντηση σε ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε: πώς θα βρούμε έναν δημιουργικό τρόπο να ντύσουμε όλα αυτά τα υλικά που είχαμε. Αυτό ήταν και μία από τις δυσκολίες που είχαμε όταν φτάσαμε να μπούμε στη διαδικασία του μοντάζ και των γυρισμάτων.

Μέχρι το πρωί της πρεμιέρας κάναμε μοντάζ με τον Μιχάλη γιατί πάλι είχαμε ένα πρόβλημα με κάποιες φωτογραφίες που τα δικαιώματα δεν ήταν ξεκάθαρα οπότε τις αφαιρέσαμε. Ήταν μια διαδικασία που είχε πολύ μεγάλο άγχος αλλά και πολύ μεγάλη χαρά. Τη χαρά να βλέπεις ένα πράγμα να παίρνει σάρκα και οστά και εκεί που στην αρχή ήταν μερικά σκόρπια γεγονότα, μετά κάπως έβγαινε μια ροή και μία ιστορία και πήγαινε κάπου. Ξεκινούσε κάπου και πήγαινε κάπου.

Όταν ολοκληρώθηκε και είδατε το αποτέλεσμα πια κι εσείς, ποιο συναίσθημα κυριάρχησε;
Ήταν τόσο μεγάλη η αγωνία που δεν ξέρω να σου πω. (Γελάει.) Λίγο πριν από την πρεμιέρα, αρχίσαμε να το δείχνουμε σε κάποιους ανθρώπους που εμπιστευόμαστε και θέλαμε τη γνώμη τους. Την πρώτη φορά που το δείξαμε, ένα μήνα περίπου πριν, πήραμε πολύ σοβαρές παρατηρήσεις από αυτούς και διορθώσαμε πολλά πράγματα. Γιατί όσο το δουλεύαμε μόνοι μας κάθε μέρα στο μοντάζ, δεν είχαμε κι ένα τρίτο μάτι να μας πει: αυτό δεν λειτουργεί καλά ή αυτό είναι πολύ φλύαρο, αυτό σκέψου το λίγο διαφορετικά ή αυτό δεν βγάζει νόημα. Μας βοήθησε πολύ ένα πρώτο feedback που πήραμε από ανθρώπους που ήταν πολύ αγαπημένοι μας, άνθρωποι που ξέρουν και από κινηματογράφο και από έρευνα και μουσική. Αυτό ήταν μία μικρή πρώτη βοήθεια. Νομίζω ότι την αίσθηση, συνολικά, την πήραμε κι εμείς το βράδυ της πρεμιέρας.
Πώς θα περιέγραφες τη Μαρία Κάλλας τώρα που την έχεις γνωρίσει καλύτερα μέσα από όλο αυτό το δημιουργικό ταξίδι;
Νιώθω ότι σε ένα βαθμό την έχω γνωρίσει. Φυσικά δεν μπορεί κανείς να πει ότι μια τέτοια προσωπικότητα μπορεί να τη γνωρίσει καλά. Περισσότερο θα έλεγα ότι την έχω συμπονέσει. Όλα αυτά τα τραύματα, που είχε από πάρα πολύ μικρή και που τα ζούσε μέχρι και τα τελευταία της χρόνια, τα αισθάνομαι κι εγώ πολύ μέσα μου και την καταλάβαινα για πολλά πράγματα. Και ότι είχε τη δύναμη να τα ξεπερνάει όλα αλλά και ότι μια ζωή κουβαλούσε αυτά τα τραύματα, μέχρι και στις μεγάλες της δόξες μέχρι και μετά που οι δόξες έφυγαν και έμεινε μόνη της. Ήταν τραύματα σε μεγάλο βαθμό άδικα. Τα τραύματα μιας οικογένειας που είναι προβληματική ή τα τραύματα μιας κοινωνίας που είναι σε τόσο μεγάλη κρίση, όσο ήταν η ελληνική κοινωνία εκείνη την εποχή, τη σημάδεψαν. Σίγουρα σε έναν βαθμό τη βοήθησαν στο να γίνει πιο σκληρή, να γίνει πιο εργατική, να θέλει να φύγει από αυτό το πράγμα και να γίνει κάτι μεγάλο αλλά στο τέλος της μέρας πάντα είχε ένα τραύμα με το οποίο κοιμόταν μαζί. Αυτό είναι κάτι που πάντα με συγκινεί και με στεναχωρεί και το πιο βασικό από όλα νομίζω είναι -αυτό που πάντα έχω βαρεθεί να το λέω και ίσως και οι άνθρωποι έχουν βαρεθεί να το ακούνε- ότι αισθάνομαι ότι ήταν μόνη και απροστάτευτη και όσο ζούσε, σε όλα τα επίπεδα, από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή της ζωής της. Δυστυχώς ακόμη κι όταν πέθανε και πολύ περισσότερο τώρα, είναι ακόμα πιο απροστάτευτη γιατί δεν έχει κανένα ίδρυμα ή κανέναν κληρονόμο να διασφαλίζει τη φήμη της, το όνομά της, την κληρονομιά της. Ο καθένας μπορεί να τη χρησιμοποιήσει όπως θέλει και αυτό ισχύει μέχρι και σήμερα. Έχω αυτή την αίσθηση ότι ήταν ένας άνθρωπος που ήταν τόσο σπουδαίος καλλιτέχνης -άλλαξε τόσο πολύ την όπερα και βοήθησε τόσο πολύ τους ανθρώπους να γίνουν καλύτεροι ακούγοντάς την- και όμως η ίδια ήταν πάντα μόνη και απροστάτευτη.

Θεωρείς ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές εικόνες της Κάλλας στην Ελλάδα και το εξωτερικό;
Όχι, δεν το πιστεύω αυτό. Θεωρώ ότι υπάρχουν δύο εικόνες της Κάλλας στην πρόσληψη που έχει για αυτήν το μεγάλο κοινό. Νομίζω ότι είναι ένα μικρό κομμάτι του κοινού που ενδιαφέρεται, ξέρει και ψάχνει την καλλιτέχνη Κάλλας και ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι που βλέπει μόνο τον μύθο Κάλλας, που δεν ψάχνει τίποτα πίσω από αυτή την εικόνα. Έτσι όμως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, καμία φορά το όνομα ξεπερνάει και την καλλιτεχνική ταυτότητα του ανθρώπου, γίνεται κάτι άλλο.

Τι θα ήθελες να κρατήσει ο θεατής βγαίνοντας από την αίθουσα και έχοντας δει το ντοκιμαντέρ;
Αν καταφέραμε να βάλουμε ένα λιθαράκι στο να κάνουμε γνωστά τα πραγματικά γεγονότα της ζωής της, αυτά που συνδέονται με την Ελλάδα είναι πάρα πολύ σημαντικό για εμάς. Ένας στόχος, που τον είχα στο μυαλό μου από την πρώτη στιγμή, ήταν να καταρρίψουμε αυτές τις φήμες που διαχρονικά τη συνοδεύουν ότι συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, με τους Ιταλούς και ήταν προδότρια. Δεν έχουν καμία βάση και προσπαθήσαμε πολύ στο ντοκιμαντέρ, και μέσω ντοκουμέντων και μεσω συνεντεύξεων, να τα καταρρίψουμε. Θέλω να ελπίζω ότι σε ένα βαθμό το καταφέραμε οπότε με ενδιαφέρει αυτό να το κρατήσει ο κόσμος. Και το τελευταίο και πιο σημαντικό, είναι ότι με την ηχογράφηση με την οποία κλείνει το ντοκιμαντέρ καταδεικνύεται ότι η Κάλλας μέχρι και την τελευταία μέρα της ζωής της δούλευε. Ήταν μία καλλιτέχνης που δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται και να προσπαθεί να επιστρέψει στην ενεργό δράση. Δεν ήταν απλώς μια κυρία, που την παρουσιάζουν κάποιες βιογραφίες, που είχε αφεθεί στο διαμέρισμα της στο Παρίσι με μια ραγισμένη καρδιά από τον Ωνάση και δεν έκανε τίποτα και ήταν σε κατάθλιψη. Όχι, δεν ήταν αυτό. Ήταν μια καλλιτέχνις που κάθε μέρα είχε την πιανίστα της και έκαναν πρόβα και αυτή ήταν η ζωή της. Δεν σταμάτησε ποτέ το τραγούδι και δεν σταμάτησε η τέχνη να είναι η ζωή της.