Η υψίφωνος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μιλάει στη Madame Figaro για τον εμβληματικό τη ρόλο στη Λουτσία ντι Λαμμερμούρ και άλλες σημαντικές στιγμές από την πορεία της στην όπερα.
Η Βασιλική Καραγιάννη θεωρεί την Εθνική Λυρική Σκηνή το "καλλιτεχνικό της σπίτι" αφού όχι μόνο έκανε το ντεμπούτο της σε αυτή αλλά μέσα στα χρόνια πρωταγωνίστησε σε πολλές από τις σπουδαίες παραγωγές της. Κάθε της επιστροφή έχει την ίδια συναισθηματική φόρτιση για την υψίφωνο παρόλο που έχει πλέον εμφανιστεί στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα, φεστιβάλ και αίθουσες συναυλιών διεθνώς. Αυτή τη φορά την βλέπουμε και την ακούμε στο αριστούργημα του ρομαντικού μπελ κάντο Λουτσία ντι Λαμμερμούρ. Υποδύεται την κεντρική ηρωίδα στις παραστάσεις που παρουσιάζονται 23, 27, 29 Απριλίου και 4, 11 Μαΐου, σε σκηνοθεσία της διάσημης Βρετανίδας σκηνοθέτριας Katie Mitchell και μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού. Λίγο πριν από τις εμφανίσεις της μίλησε στη Madame Figaro για τον εμβληματικό ρόλο στο αριστούργημα του Gaetano Donizetti, για τις γυναίκες που ξεχωρίζει από το ρεπερτόριό της αλλά το πώς εκείνη αγάπησε την όπερα.

Το διάστημα των προβών είναι μια απαιτητική περίοδος για εσάς. Φαντάζομαι απαιτεί και καλή φυσική κατάσταση.
Χρειάζεται μία πολύ καλή φυσική κατάσταση και συγκέντρωση για να μπορέσεις να αποδώσεις τον ρόλο σου. Γιατί δεν είναι μόνο σωματική κόπωση αλλά και πνευματική. Μην ξεχνάμε, σε εμάς τους τραγουδιστές και ειδικά της όπερας, είναι πολύ μεγάλη η ενέργεια που χρειαζόμαστε για να μπορέσουμε να στηρίξουμε έναν ρόλο από την αρχή μέχρι το τέλος ενός έργου αφού το όργανο είναι μέσα στο σώμα μας. Ακόμα κι αν υπάρχουν σημεία που δεν τραγουδάει κανείς, πρέπει να υπολογίσεις αυτά τα "μουσικά διαλείμματα" να μη πέφτει η ενέργειά σου. Στη συγκεκριμένη παράσταση, που η σκηνοθεσία είναι πάρα πολύ απαιτητική και κινηματογραφική, απαιτείται σχεδόν όλοι οι ρόλοι και κυρίως οι πρωταγωνιστές να είναι στη σκηνή από την πρώτη νότα που θα ξεκινήσει η ορχήστρα μέχρι την τελευταία. Καταλαβαίνετε ότι εδώ η φυσική κατάσταση πρέπει να είναι κάτι παραπάνω από άριστη.
Η προετοιμασία και η προσέγγιση ενός ρόλου όπως η Λουτσία, διαφέρει για με αυτές μίας εμφάνισης σαν αυτή που κάνατε στην Αρχαία Ολυμπία όπου ερμηνεύσατε τον Ολυμπιακό Ύμνο το 2021;
Η εμφάνιση ενός καλλιτέχνη έχει πάντα το ίδιο αίσθημα ευθύνης παρόλο που δυσκολία είναι πολύ διαφορετική. Η Αρχαία Ολυμπία ήταν για εμένα μεγαλειώδης και μεγάλη τιμή να ερμηνεύσω τον Ολυμπιακό Ύμνο σε αυτό τον μοναδικό χώρο που γεννήθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες και που επί χρόνια γίνονταν εκεί. Σκεφτείτε ότι στη γενική πρόβα για την Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας διέκοψα στη μέση γιατί συγκινήθηκα. Είχα φορτιστεί πάρα πολύ συναισθηματικά. Σαφώς, δεν έχει την ίδια δυσκολία με το να κάνεις μία παράσταση όπερας. Είναι διαφορετικές οι συνθήκες, διαφορετικές οι απαιτήσεις. Εκεί, ήμουν εντελώς εκτεθειμένη γιατί δεν είχα την ορχήστρα να στηρίζει τη φωνή μου. Τραγουδούσα εντελώς μόνη μου σε μια παγκόσμια μετάδοση όπου με έβλεπε όλος ο πλανήτης. Αλλά το να κάνεις και μία παράσταση ζωντανά στο κοινό με τόσο μεγάλες φωνητικές απαιτήσεις, όπως είναι ο ρόλος της Λουτσία ντι Λαμμερμούρ συγκεκριμένα, είναι εντελώς διαφορετική δυσκολία.
Ερμηνεύοντας ξανά αυτό τον ρόλο, νιώθετε σαν να επιστρέφετε σε μια παλιά φίλη ή συστήνεστε μαζί της από την αρχή;
Και με μια παλιά φίλη που όμως έχουμε να τη δούμε καιρό, δεν ανταλλάσσουμε τα νέα μας; Δεν έχουμε αλλάξει; Αλλάζουμε από τη μία μέρα στην άλλη, έτσι και η προσέγγιση του ρόλου αλλάζει γιατί αλλάζει η δική μας οπτική. Προστίθενται στοιχεία, από τον τρόπο που βλέπω και θα προσεγγίσω φωνητικά τον χαρακτήρα μέχρι τον σκηνοθέτη. Με όλα αυτά τα δεδομένα σαφώς και βγαίνει μία καινούρια εικόνα της "παλιάς φίλης", ένα καινούριο πρόσωπο, με νέα συναισθήματα, με νέες λεπτομέρειες που δημιουργούν ένα προφίλ φυσικά βασισμένο σε αυτό που ήδη γνωρίζουμε.


Τι ξεχωρίζετε στην ηρωίδα σας; Υπάρχει κάτι που δεν σας αρέσει καθόλου σε εκείνη;
Αυτό που δεν μου αρέσει είναι ότι τη βρίσκω, ως χαρακτήρα, αρκετά παθητική. Είναι μία γυναίκα η οποία "υποτάσσεται" σε αυτό που της ζητάει η οικογένειά της, κόντρα στα δικά της συναισθήματα, την προσωπικότητά της και τα δικά της θέλω. Βεβαίως, θα τη δικαιολογήσω γιατί έχει κάποια στοιχεία που θα την οδηγήσουν στο τέλος του έργου στην παράνοια. Σίγουρα οι καταστάσεις την οδηγούν εκεί αλλά προφανώς υπάρχει κι ένα υπόβαθρο. Στη σκηνοθεσία που αναβιώνουμε τώρα, της Katie Mitchell, το στοιχείο της παράνοιας της υπάρχει από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται η Λουτσία στη σκηνή γιατί βλέπει μπροστά της φαντάσματα τα οποία βλέπει και ο θεατής. Αυτά όσον αφορά τον χαρακτήρα. Όσον αφορά τον ρόλο, τον λατρεύω. Είναι μουσική μπελ κάντο που ανήκει στην αγαπημένη μου εποχή, το αγαπημένο μου στιλ μουσικής όπερας. Φυσικά είναι ένας τεράστια προκλητικός ρόλος τόσο φωνητικά όσο και ερμηνευτικά. Πρέπει ερμηνευτικά να κλιμακώσεις αυτό το στοιχείο της μικρής παράνοιας που οδηγεί στο τέλος στην τρέλα αλλά και φωνητικά θα πρέπει να ζυγίσεις τη φωνή σου αλλά και συναισθήματα. Εγώ βιώνει πολύ συναισθηματικά τους ρόλους και είναι ένα στοιχείο που πάντοτε δυσκολεύομαι να "κοντρολάρω".
Η πάλη με τα φαντάσματα μοιάζει λίγο και με τη μάχη που δίνουν οι σύγχρονες γυναίκες με τα πατριαρχικά στερεότυπα που παρόλο που προσπαθούν να ζουν χωρίς αυτά είναι ριζωμένα βαθιά μέσα μας.
Ισχύει, όσο και να εξελισσόμαστε, δυστυχώς, υπάρχουν. Όσο και συνειδητά να θέλουμε να απαλλαχθούμε από αυτά, πολλές φορές τα κουβαλάμε θέλοντας και μη. Θέλω να πιστεύω όμως ότι υπάρχει μία εξέλιξη σε αυτό το κομμάτι και θέλω να είμαι αισιόδοξη ότι θα έχει ακόμα μεγαλύτερη όσο προχωρά ο καιρός.

Στο ρεπερτόριο σας έχετε πολλούς ακόμα σπουδαίους ρόλους. Υπάρχει κάποιος ακόμα που ξεχωρίζετε πέρα από τη Λουτσία;
Σίγουρα αγαπώ τη Βιολέτα στην Τραβιάτα που είναι από τους πολύ αγαπημένους μου ρόλους και τις περισσότερες ηρωίδες του μπελ κάντο. Την Άννα Μπολένα, τη Νόρμα αλλά και τη Μαντάμ Μπατερφλάι του Πουτσίνι.
Έχετε εμφανιστεί πλέον στα μεγαλύτερα Λυρικά Θέατρα του κόσμου. Πώς είναι όμως όταν ερμηνεύεται στη Ενθική Λυρική Σκηνή;
Η συγκίνηση είναι πάντα μεγάλη και η ευθύνη ακόμα πιο μεγάλη σε όποιο θέατρο και αν εμφανιστεί κανείς. Πόσω μάλλον σε ένα θέατρο που σε γνωρίζουν και σε αγκαλιάζει το κοινό και θέλεις κι εσύ να δώσεις τον καλύτερο εαυτό σου. Η Λυρική είναι το καλλιτεχνικό μου σπίτι. Είχα την ευκαιρία, από πάρα πολύ νεαρή ηλικία, να κάνω ντεμπούτο, να εμφανιστώ σε ένα τεράστιο ρόλο -και για την ηλικία μου αλλά και για το ρεπερτόριο-, αυτόν της Βασίλισσας της Νύχτας. Μου εμπιστεύτηκε αυτό τον ρόλο και στη συνέχεια, αδιάκοπα, επί σειρά ετών, πρωταγωνιστικούς ρόλους. Μου έδινε και μου δίνει πάντοτε τέτοιες μεγάλες ευκαιρίες και είμαι ευγνώμων.
Στο εξωτερικό υπάρχει και ένα μεγαλύτερο αίσθημα καταξίωσης;
Καταξίωση είναι παντού, ακόμα και στην Ελλάδα από τη στιγμή που είσαι ενεργή, τραγουδάς, προσφέρεις και σου προσφέρει και το θέατρο και ο κόσμος. Στο εξωτερικό, το να φτάσει κανείς σε τόσο τεράστια θέατρα, από άποψη όγκου και κοινού αλλά και καλλιτεχνικής εμβέλειας, είναι μεγάλη καταξίωση αλλά η ευθύνη δεν παύει ποτέ να είναι τεράστια παντού. Κάθε θέατρο, αναλόγως και πόσο γνωρίζει κανείς το υπόβαθρό του, έχει άλλα θέματα. Ας πούμε, στη Σκάλα του Μιλάνου το κοινό είναι πάρα πολύ αυστηρό και μπορεί να μη σε χειροκροτήσει, στην καλύτερη των περιπτώσεων ή να σε γιουχάρει στη χειρότερη. Το έχω δει με τα μάτια μου αυτό να συμβαίνει. Σε παράσταση που έχω τραγουδήσει, έχει τύχει συνάδελφο να μην τον χειροκροτήσουν και κάποιον άλλον, στην ίδια παράσταση, να τον γιουχάρουν. Ακόμα κι αν δεν είναι προς εσένα, είναι το ίδιο λυπηρό, αγχωτικό και άσχημο.
Σας έχει συμβεί κάτι αντίστοιχο;
Ευτυχώς δεν μου έχει τύχει. Ίσα ίσα στη σκάλα του Μιλάνου βρήκα τεράστια αποδοχή. Κάποια στιγμή, μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια λόγω της τεράστιας διάρκειας του χειροκροτήματος που είχα. Γενικά, δεν έχω παράπονο από τα θέατρα και εδώ και στο εξωτερικό. Με έχουν αγκαλιάσει από το Govent Garden, τη Βασιλική Όπερα της Δανίας μέχρι το Τόκιο. Το Τόκιο ειδικά θυμίζει λίγο εποχές δεκαετίας '50 και '60, σε περιμένουν έξω από το θέατρο για αυτόγραφα. Είναι μια πρωτόγνωρη εκδήλωση αγάπης για τη δική μας εποχή. Αυτό ίσχυε τότε που ήταν η Μαρία Κάλλας και η Τζόαν Σάδερλαντ αλλά στην Ιαπωνία το έχω βιώσει. Έχω βιώσει να γυρίζω από βόλτα τις ενδιάμεσες μέρες των παραστάσεών μου και να βρω άνθρωπο στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, που είχε μάθει σε ποιο ξενοδοχείο μένω, για να ζητήσει αυτόγραφο. Είναι πολύ όμορφο.
Η όπερα χρειάζεται συγκεκριμένο υπόβαθρο. Άρα, απευθύνεται σε λίγους;
Το υπόβαθρο όσον αφορά τη γνώση του να ξέρει κανείς τι πρόκειται να δει, χρειάζεται. Δεν μπορεί να πάει σε ένα μέρος αν δεν ξέρει καν τι είναι η κλασική μουσική. Η όπερα όμως είναι για όλους. Δυστυχώς, δεν έχουμε ανάλογη παιδεία στη χώρα μας παρόλο που η όπερα γεννήθηκε στην Ελλάδα γιατί είναι βασισμένη στη δομή της αρχαίας τραγωδίας -άρα υπάρχει στο DNA μας. Όσοι τη γνωρίζουν, δεν υπάρχει περίπτωση να μη γίνουν μεγάλοι ακόλουθοι και σας το λέω εκ πείρας. Φυσικά, σε αυτό συμβάλουν και οι πολύ ωραίες παραγωγές και ίσως και οι πιο σύγχρονες που τις κάνουν λίγο πιο προσιτές στο νεανικό κοινό. Γιατί κάποιοι θεωρούν την όπερα σαν ένα μουσειακό είδος και παρακολουθούν μόνο κλασικές σκηνοθεσίες. Όχι, χρειάζονται οι κλασικές για να γνωρίζει κανείς πώς είναι και πώς ήταν την εποχή που γράφτηκαν τα έργα αλλά χρειάζονται και οι λίγο πιο μοντέρνες προσεγγίσεις. Εκτός αυτού, υπάρχει και πιο νέος καλλιτεχνικός κόσμος που τραγουδάει. Όλα αυτά φέρνουν συνεχώς κόσμο την όπερα.
Συνέβαλε θετικά νομίζω και η επέτειος για τα 100 χρόνια της Μαρίας Κάλλας. Βέβαια, διαπιστώσαμε πόσα λίγα ξέραμε τελικά για εκείνη.
Όσοι παίρνουν το ερέθισμα, και λίγο να ασχοληθούν και να μάθουν δύο πράγματα, αμέσως γίνονται φαν. Η περίπτωση της Κάλλας είναι από αυτές που όλοι ξέρουν το όνομα της αλλά λίγοι ξέρουν το μεγαλείο της -μόνο αυτοί που ασχολούνται πάρα πολύ. Η επέτειος ίσως ήταν μια αφορμή και σίγουρα βοήθησαν και τα μεγάλα αφιερώματα που έγιναν ανά τον κόσμο. Μεγάλο ρόλο έπαιξε και η Λυρική Σκηνή και είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό που έκανε με τα αφιερώματα και τα ανεβάσματα. Με τη Μήδεια που ανέβασε σε συμπαραγωγή με τη Metropolitan Opera και το ντοκιμαντέρ, που θεωρώ ότι είναι από τα καλύτερα αφιερώματα που έχουν γίνει στο όνομά της. Όλα αυτά είναι ένα είδος εκπαίδευσης. Αυτά χρειάζεται ο κόσμος για να μάθει.

Εσείς, πώς αγαπήσατε την όπερα; Από την οικογένεια;
Αγάπησα γενικά τη μουσική από την οικογένεια. Έπαιζε ο μπαμπάς μου εντελώς ερασιτεχνικά μουσική στο σπίτι και μου έδινε ερεθίσματα με αποτέλεσμα να την αγαπήσω. Το ότι άκουγα μουσική ήταν το πρώτο κέντρισμα και έπειτα ότι πήγα από πολύ μικρή στο Ωδείο Από 7 χρονών πήγα για να μάθω ακορντεόν που έπαιζε και ο μπαμπάς μου. Αυτό ήταν το πρώτο μου μάθημα. Έκτοτε, όταν άκουσα πρώτη φορά όπερα είπα εγώ θέλω να κάνω αυτό. Βέβαια, άρχισα να τραγουδάω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Από πολύ μικρό παιδί τραγουδούσα τα πάντα, ό,τι άκουγα το αναπαρήγαγα. Νιώθω ότι έχω μεγαλώσει με την όπερα μέσα μου ή έχει μεγαλώσει η όπερα μέσα μου.