Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της δίσκου, "Μήπως να κάνουμε μια παύση?", η Μαρίζα Ρίζου μιλά δίχως φίλτρο στην Madame Figaro.
Πριν από έναν χρόνο και ενώ η δημοτικότητά της ήταν στο ζενίθ, η Μαρίζα Ρίζου ένιωσε να παθαίνει burnout, να πνίγεται όχι απλώς από την επιτυχία της, αλλά και από την ίδια την ιδιότητά της ως τραγουδίστρια και μουσικός. Τότε αποφάσισε να τα παρατήσει όλα και να απομονωθεί στη Σέριφο για μερικές εβδομάδες. Τελικά, πέρασε εκεί αρκετούς μήνες και, όταν πρόσφατα επέστρεψε, έφερε μαζί της μια νέα δισκογραφική δουλειά, με τίτλο Μήπως να κάνουμε μια Παύση? (μόλις κυκλοφόρησε από την εταιρεία Walnut), και τη λυτρωτική συνειδητοποίηση ότι πλέον ξέρει πώς να αντικρίζει κατάματα τις πληγές και τους φόβους της προσβλέποντας πάντα στο φως.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τι θυμάσαι από την παιδική σου ηλικία;
Δεν ήμουν πολύ ήσυχο παιδί και, απ’ ό,τι έχω καταλάβει από τις περιγραφές των δικών μου αλλά και από τα βίντεο, αρκετά "τσαούσω". Ήμουν ευχάριστο παιδί –είχα τον ρόλο του διασκεδαστή– και, νομίζω, και ενδιαφέρον, αλλά, για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω ακριβώς πώς ήμουν.

Θυμάσαι πότε και πώς μπήκε στη ζωή σου η μουσική;
Σίγουρα η ζωή μου θα ήταν πολύ διαφορετική αν δεν υπήρχε η αδελφή μου. Είναι έξι χρόνια μεγαλύτερη και, αν δεν ήταν εκείνη, μπορεί το πιάνο να μην έμπαινε ποτέ στο σπίτι μας. Έπαιζε μουσική, τραγουδούσαμε παρέα, μου μάθαινε δεύτερες φωνές και υπήρξε καταλυτικός παράγοντας στα ακούσματά μου, ακόμα και αν η ίδια δεν ασχολήθηκε ποτέ επαγγελματικά με τον χώρο. Μάλιστα, στον καινούριο μου δίσκο υπάρχει ένα κομμάτι που λέγεται Ένα τραγούδι και είναι γραμμένο για εκείνη. Είναι το δικό μου "ευχαριστώ".
Τι ήταν αυτό που σε έκανε να θέλεις να μοιραστείς τη μουσική που έγραφες;
Τα τελευταία χρόνια ένιωθα έντονα την ανάγκη να κατανοήσω για ποιον λόγο θέλω να ανεβαίνω στη σκηνή, γιατί θέλω να τραγουδάω, ποιον επιθυμώ να γοητεύσω και για ποιον λόγο. Ανακάλυψα ότι όλο αυτό είναι σίγουρα μια προσωπική εκτόνωση, μια λύτρωση που επέρχεται από την ίδια τη δραστηριότητα του να τραγουδάω, να παίζω, να γράφω, αλλά ταυτόχρονα πιστεύω ότι σε όλους τους καλλιτέχνες υπάρχει και μια ανάγκη για επιβεβαίωση, για χειροκρότημα. Το κοινό γίνεται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο, συνειδητό ή πιο ασυνείδητο βαθμό, η μαμά και ο μπαμπάς μας, θέλουμε να μας αγκαλιάσει, να μας πει "μπράβο".
Δεν άκουσες αρκετά "μπράβο" όταν ήσουν μικρή;
Ίσως δεν τα άκουσα με τον τρόπο, στη στιγμή ή στον βαθμό που τα είχα ανάγκη. Έχω την τύχη να έχω δύο καλούς γονείς, όμορφους ανθρώπους, με πολύ γλυκιά ψυχή, αλλά και με σφάλματα. Σε μια ύπαρξη σαν κι εμένα, με κάπως έντονη την ευαλωτότητα αλλά και τον ναρκισσισμό (aka καλλιτέχνις), όλα εγγράφονται και βιώνονται πιο έντονα.
Πώς το ανακάλυψες αυτό;
Νομίζω ότι ο μόνος δρόμος είναι η ψυχανάλυση, με ή χωρίς θεραπευτή. Αυτή η διαδρομή του να κοιτάξω προς τα μέσα, ώστε να πιάσω το νήμα από την άκρη του και να βγω στο φως.
Γιατί μας είναι τόσο δύσκολο και επώδυνο να αναγνωρίσουμε και να αντιμετωπίσουμε τις όποιες πληγές μας;
Υπάρχει μια φράση που με έχει καθορίσει, το "It’s the fear of the fear itself" (Είναι ο φόβος του ίδιου του φόβου). Πιστεύω ότι κάτω από όλα, μα όλα, υπάρχει φως, ομορφιά και γαλήνη. Αλλά, για να φτάσουμε εκεί, πρέπει να περάσουμε από κάποιες "δοκιμασίες". Γεννιόμαστε καθαροί και αθώοι και βιώνουμε την απόλυτη ηρεμία, αλλά μεγαλώνοντας η πρόκληση είναι να νικήσουμε τον ίδιο τον φόβο. Προφανώς δεν πρόκειται για κάποια δική μου, προσωπική ανακάλυψη. Σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι έχουν φτάσει σε αυτά τα συμπεράσματα, όπως ο Henry David Thoreau, ο Walt Whitman ή ο Νίκος Καζαντζάκης όταν έγραψε το γνωστό: "Αν μπορείς, κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει".

Μόλις κυκλοφόρησε ο πέμπτος σου δίσκος, με τίτλο Μήπως να κάνουμε μια Παύση? Πώς βιώνεις όλη αυτή τη δημιουργική διαδικασία;
Μέσα στα χρόνια βιώνω πολύ διαφορετικά τη διαδικασία της δημιουργίας ενός δίσκου. Ενώ γράφω τραγούδια από τον πρώτο μου δίσκο, μόλις τον περασμένο Ιούνιο αποδέχτηκα ότι είμαι τραγουδοποιός. Το καλοκαίρι που μας πέρασε ένιωσα ότι βρίσκομαι σε ένα ψυχικό τέλμα, αλλά ταυτόχρονα βίωσα την όλη διαδικασία της δημιουργίας αυτού του δίσκου πιο ουσιαστικά και θεραπευτικά από ποτέ. Δεν είναι τυχαίες ακόμα και οι λέξεις που χρησιμοποιώ: τα προηγούμενα χρόνια έλεγα ότι "έκανα εμετό το τάδε τραγούδι" και τώρα ήταν η πρώτη φορά που επέλεξα τη λέξη "γέννα" για να περιγράψω τη δημιουργία τους.
Για πρώτη φορά παρατήρησα να εκκολάπτονται τα πράγματα μέσα μου, ένιωσα τους πόνους πριν από τη γέννα. Γιατί, αν και ζω με αυτό πολλά χρόνια, πρώτη φορά το αποδέχτηκα και είπα: "Ωχ, μάλλον είμαι όντως καλλιτέχνις" με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Ξέρεις, μέσα μου υπάρχει ένα πάρα πολύ λογικό κομμάτι, δεν είμαι "φευγάτη" στη συμπεριφορά μου, δεν είμαι απρόβλεπτη ως συνεργάτις, δε φωνάζω, δεν έχω εκρήξεις, είμαι οργανωτική και υπολογιστική. Ταυτόχρονα όμως διαθέτω κάτι πολύ καλλιτεχνικό, που τραβιέται από το συναίσθημα και πάει πέρα δώθε, και αυτά τα δύο δεν είχα καταφέρει να τα δω στην πλήρη διάστασή τους όλα αυτά τα χρόνια. Είναι η πρώτη φορά που κοιτάζω και αποδέχομαι τις δύο αυτές βασικές πλευρές μου.
Βοηθάει ο πόνος στο να γεννηθεί ένα τραγούδι;
Μάλλον ναι, αν και με ενοχλεί που το παραδέχομαι. Αν δε θέλεις να γράφεις επιφανειακά –που και αυτό είναι πολύ OK και απολαυστικό–, νομίζω πως ο πόνος ανοίγει δρόμους.
Το πώς θα αντιμετωπίσει το κοινό τα τραγούδια σου είναι πιο σημαντικό από πριν, μιας και αυτά τα "γέννησες";
Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο δίσκος αφορά περισσότερο από ποτέ τον "πυρήνα" μου. Δεν ξέρω αν θα κάνει επιτυχία και δεν ξέρω αν πια με απασχολεί και πολύ αυτό. Με ενδιαφέρει να είναι ένας βραδύκαυστος δίσκος. Γυρνάει προς τα μέσα και μιλάει για τη σχέση του ανθρώπου με τον ίδιο τον έρωτα –και όχι με κάποιο πρόσωπο– και, κυρίως, με τη φύση. Σίγουρα θα βρει τους συγγενείς του. Συγγενείς για μένα είναι οι άνθρωποι εκεί έξω που συνδέονται με τους στίχους και τη μουσική που γράφω και νιώθω φοβερή ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς. Είναι διαφορετικό το να είσαι τραγουδίστρια από το να είσαι τραγουδοποιός. Όταν είσαι τραγουδοποιός, εκθέτεις τον τρόπο με τον οποίο βλέπεις τη ζωή και είναι δικά σου τα λόγια και κάθε λέξη που επιλέγεις. Εκθέτεις την ψυχή σου, το ημερολόγιό σου. Είναι πιο βαθιά η έκθεση, αλλά και η σύνδεση.

Τι ακριβώς είναι η παύση που προτείνεις και στον τίτλο του δίσκου σου;
Παύση είναι η μη δραστηριότητα, που όμως έχει δράση. Μπορεί να συμβεί για λίγα λεπτά μέσα στη μέρα ή για κάποια περίοδο. Ο άνθρωπος επιλέγει, αντί να κοιτάξει έξω, να κοιτάξει μέσα. Πρόκειται για μια διαδικασία δύσκολη –αν σκεφτεί κανείς το πόσο μακριά βρισκόμαστε από τη φύση μας σε συνδυασμό με τους παρανοϊκά γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας– αλλά και λυτρωτική.
Εσύ από τι ήθελες να κάνεις παύση;
Μη νομίζεις ότι το έχω ξεδιαλύνει ακόμα τελείως! Το εξερευνώ. Νομίζω πως ήθελα να κάνω παύση από το μονοδιάστατο του πράγματος γενικότερα. Πιστεύω στις πολλαπλές ταυτότητες και ένιωσα πνιγμό από το ότι με καθόριζε τόσο πολύ το ότι είμαι μουσικός. Κατάλαβα ότι έχει πάρει πάρα πολύ χρόνο από τη ζωή μου και ένιωθα ότι, αν συνεχίσω έτσι, δε θα το κάνω με το ίδιο κέφι. Δε θα επέτρεπα ποτέ να γίνει διεκπεραιωτικό κάτι που έχω αγαπήσει τόσο πολύ, ούτε θα διακινδύνευα να αλλοιωθεί η εμπιστοσύνη των ανθρώπων που έρχονται στα live. Τους σέβομαι πολύ για να το κάνω απλώς για να το κάνω ή επειδή έχω καινούριο δίσκο. Είχα ανάγκη να δω και άλλες πλευρές μου, τι θέλω σχετικά και με άλλα πράγματα στη ζωή μου και να δω πώς είμαι χωρίς τη σκηνή για λίγο. Γιατί χωρίς τη μουσική δε θα είμαι ποτέ.
Σου έλειψε η σκηνή; Πώς αισθάνεσαι όταν ανεβαίνεις εκεί;
Αγκαλιά, σύνδεση και επικοινωνία. Νιώθω φοβερή ευτυχία όταν φτάνω στο σημείο να είμαι απολύτως ο εαυτός μου
στη σκηνή. Μου λείπει πολύ και ανυπομονώ να θέλω να ανέβω ξανά. Κάτι μου λέει ότι η σχέση μου με τους ανθρώπους στα live θα είναι εκατό φορές πιο ποιοτική μετά από αυτή την παύση. Βέβαια, ίσως και να χάσω κάποιες πιο επιφανειακές σχέσεις, αλλά είμαι ΟΚ με αυτό. Ξέρω ότι θα ενδυναμωθούν οι ουσιαστικές.
Πότε αποδέχτηκες τον εαυτό σου;
Δεν τον έχω αποδεχτεί ακόμη, συνεχίζω να τον μαθαίνω με μεγάλη περιέργεια. Και ειδικά τώρα, στα 38 μου χρόνια, υπάρχουν μέρες που νιώθω πιο κοντά και πιο καλά από ποτέ με τον εαυτό μου. Αυτές οι μέρες λειτουργούν για μένα σαν φάρος για τις άλλες, εκείνες όπου νιώθω δυσφορία και τις οποίες πλέον αντιμετωπίζω με στωικότητα γιατί ξέρω ότι είναι πολλές οι μέρες που νιώθω καλά. Όσο μεγαλώνω προσπαθώ να στρογγυλεύω και να μην έχω γωνίες.
Είσαι ανοιχτή στη ζωή και σε αυτά που σου φέρνει;
Έχω αρχίσει να είμαι. Έχω υπάρξει απόλυτη και πολύ κλειστή, ανελεύθερη, θα έλεγα. Υπάρχει ένα τίμημα στην ελευθερία,
γι’ αυτό, ενώ όλοι λέμε ότι τη θέλουμε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την αποφεύγουμε. Η ελευθερία απαιτεί να έχεις τόση πειθαρχία, ώστε να μη χρειάζεσαι κάποιον άλλο να σου βάλει πλαίσια, να το κάνεις από μόνος σου. Αλλιώς, μπορεί να οδηγηθείς στο χάος.

Τι σε γοητεύει σε έναν άνθρωπο;
Θαυμάζω τους ανθρώπους που έχουν αποφασίσει να μεγαλώνουν όμορφα και με γοητεύουν όσοι δε φοβούνται να αλλάζουν. Αντίθετα, με κουράζουν φοβερά αυτοί που παραμένουν αμετακίνητοι, με κάνουν να πλήττω. Με πνίγει η πνευματική ανελευθερία.
Είσαι μια γυναίκα που έχει επιλέξει να είναι ο εαυτός της και να λέει την άποψή της. Πιστεύεις ότι αυτό "φοβίζει" τους άνδρες;
Φοβίζει σίγουρα εκείνους που δεν έχουν αυτοπεποίθηση. Αν ένας άνθρωπος αναγνωρίσει όλες τις ποιότητες στον εαυτό του, θα καταλάβει ότι αυτές υπάρχουν και στους άλλους γιατί όλοι είμαστε ένα. Αν ένας άνδρας αναγνωρίσει και αποδεχτεί ότι είναι ένας πολεμιστής και ταυτόχρονα ένα πεντάχρονο αγόρι και ότι η μία ταυτότητα δεν απειλεί την άλλη, τότε θα καταλάβει ότι και μια γυναίκα μπορεί ταυτόχρονα να είναι μια αμαζόνα και ένα κοριτσάκι. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το φύλο, αλλά με τον άνθρωπο γενικά.
Πάντως, η αλήθεια είναι ότι οι σχέσεις παραμένουν μια δύσκολη υπόθεση... Γιατί πιστεύεις ότι τόσο πολλοί φοβούνται να δεσμευτούν;
Νομίζω πως βρισκόμαστε στην περίοδο του situationship. Σε πολλούς ανθρώπους η δέσμευση φαντάζει σαν ανελευθερία, ενώ είναι ακριβώς το αντίθετο. Οι περισσότεροι αναζητούμε ένα πρόσωπο που θα διώξει τη θλίψη, τα τραύματα και τα προβλήματά μας μακριά. Δεν υπάρχει αυτό το πρόσωπο. Ευτυχώς που δεν υπάρχει. Για μένα είναι πολύ πιο ουσιαστική η αναζήτηση ενός καλού συμπαίκτη παρά ενός σωτήρα. Επιπλέον, το σώμα μας ξέρει να μας πει αν εδώ γίνεται κάτι ωραίο και φωτεινό ή αν το περιβάλλον είναι τοξικό. Απλώς έχουμε ξεχάσει να ακούμε και να εμπιστευόμαστε το ένστικτό μας.
Τι επιθυμείς περισσότερο σε αυτή τη φάση της ζωής σου;
Σε σχέση με τα υλικά αγαθά, θέλω πολύ να αγοράσω κάτι στη Σέριφο και να περνάω τη μισή χρονιά στο νησί και την άλλη μισή στην Αθήνα. Σε βαθύτερο επίπεδο, επιθυμώ να συνεχίσω να με ακούω και να μάθω να με αποκωδικοποιώ ακόμα καλύτερα. Σε ό,τι αφορά τα όνειρά μου για τη μουσική, αυτό που θα ήθελα είναι οι άνθρωποι που τους αφορούν όσα γράφω να είναι εκεί όταν θα έχω κάτι να πω. Και να έχω ηρεμία, να κοιμάμαι ήσυχη. Ούτε πολλά λεφτά θέλω ούτε ιδιαίτερη προβολή.
Αν σου ζητούσα να επιλέξεις ένα τραγούδι που σε εκφράζει περισσότερο αυτή τη στιγμή, ποιο θα διάλεγες;
Στον καινούριο δίσκο υπάρχει ένα τραγούδι που έχει τίτλο Αμμουδιά 1 και είναι το πρώτο που έγραψα όταν πήγα στο νησί. Ξεκινάει με τζιτζίκια –γιατί όταν γράφτηκε ακούγονταν τζιτζίκια– και λέει: "Ένα χωριό που να ’ναι άδειο, να φτιάξω απ’ την αρχή / Να βλέπει θάλασσα μαγεία, κανείς να μη με βρει / Κι όταν θεραπευτώ και θέλω να βγω απ’ τη σπηλιά / Να ’ρθούνε κι άλλοι στην αυλή μου, να ζήσουμε αγκαλιά".