Το μυθιστόρημα θα κυκλοφορήσει στις 16 Μαρτίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Το ¨Πράσινο Σημειωματάριο" είναι ένα σύγχρονο μυθιστόρημα με ξεχωριστούς χαρακτήρες, συγκίνηση και χιούμορ, άρωμα Λονδίνου και έντονη κινηματογραφική ατμόσφαιρα.
Κεντρικός ήρωας ο Τζούλιαν Τζεσόπ, ένας εκκεντρικός ζωγράφος εβδομήντα εννέα ετών που αποφασίζει να καταγράψει την αλήθεια για τη ζωή του σε ένα πράσινο σημειωματάριο και να το αφήσει στο καφέ της Μόνικα στην oδό Φούλαμ. Κι όσο η ιστορία ξετυλίγεται, το σημειωματάριο, που ο Τζούλιαν το έχει ονομάσει "Πείραμα της Αυθεντικότητας", αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων που το πιάνουν στα χέρια τους. Μέσα από αυτή την πρωτότυπη ανταλλαγή μυστικών οι ήρωες αποκαλύπτουν τις ενδόμυχες αλήθειες και επιθυμίες τους και μαθαίνουν πως η ειλικρίνεια δεν είναι τόσο τρομακτική όσο μοιάζει. Απεναντίας, μπορεί να οδηγήσει στην ευτυχία.
Το βιβλίο είναι μπεστ σέλερ των New York Times και μεταφράζεται σε περισσότερες από 20 χώρες.
Διάβασε ένα απόσπασμα από το βιβλίο, αποκλειστικά στο madamefiagro,gr:
Μόνικα
Είχε προσπαθήσει να επιστρέψει το τετράδιο. Με το που συνειδητοποίησε ότι ο ιδιόρρυθμος ιδιοκτήτης του το είχε αφήσει πίσω, το πήρε στα χέρια της και έτρεξε να τον προλάβει. Όμως αυτός είχε ήδη εξαφανιστεί. Κινούνταν παραδόξως γρήγορα για άνθρωπο τόσο προχωρημένης ηλικίας. Ίσως να μην ήθελε κιόλας να βρεθεί.
Ήταν ένα απλό τετράδιο με ανοιχτό πράσινο εξώφυλλο, σαν σημειωματάριο, όπως εκείνο που είχε η Μόνικα μαθήτρια και το γέμιζε με πληροφορίες για τις σχολικές της εργασίες. Οι φίλες της ζωγράφιζαν τα δικά τους με καρδούλες, λουλουδάκια και τα ονόματα των εκάστοτε αγοριών με τα οποία ήταν τσιμπημένες, αλλά της Μόνικας δεν της άρεσε να ζωγραφίζει τα τετράδιά της. Έτρεφε υπερβολικά μεγάλο σεβασμό για την ποιοτική γραφική ύλη.
Στο εξώφυλλο υπήρχαν τέσσερις μόνο λέξεις με όμορφα καλλιγραφικά γράμματα:
Το Πείραμα της Αυθεντικότητας
Στην κάτω γωνία ήταν γραμμένη με μικρότερα γράμματα η ημερομηνία: Οκτώβριος 2018. Ίσως στο εσωτερικό να υπήρχε κάποια διεύθυνση, σκέφτηκε η Μόνικα, ή τουλάχιστον ένα όνομα, ώστε να μπορέσει να το επιστρέψει. Αν και εξωτερικά το τετράδιο έμοιαζε αδιάφορο, εντούτοις σου έβγαζε μια σοβαρότητα.
Άνοιξε το εξώφυλλο. Στην πρώτη σελίδα υπήρχαν μονάχα λίγες παράγραφοι.
Πόσο καλά ξέρεις τους ανθρώπους που ζουν δίπλα σου; Πόσο καλά σε ξέρουν εκείνοι; Ξέρεις έστω τα ονόματα των γειτόνων σου; Θα το καταλάβαινες αν είχαν κάποιο πρόβλημα, ή αν είχαν μέρες να βγουν από το σπίτι τους;
Όλοι λένε ψέματα για τη ζωή τους. Τι θα γινόταν όμως αν μοιραζόσουν την αλήθεια; Εκείνο το πράγμα που σε καθορίζει, που κάνει όλα όσα σε χαρακτηρίζουν να βγάζουν νόημα; Όχι στο ίντερνετ, αλλά με τους πραγματικούς ανθρώπους γύρω σου;
Ίσως τίποτα. Ή μπορεί η αφήγηση της ιστορίας σου να σου άλλαζε τη ζωή, ή τη ζωή ενός ανθρώπου που δεν έχεις γνωρίσει ακόμη.
Αυτό θέλω να μάθω.
Στην επόμενη σελίδα ήταν γραμμένα κι άλλα. Η Μόνικα πέθαινε να συνεχίσει το διάβασμα, αλλά ήταν μια από τις πιο πολυάσχολες ώρες της ημέρας στο καφέ και ήξερε πόσο σημαντικό ήταν να μη μείνει πίσω στο πρόγραμμα. Γιατί τότε θα την έπιανε τρέλα. Φύλαξε το τετράδιο στον χώρο δίπλα στην ταμειακή όπου έβαζε τα μενού και τα φυλλάδια των διαφόρων προμηθευτών. Θα το διάβαζε αργότερα, όταν θα μπορούσε να συγκεντρωθεί κανονικά.
Η Μόνικα ξάπλωσε στον καναπέ του διαμερίσματός της ακριβώς πάνω από το καφέ, μ’ ένα μεγάλο ποτήρι λευκό σοβινιόν στο ένα χέρι και το παρατημένο τετράδιο στο άλλο. Τα ερωτήματα που είχε διαβάσει εκείνο το πρωί της τριβέλιζαν το μυαλό ζητώντας απαντήσεις. Είχε περάσει όλη τη μέρα μιλώντας σε ανθρώπους, σερβίροντάς τους καφέδες και γλυκά, κουβεντιάζοντας για τον καιρό και τα τελευταία κουτσομπολιά των διασήμων. Αλλά πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε μοιραστεί κάτι πραγματικά ουσιαστικό για τον εαυτό της με τον οποιονδήποτε; Και τι πραγματικά ήξερε για όλους αυτούς τους ανθρώπους, πέρα από το αν ήθελαν γάλα στον καφέ τους ή ζάχαρη στο τσάι τους; Άνοιξε το τετράδιο στη δεύτερη σελίδα.
Με λένε Τζούλιαν Τζεσόπ. Είμαι εβδομήντα εννιά ετών και είμαι καλλιτέχνης. Τα τελευταία πενήντα επτά χρόνια ζω στο συγκρότημα κατοικιών Τσέλσι Στούντιος της οδού Φούλαμ.
Αυτές είναι οι βασικές πληροφορίες, αλλά η αλήθεια είναι η εξής: ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ.
Συχνά περνάνε μέρες χωρίς να μιλήσω σε άνθρωπο. Μερικές φορές, όταν πρέπει να μιλήσω (γιατί μου τηλεφώνησε κάποιος για να μου πουλήσει ένα πρόγραμμα ασφάλειας προστασίας πληρωμών, για παράδειγμα), ανακαλύπτω ότι η φωνή μου βγαίνει σαν κρώξιμο, γιατί από την αχρησία σκέβρωσε και πέθανε στον λαιμό μου.
Το γήρας μ’ έχει κάνει αόρατο. Αυτό είναι κάτι ιδιαίτερα δύσκολο για μένα, γιατί πάντοτε τραβούσα τα βλέμματα. Όλοι γνώριζαν ποιος ήμουν. Δεν χρειαζόταν να συστηθώ, απλώς στεκόμουν στην πόρτα και τ’ όνομά μου έκανε τον γύρο του δωματίου σε μια αλυσίδα ψιθύρων, ακολουθούμενων από κάμποσες κλεφτές ματιές.
Μου άρεσε να καθυστερώ μπροστά σε καθρέφτες. Θυμάμαι να περνάω αργά μπροστά από βιτρίνες, τσεκάροντας το κόψιμο του σακακιού μου ή τον κυματισμό των μαλλιών μου. Τώρα, αν τύχει και βρεθώ ξαφνικά μπροστά στην αντανάκλασή μου, σχεδόν δεν με αναγνωρίζω καν. Τι τραγική ειρωνεία που η Μέρι, η οποία θα αποδεχόταν ευχαρίστως το αναπόφευκτο γήρας, πέθανε στη σχετικά μικρή ηλικία των εξήντα, ενώ εγώ είμαι ακόμη εδώ, αναγκασμένος να βλέπω τον εαυτό μου να ρημάζει λίγο λίγο.
Ως καλλιτέχνης, παρακολουθούσα τους ανθρώπους. Ανέλυα τις σχέσεις τους και παρατηρούσα πως υπάρχει πάντοτε μια ισορροπία δυνάμεων. Ο ένας σύντροφος παίρνει περισσότερη αγάπη, ενώ ο άλλος δίνει περισσότερη αγάπη. Εγώ έπρεπε να παίρνω την περισσότερη αγάπη απ’ όλους. Συνειδητοποιώ πλέον ότι θεωρούσα τη Μέρι δεδομένη, με τη συνηθισμένη, αγνή, ροδομάγουλη ομορφιά της και την αδιάλειπτη φροντίδα και αξιοπιστία της. Έμαθα να την εκτιμώ μόνο αφού έφυγε.
Η Μόνικα σταμάτησε το διάβασμα για να γυρίσει σελίδα και να πιει μια γουλιά κρασί. Δεν ήταν σίγουρη αν πολυσυμπαθούσε τον Τζούλιαν, παρότι τον λυπόταν. Υποψιαζόταν ότι ο ίδιος θα προτιμούσε την αντιπάθεια από τον οίκτο. Συνέχισε να διαβάζει.
Όσο ζούσε εδώ η Μέρι, η μικρή μας μονοκατοικία ήταν πάντοτε γεμάτη κόσμο. Τα παιδιά της γειτονιάς πηγαινοέρχονταν διαρκώς στο σπίτι μας, καθώς η Μέρι τα βομβάρδιζε με ιστορίες, συμβουλές, αναψυκτικά και δρακουλίνια. Οι λιγότερο πετυχημένοι καλλιτέχνες φίλοι μου εμφανίζονταν συνεχώς ακάλεστοι για φαγητό, μαζί με τα πρόσφατα μοντέλα μου. Η Μέρι έκανε φιλότιμες προσπάθειες να προσποιείται ότι το σπίτι της ήταν ανοιχτό για τις άλλες γυναίκες, οπότε ίσως μόνο εγώ να πρόσεχα ότι δεν τους πρόσφερε ποτέ σοκολατάκια με τον καφέ τους.
Ήμασταν πάντοτε πολυάσχολοι. Η κοινωνική μας ζωή περιστρεφόταν γύρω από τη Λέσχη Τεχνών του Τσέλσι, καθώς και τα μπιστρό και τις μπουτίκ της Κινγκς Ρόουντ και της Σλόουν Σκουέρ. Η Μέρι εργαζόταν πολλές ώρες ως μαία, ενώ εγώ ταξίδευα στη χώρα, ζωγραφίζοντας πορτρέτα ανθρώπων που θεωρούσαν ότι το πρόσωπό τους άξιζε να καταγραφεί για τις επόμενες γενιές.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, κάθε Παρασκευή απόγευμα στις 5 μ.μ., πηγαίναμε με τα πόδια στο γειτονικό κοιμητήριο του Μπρόμπτον, που αποτελούσε βολικό τόπο συνάντησης για όλους μας τους φίλους, καθώς στις τέσσερις γωνίες του συγκοινωνούσαν το Φούλαμ, το Τσέλσι, το Σάουθ Κένσινγκτον και το Ερλς Κορτ. Οργανώναμε τα Σαββατοκύριακά μας πάνω από τον τάφο του ναυάρχου Άνγκους Γουαϊτγουότερ. Τον ναύαρχο δεν τον γνωρίζαμε, απλά τύχαινε να έχει μια εντυπωσιακή οριζόντια πλάκα από μαύρο μάρμαρο τοποθετημένη πάνω από την τελευταία του κατοικία, που αποτελούσε ιδανικό τραπέζι για ποτά.
Από πολλές απόψεις, πέθανα κι εγώ μαζί με τη Μέρι. Σταμάτησα ν’ απαντώ στα τηλεφωνήματα και στα γράμματα. Άφησα τα χρώματα να στεγνώσουν πάνω στην παλέτα, ενώ μια αβάσταχτα ατελείωτη νύχτα κατέστρεψα όλους τους ημιτελείς καμβάδες μου· τους έσκισα σε πολύχρωμες σερπαντίνες και τους κομμάτιασα σε κομφετί με το ψαλίδι κοπτοραπτικής της Μέρι. Όταν βγήκα τελικά από το κουκούλι μου, καμιά πενταετία αργότερα, γείτονες είχαν μετακομίσει, φίλοι με είχαν εγκαταλείψει, ο ατζέντης μου με είχε ξεγράψει, και τότε συνειδητοποίησα πως ήμουν απαρατήρητος. Είχα ακολουθήσει αντίστροφη πορεία μεταμόρφωσης από πεταλούδα σε κάμπια.
Συνεχίζω να υψώνω ένα ποτήρι με το αγαπημένο λικέρ Baileys της Μέρι στον τάφο του ναυάρχου κάθε Παρασκευή απόγευμα, μόνο που τώρα είμαι μόνο εγώ και τα φαντάσματα των περασμένων εποχών.
Αυτή είναι η ιστορία μου. Σου δίνω το ελεύθερο να την πετάξεις στην ανακύκλωση. Ή ίσως αποφασίσεις να πεις τη δική σου αλήθεια σε τούτες τις σελίδες και μετά να δώσεις το τετραδιάκι μου κάπου αλλού. Ίσως η εμπειρία να σου φανεί καθαρτική, όπως ήταν για μένα.
Το τι θα συμβεί μετά εξαρτάται από σένα.