Η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας μας μιλάει για το σύγχρονο τοπίο του χορού στην Ελλάδα και εξηγεί γιατί είναι ένα μέσο έκφρασης που έχει ζωτική σημασία για όλους.
Όσοι αγαπούν την τέχνη του χορού γνωρίζουν καλά το όνομά της. Η Τζένη Αργυρίου αποφοίτησε από την Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης και συνέχισε τις σπουδές της στη Νέα Υόρκη με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση. Ιδρυτικό μέλος και καλλιτεχνική διευθύντρια της εταιρείας Άμορφη, εργάζεται εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια πάνω στη δημιουργία σημαντικών χορογραφικών έργων αλλά και στην καλλιτεχνική επιμέλεια και την υλοποίηση μεγάλης κλίμακας ερευνητικών καλλιτεχνικών δράσεων. Φέτος ανέλαβε καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, που θα διεξαχθεί από τις 18 έως τις 27 Ιουλίου.
Θυμάσαι πώς μπήκε ο χορός στη ζωή σου;
Θυμάμαι να είμαι ένα παιδί με πάθος για την κίνηση, να ψάχνω συνεχώς τα σωματικά όρια, να κάνω ακροβατικά με την αδελφή μου, να παρακολουθώ στην ΕΡΤ παραστάσεις μπαλέτου και καλλιτεχνικού πατινάζ και να μιμούμαι κινήσεις και γενικά να μη με χωράει ο τόπος, μέχρι που οι γονείς μου με πήγαν αρχικά να κάνω ενόργανη γυμναστική και μετά σε σχολή χορού.
Εκεί βρήκα αυτό που έψαχνα –είχα μια καταπληκτική δασκάλα που μου άνοιξε τους ορίζοντες– και μου έδινε τόση χαρά, δύναμη και ελευθερία να μπορώ να εκφραστώ σωματικά και όχι λεκτικά. Πολύ σημαντική ώθηση για μένα ήταν γενικότερα τα ’80s με τηλεοπτικές σειρές όπως ο Πυρετός της δόξας, ταινίες όπως το Dirty Dancing αλλά και τα βιντεοκλίπ της Madonna, του Michael Jackson, του Prince, που μάγεψαν πολύ κόσμο της γενιάς μου.
Μεγάλωσες στην Καβάλα. Πώς είναι τα πράγματα στην επαρχία για ένα παιδί με καλλιτεχνικές ανησυχίες;
Νιώθω τυχερή που μεγάλωσα στην επαρχία και μάλιστα σε μια τόσο όμορφη πόλη και μια εποχή που ευνοούσε την ξεγνοιασιά και το παιχνίδι. Θυμάμαι τα ατέλειωτα παιχνίδια στη γειτονιά, τις βουτιές στη θάλασσα και μετέπειτα τις βόλτες με τις παρέες μας, χωρίς κινητά και Ίντερνετ. Αλλά όλα αυτά τα προσωπικά βιώματα και ο απόηχος που αφήνουν εξαρτώνται κατά βάση από την οικογένεια και το κατά πόσο αυτή σε αποδέχεται γι’ αυτό που είσαι. Εγώ είχα αυτή τη στήριξη, άλλα παιδιά αντιμετώπισαν δυσκολίες. Επίσης, συνειδητοποιώ ότι αυτό το σταδιακό άνοιγμα στο μέγεθος της πόλης που έζησα στα νεανικά μου χρόνια, από την Καβάλα, στην Αθήνα και μετά στη Νέα Υόρκη, είχε μια ενδιαφέρουσα δυναμική εξέλιξη.

Τι όνειρα είχες όταν αποφοίτησες από την Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης;
Ήθελα να χορέψω, να ταξιδέψω, να συνεργαστώ, να πειραματιστώ, να φτιάξω δικά μου έργα. Ονειρευόμουν ο χορός να είναι μέρος της καθημερινής μου ζωής, να αφοσιωθώ σε αυτό αλλά και να μπορώ να βιοπορίζομαι από αυτό που αγαπάω.
Νιώθεις ότι πραγματοποιήθηκαν;
Ναι, πλέον μπορώ να πω ότι πραγματοποιήθηκαν. Και, ξέρεις, αυτό δεν είναι εύκολο, θέλει πείσμα, επιμονή, ευρηματικότητα και να μη σταματάς να μαθαίνεις τόσο από τις επιτυχίες όσο και από τις αποτυχίες σου. Πολλές φορές ξεχνάμε να πούμε πόσες αρνητικές απαντήσεις έχουμε λάβει στη διαδρομή μας, αλλά μέσα από αυτές προκύπτουν και όλα τα θετικά που συνήθως γράφουμε στα βιογραφικά μας. Όμως πιστεύω ότι ιδιαίτερα για τα νέα παιδιά είναι εποικοδομητικό να γνωρίζουν ότι, για να τα καταφέρεις, πρέπει να επιμένεις.
Έζησες και εργάστηκες στο εξωτερικό για πολλά χρόνια. Τι σε έκανε να επιστρέψεις στην Ελλάδα;
Αισθάνομαι βαθιά αγάπη και σύνδεση με την Ελλάδα, το φως, το τοπίο, τους ήχους, τα χρώματα αλλά και τους ανθρώπους. Με εμπνέει αυτός ο τόπος, η πλούσια ιστορία του και η μοναδική πολιτισμική ταυτότητά του, η συνύπαρξη Δύσης και Ανατολής, που είναι βαθιά βιωμένη, όσο και αν τείνουμε να το ξεχνάμε. Όσο ζούσα στο εξωτερικό γνώριζα ότι είναι κάτι εφήμερο και με ενδιέφερε να επιστρέψω και να είμαι μέρος της χορευτικής κοινότητας αυτού του τόπου, που τότε δημιουργούσε την ιστορία στον σύγχρονο χορό. Το έδαφος τότε ήταν ακόμα ακατέργαστο, υπήρχε χώρος για εξερεύνηση και το να είσαι μέρος της δημιουργίας έχει μια φοβερή μαγεία.
Έχεις ασχοληθεί πολύ με την παράδοση και το φυσικό περιβάλλον της χώρας μας. Τι ήταν αυτό που σε ώθησε;
Όταν έγινα μητέρα, με απασχολούσαν ερωτήματα όπως "Πώς μοιραζόμαστε τις εμπειρίες μας με τους άλλους;" και "Τι είδους εμπειρίες και αναμνήσεις θα ήθελα να έχουν τα παιδιά μου;". Έτσι, αποφάσισα να ασχοληθώ με τον κόσμο της παράδοσης, τη σχέση του χορού με τον τόπο και το περιβάλλον. Η πρόθεσή μου ήταν να βρω γέφυρες που συνδέουν τα σώματα, να ανακαλύψω ξανά τον χορό και τη συνδετική του δύναμη καθώς και τις δυνατότητες που μπορούν να προσφέρουν οι συλλογικές πολιτισμικές αξίες σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από τον ψηφιακό ατομικισμό και τη φυσική απομάκρυνση.
Έτσι, ξεκίνησα να φτιάχνω μια σειρά από έργα που ερευνούν τους διαφορετικούς τρόπους έκφρασης μέσω των παραδοσιακών χορών, τραγουδιών, ρυθμών και μοτίβων αλλά και άλλων ανώνυμων μορφών "τέχνης", που συναντώνται, επίσης, στην αρχιτεκτονική ή ακόμη και στη γεωργία και μας συνδέουν ως πολιτισμικά όντα εδώ και αιώνες.
Πώς θα χαρακτήριζες το τοπίο του χορού σήμερα στην Ελλάδα;
Πιστεύω ότι οι Έλληνες καλλιτέχνες παράγουν πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά και διεκδικούν όλο και περισσότερο μέσα από το έργο τους μια κεντρική θέση στον διεθνή χάρτη. Και αυτό χρειάζεται να το πούμε και να το επιβραβεύσουμε.
Πώς νιώθεις που φέτος ανέλαβες το τιμόνι του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας;
Είναι μεγάλη τιμή και ευθύνη. Το φεστιβάλ είναι πρωτίστως ένας τόπος συνάντησης της τέχνης με την κοινωνία. Και είναι πολλές και μεγάλες οι προκλήσεις που καλούμαστε να αντιληφθούμε, να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε με δημιουργικούς τρόπους, καθώς νιώθω ότι είναι και πολύ περίπλοκη η εποχή που διανύουμε. Έχοντας επίγνωση και σεβασμό στο έργο των προκατόχων μου και στην ιστορία αυτού του θεσμού, θέλοντας να συνεχίσω να χτίζω με συνέπεια και συνοχή τα επόμενα βήματα, ήρθα αντιμέτωπη με πολύ σημαντικά ερωτήματα: Ποιος είναι ο ρόλος που πρέπει να έχει ένα φεστιβάλ χορού σήμερα, εν μέσω ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, κοινωνικών κραδασμών, πολέμων, ατομικής και συλλογικής απομόνωσης και βαθιάς αποξένωσης από τη φύση; Πώς συνδέεται η τέχνη του χορού με αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο;

Ποιο είναι το όραμά σου για τη φετινή διοργάνωση;
Το φετινό φεστιβάλ αφουγκράζεται τις αγωνίες και τους κραδασμούς της εποχής και μας προσκαλεί σε ένα ταξίδι αναστοχασμού. Κάποια από τα έργα εστιάζουν στον άνθρωπο και στο προσωπικό του ταξίδι και κάποια άλλα στην ομάδα και τις σχέσεις που αναπτύσσονται. Αυτή η εναλλαγή της εστίασης από κοντινό σε μακρινό, από προσωπικό σε οικουμενικό, από το δράμα στο χιούμορ, από το σκοτάδι στο φως, αποσκοπεί στο να μας συνδέσει με τους κόσμους και τους χορούς που συμβαίνουν μέσα μας και γύρω μας.
Τι θα έλεγες σε κάποιον για να τον παρακινήσεις να παρακολουθήσει τις φετινές δράσεις του φεστιβάλ;
Ότι ο χορός μιλάει με τη δική του γλώσσα, που δε χρειάζεται να την ξέρεις, γιατί απλά εμπεριέχεται μέσα σου. Μπορεί να σε συγκινήσει, να σε παρασύρει, να σε ταξιδέψει. Ο χορός φέρει μέσα του την κίνηση, τη ζωή, τη χαρά για έκφραση και τη δημιουργία. Το φετινό φεστιβάλ είναι και η κορύφωση της γιορτής για τα 30 χρόνια παρουσίας του στην καλλιτεχνική ζωή του τόπου.
Στο πρόγραμμα συναντάμε διαφορετικές γενιές καλλιτεχνών, με διαφορετική γεωγραφική προέλευση και ποικίλες χορογραφικές γλώσσες, παραστάσεις εντός της σκηνής αλλά και εκτός, σε διάφορα σημεία της πόλης, καθώς και προβολές ταινιών. Θα έχουμε και μια έκθεση με επιλεγμένο υλικό από το αρχείο του φεστιβάλ, ώστε το κοινό να πάρει μια γεύση από την ιστορία του.
Έχει ηλικία ο χορός;
Ο χορός ήταν και είναι μέσο έκφρασης ζωτικής σημασίας για όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας, τόπου προέλευσης, γένους ή αστικής τάξης, είναι πολιτική πράξη. Το φεστιβάλ φέτος κάνει πρεμιέρα με ένα έργο που ερμηνεύεται από καταξιωμένους χορευτές 40 ετών και άνω, που είναι ακόμα επί σκηνής και ερμηνεύουν με την ωριμότητά τους την κάθε κίνηση. Ξεκινάει, λοιπόν, με μια ωδή στην ωριμότητα του σώματος και την επιμονή των χορευτών να εμβαθύνουν στην τέχνη τους μέσα στα χρόνια.
Παράλληλα, το φεστιβάλ κάνει την πρώτη του ανάθεση για τη δημιουργία έργου με τη συμμετοχή της κοινότητας και συγκεκριμένα με γυναίκες και άνδρες χορωδούς 50 ετών και άνω από τις Λέσχες Φιλίας του Δήμου Καλαμάτας. Επίσης, στις παράλληλες δράσεις περιλαμβάνεται και μια συζήτηση ανάμεσα στην κοινότητα του χορού και στο κοινό με θέμα "Αντικρίζοντας το μέλλον: μια συζήτηση για την τέχνη της γήρανσης". Όλα αυτά θέλουν να τονίσουν ότι ο χορός δεν είναι πρωταθλητισμός, δεν έχει ημερομηνία λήξης. Ο χορός κρατάει ζωντανό το ανθρώπινο σώμα, τη φυσική παρουσία στον παρόντα χρόνο, αλλά και τη βιωματική αντίληψη του χρόνου, έννοιες που είναι μακριά από τη σημερινή ταχύτητα των πραγμάτων.
Τι μπορεί να μάθει κάποιος μέσα από τον χορό;
Να εκφράζεται, να μοιράζεται, να συνεργάζεται, να εμπιστεύεται, να συνδέεται με τη γη και τον ουρανό, να αναπνέει, να χαίρεται.
Ευχαριστούμε το εστιατόριο Avit, Καλαμιώτου 8, Αθήνα, για τη φιλοξενία.