"Η Αθήνα, η πόλη, έμεινε περισσότερο ως μια ιδέα στο μυαλό μας, μια υπόσχεση αμέτρητων δυνατοτήτων και επιλογών που σε περίμεναν εκεί στωικά οποιαδήποτε στιγμή αποφάσιζες να ξαναβγείς στον κόσμο".
Με πήρε τηλέφωνο από το Πήλιο. Γνήσιο παιδί του κέντρου, με έντονη κοινωνική ζωή, ξεκοκάλιζε φανατικά όποιον οδηγό πόλης βρισκόταν μπροστά της και αμέσως έκλεινε τραπέζι σε όποιο νέο μπαρ ή εστιατόριο επευφημούσε το urban crowd ή ζούσε το momentum του στις κριτικές γεύσης. Θέατρο, σινεμά, βερνισάζ τέχνης, συναυλίες, μεγάλες πίστες και μικρές μουσικές σκηνές, όλα ήταν στο πεδίο ενδιαφερόντων της Μαρίας ανάλογα με τα κέφια της ή τις πολιτιστικές ορέξεις της παρέας. Με τη φίλη μου τη Μαρία μοιάζουμε πολύ σ’ αυτό: Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στο κέντρο της Αθήνας, εξερευνήσαμε κάθε της δρομάκι μέσα στα 42 μας χρόνια και υπερασπιστήκαμε με ευλαβική αφοσίωση κάθε χαοτική πτυχή της, κάθε σκοτεινό βρόμικο αδιέξοδό της. Από τότε που γίναμε μαμάδες, ωστόσο, η επαφή μας με την πόλη ατόνησε. Και το τσιμέντο της παραέγινε brutal για να το παραβλέψεις και να δείξεις στο μωρό σου το φεγγάρι. Η Αθήνα, η πόλη, έμεινε περισσότερο ως μια ιδέα στο μυαλό μας, μια υπόσχεση αμέτρητων δυνατοτήτων και επιλογών που σε περίμεναν εκεί στωικά οποιαδήποτε στιγμή αποφάσιζες να ξαναβγείς στον κόσμο. Μετά την πανδημία, ωστόσο, η έννοια της μητρόπολης ως "γης της επαγγελίας" –εκεί όπου όλα μπορούν να συμβούν, όλα είναι δυνατά και όλα σου προσφέρονται απλόχερα– μοιάζει να αυτοακυρώνεται. Αυτό που μας υποσχέθηκε η ζωή στο "κλεινόν άστυ" τώρα μας το παίρνει πίσω και αφήνει μόνο το γκρίζο του αποτύπωμα στη διάθεσή μας.
Η Μαρία λοιπόν με πήρε τηλέφωνο από το Πήλιο, όπου είχαν νοικιάσει ένα Airbnb με το σύντροφό της για μερικές μέρες τον Σεπτέμβριο, αλλά, αφού και οι δύο δουλεύουν με τηλεργασία, αποφάσισαν τελευταία στιγμή να γράψουν το γιο τους στο τοπικό σχολείο και να παραμείνουν στην εξοχή μέχρι νεωτέρας. Αρκετοί φίλοι μου επίσης, που διαμένουν μόνιμα σε πόλεις όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη, έχουν επιστρέψει τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα και εργάζονται remotely από τα εξοχικά τους – στη Μύκονο, στη Σύρο, στο Ναύπλιο, στη Χαλκιδική. Ποτέ στη ζωή μου δεν περίμενα πως θα ζήλευα μια τέτοια απόφαση. Πως θα ερχόταν ποτέ εκείνη η μέρα που θα ένιωθα ότι η πόλη με στενεύει, μου περιορίζει τη σκέψη, την οπτική και το συναίσθημα. Και πως η επαφή με τη φύση θα ήταν αυτό που περιέγραφε η γιαγιά μου για τη ζωή στο χωριό: "Εμείς, Βάσω μου, δεν είχαμε την πολυτέλεια να έχουμε ψυχολογικά. Υπήρχαν άλλες ανάγκες, παιδί μου, να σκεφτούμε. Αλλά και να είχαμε, βγαίναμε έξω στο πράσινο και αγαλλίαζε η ψυχή μας".
Δε μειώνω την αγάπη μου για την Αθήνα και το αστικό τοπίο, αλλά σκέφτομαι φωναχτά πως, για να έχει δημιουργηθεί σ’ εμένα αυτή η ανάγκη –λόγω της πανδημίας ή της ηλικίας, ποιος ξέρει;–, στοιχηματίζω πως έχουν προηγηθεί πολλοί περισσότεροι. Και αυτό σηματοδοτεί μια αφορμή για να επαναπροσδιορίζουμε τη ζωή μας, τους ρυθμούς μας, τη σχέση μας με το χώρο και το πώς υπάρχουμε μέσα σ’ αυτόν. Για να κάνουμε τη δική μας ζωή αλλά και των "συγκατοίκων" μας καλύτερη. Για αρχή ας φορέσουμε τη μάσκα μας και ας αφήσουμε τα μάτια να επικοινωνούν το πιο ζεστό –αν και καλυμμένο– χαμόγελό μας.