Είναι σημαντικό να προσδιοριστεί η καταλληλότερη διαδικασία με σταδιακή προσέγγιση και στους δύο συντρόφους.
Η βέλτιστη προσέγγιση στη διαχείριση της γυναικείας υπογονιμότητας απαιτεί ο χρόνος αλλά και η μέθοδος της διερεύνησης ρουτίνας να είναι επωφελής για το ζευγάρι αποφεύγοντας τόσο την υπο- όσο και την υπερ- θεραπεία.
Η υπογονιμότητα αποτελεί ένα σημαντικό και αυξανόμενο πρόβλημα υγείας που επηρεάζει έως και το 16% των ζευγαριών παγκοσμίως. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μπορεί να εντοπιστεί αρσενικός, θηλυκός ή συνδυασμένος παράγοντας και διαφορετικές αιτίες ή παράγοντες κινδύνου έχουν συσχετιστεί με αυτήν την κατάσταση. Ωστόσο, δεν υπάρχουν τυποποιημένες κατευθυντήριες γραμμές για την κλινικο-διαγνωστική προσέγγιση των υπογόνιμων ζευγαριών.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει τον κλινικό ορισμό για τη στειρότητα ως ασθένεια του αναπαραγωγικού συστήματος που ορίζεται από την επιτυχία επίτευξης κλινικής εγκυμοσύνης μετά από 12 μήνες ή περισσότερους από τακτική μη προστατευμένη σεξουαλική επαφή.
Παρά τη γενική αντίληψη ότι οι αιτίες της υπογονιμότητας επηρεάζουν κατά κύριο λόγο τις γυναίκες, οι αιτίες της υπογονιμότητας είναι στην πραγματικότητα εξίσου κατανεμημένες μεταξύ των δύο φύλων.
Αρκετοί κοινοί παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν τη γονιμότητα και στα δύο φύλα με διαφορετική επίδραση. Ορισμένοι παράγοντες επιγραμματικά είναι η ηλικία στις γυναίκες και τους άνδρες, πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, ενδομητρίωση, μειωμένος αριθμός σπερματοζωαρίων ή με ανωμαλίες στην ποιότητά τους, αζωοσπερμία, παχυσαρκία ,κατανάλωση αλκοολ, χρήση παράνομων ουσιών καθώς και η ρύπανση μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά τις παραμέτρους του σπέρματος κ.α.
Η πορεία προς την εγκυμοσύνη σε υπογόνιμα ζευγάρια είναι συνήθως μακρά και απαιτεί υψηλό επίπεδο ανθεκτικότητας λόγω πολλών παραγόντων όπως οι ιατρικές διαδικασίες, το οικονομικό κόστος και το ψυχολογικό στρες.
Προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο αντίκτυπος και να μεγιστοποιηθούν τα αποτελέσματα, είναι απαραίτητη μια καλά ολοκληρωμένη και πολυεπιστημονική προσέγγιση που θα περιλαμβάνει όλους τους διαφορετικούς ειδικούς της αναπαραγωγής. Στην πραγματικότητα, είναι υποχρεωτικό να προσδιοριστεί η καταλληλότερη διαδικασία με σταδιακή προσέγγιση και στους δύο συντρόφους για να επιτευχθεί ακριβής διάγνωση και η πιο αποτελεσματική θεραπευτική επιλογή, μειώνοντας τις επεμβατικές διαδικασίες που δεν είναι απαραίτητες.
Για το λόγο αυτό, το πρώτο βήμα θα πρέπει να είναι η προκαταρκτική αξιολόγηση τόσο του άνδρα όσο και της γυναίκας, η σύνταξη του ιατρικού ιστορικού και η πραγματοποίηση κλινικής εξέτασης.
Εκτός από το ιατρικό ιστορικό και την κλινική εξέταση, θα πρέπει να γίνεται ανάλυση σπέρματος, ενδοκρινική αξιολόγηση και υπερηχογράφημα για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα.

Ευχαριστούμε τον Δρ. Στέλιο Γρηγοράκη, MD, FRCOG, Μαιευτήρα-Γυναικολόγο, Ειδικό Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, www.womens-care.gr