Θέλεις αυτή τη χρονιά να υποσχεθούμε ότι θα σταματήσουμε να προσπαθούμε να κόψουμε τις κακές συνήθειες;
Πότε ήταν η τελευταία φορά που πήρες την απόφαση να "κόψεις" κάτι; Οτιδήποτε... Τη ζάχαρη, τον καφέ, τη λακτόζη, το κρέας, το να μπαίνεις στο Instagram μόλις ανοίγεις το μάτι το πρωί, να τσεκάρεις το Twitter πριν κοιμηθείς το βράδυ, το Facebook οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, το ημιμόνιμο μανικιούρ, το να λες πάντα "ναι" ή να ζητάς "συγγνώμη" όταν σε σπρώχνουν;
Αν δε σου έχει συμβεί ποτέ, είσαι μια αληθινά ξεχωριστή περίπτωση ανθρώπου και πολύ θα ήθελα μια μέρα να σε γνωρίσω από κοντά. Αν όμως έχεις βαρεθεί να υπόσχεσαι κάθε τόσο στον εαυτό σου ότι θα αντισταθείς σε κάθε είδους εθισμό, με χαρά σε καλωσορίζουμε στη φυλή μας. Στη φυλή των εθισμένων στην "αποτοξίνωση".
Έχεις παρατηρήσει πόσο συχνά οι κουβέντες μεταξύ μας στρέφονται σε λιγότερο ή περισσότερο συγκλονιστικές περιγραφές όσων συνέβησαν "από τη στιγμή που έκοψα...(πρόσθεσε ό,τι νομίζεις)"; "Αφότου έκοψα τη ζάχαρη, έχω περισσότερη ενέργεια, κοιμάμαι καλύτερα και μου έφυγαν τα νεύρα" λέει η 34χρονη Νατάσα, που πρόσφατα ξεκίνησε τη δική της προσωπική επανάσταση ενάντια στη γλυκόζη. Σαφώς και δεν είναι η μόνη.
Οι αφηγήσεις αποτοξίνωσης είναι πλούσιες σε κάθε παρέα (ή τουλάχιστον στη δική μου). "Νομίζεις ότι δεν είσαι εθισμένη στο Netflix. Για δοκίμασε να αφήσεις το tablet στο γραφείο και μετά έλα και πες μου ότι δεν το αναζητούσες σαν τρελή" μου είπε προχθές ένας συνάδελφος, πρώην εθισμένος στο binge watching, εφιστώντας μου την προσοχή και δίνοντας την ευκαιρία και στους άλλους αποτοξινωμένους στην αίθουσα να εκφραστούν.
"Εγώ δεν έχω μπει στον λογαριασμό μου στο Instagram εδώ και τρεις εβδομάδες" είπε η Τάνια, 22χρονη intern και φοιτήτρια που πρόσφατα ασπάστηκε την αυτοτιμωρούμενη απόσυρση από τα social media. "Είναι απίστευτο πόσο χρόνο περνούσα σκρολάροντας. Τώρα προτιμώ να διαβάζω, να βλέπω ταινίες, να μιλάω με την οικογένειά μου...". "Εγώ σταμάτησα να μακιγιάρομαι/βάφω τα μαλλιά μου/ξυρίζομαι..." ανταπαντούν κάποιες άλλες, καταγγέλλοντας αυτές τις πρακτικές υποταγής στην πατριαρχία που ως συνειδητοποιημένες σύγχρονες γυναίκες δεσμεύτηκαν (στον εαυτό τους) να πάψουν να ανέχονται. Και, φυσικά, όσο πλησιάζουμε στις γιορτές, όλο και πιο πολλοί επιχειρούν να πείσουν τον εαυτό τους να σταματήσει να νιώθει ενοχές απέναντι στις διάφορες οικογενειακές υποχρεώσεις.
Αυτή η επέκταση των new year’s resolutions στη διάρκεια ολόκληρου του έτους μας έχει καταστήσει λίγο πολύ όλους μια τεράστια ομάδα υποστήριξης "ανώνυμων εθισμένων". Το ευρύτερο κλίμα της ενοχικής μετάνοιας ολοκληρώνουν οι θεσμοθετημένες μαζικές τελετουργίες, όπως το Dry January (όπου οφείλουμε να κόψουμε το αλκοόλ, έστω για έναν μήνα), η Διεθνής Ημέρα Χωρίς Κρέας στις 20 Μαρτίου, η Ημέρα Χωρίς Αυτοκίνητο στις μεγάλες πόλεις... Σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν τελικά υπάρχουν περισσότερες μέρες "χωρίς" στη ζωή μας παρά μέρες "με"; Και, τελικά, γιατί σταματάμε περισσότερα από όσα ξεκινάμε;
Η Γεωργία Χριστίνα Κανελλοπούλου, ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, επιχειρεί να δώσει μια απάντηση: "Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι, αφαιρώντας απλώς κάποια πράγματα από την καθημερινότητά μας, θα καταφέρουμε ως διά μαγείας να λύσουμε τα προβλήματά μας. Με το να δηλώνουμε "εθισμένοι”, καταφέρνουμε να αιτιολογήσουμε κάπως τις ανασφάλειές μας και να τους δώσουμε μια εξήγηση που μας βολεύει: "Αισθάνομαι συνεχώς εκνευρισμένη επειδή πίνω πολύ καφέ!”.
Με έναν παράδοξο τρόπο αυτό μας καθησυχάζει και φυσικά μας βοηθάει να αναβάλουμε την αναμέτρησή μας με πιο σημαντικά προβλήματα – για παράδειγμα, μπορεί ο εκνευρισμός να μην οφείλεται τελικά στον καφέ, αλλά στο ότι δεν αντλούμε πια ικανοποίηση από τη σχέση, τη δουλειά ή την καθημερινότητά μας. Πολλές φορές παίρνουμε την απόφαση να "φύγουμε” από μια συνήθεια χωρίς να ξέρουμε πού να πάμε" συνεχίζει η ειδικός. "Αυτό μπορεί να έχει χειρότερες συνέπειες, καθώς κάνοντας detox από κάτι, οφείλεις να ξέρεις την απέναντι πλευρά, αυτήν στην οποία θα βρεθείς κατά τη διάρκεια της αποτοξίνωσης, και να έχεις εκτιμήσει τι πραγματικά λαμβάνεις μέσα σ’ αυτήν. Επιπλέον, μερικά ερωτήματα που θα έπρεπε να μας προβληματίσουν είναι "Γιατί τώρα;”, "Γιατί φέτος;” και, το σημαντικότερο, "Γιατί αποτοξίνωση και όχι απλώς πιο λελογισμένη χρήση;”" καταλήγει.
Στην υγειά μας, βρε παιδιά
H συγκεκριμένη τάση ξεκίνησε για "λόγους υγείας". Ο όρος "αποτοξίνωση" έκανε την εμφάνισή του στις αρχές της δεκαετίας του 2010 και, παρόλο που δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ επιστημονικά, τα επόμενα χρόνια διαδόθηκε αστραπιαία. Κι όμως, όσο ελκυστική κι αν φαίνεται η ιδέα ότι μπορούμε να ξεπλύνουμε τις θερμιδικές αμαρτίες μας μετά από αλλεπάλληλες κραιπάλες με φαστ φουντ ή αλκοόλ, η αλήθεια είναι ότι η αποτοξίνωση, όταν δεν αναφέρεται σε κλινικές περιπτώσεις, απλώς δεν υπάρχει!
"Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι", λέει στον Guardian ο Edzard Ernst, ομότιμος καθηγητής Εναλλακτικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ, "υπάρχουν δύο τύποι αποτοξίνωσης: ο ένας είναι αξιόπιστος και ο άλλος όχι. Ο αξιόπιστος αφορά την ιατρική περίθαλψη ατόμων με απειλητικούς για τη ζωή τους εθισμούς. Ο άλλος είναι μια λέξη την οποία καταχρώνται επιχειρηματίες, κακοποιοί και τσαρλατάνοι για να πουλήσουν ψεύτικες θεραπείες που υποτίθεται ότι καθαρίζουν το σώμα από τις τοξίνες που υποτίθεται ότι έχει συσσωρεύσει. Το υγιές σώμα έχει νεφρά, συκώτι, δέρμα και πνεύμονες που το αποτοξινώνουν όσο μιλάμε" συνεχίζει. "Δεν υπάρχει κανένας γνωστός τρόπος –σίγουρα όχι μέσω θεραπειών αποτοξίνωσης– για να κάνουμε έναν υγιή οργανισμό να λειτουργεί καλύτερα".
Παρ’ όλα αυτά, στις μέρες μας το να μην κάνεις κάποιου είδους detox τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο είναι σχεδόν ντροπή για όσους δηλώνουν fans ενός υγιεινού τρόπου ζωής. Μάλιστα, η έννοια σύντομα επεκτάθηκε σε πολλαπλές πτυχές της καθημερινότητάς μας, από την ψηφιακή αποτοξίνωση (digital detox) μέχρι την αποτοξίνωση της γκαρνταρόμπας! Ο καθένας μπορεί να προτείνει οτιδήποτε βάζοντας απλά ένα detox στο τέλος. Μερικά μόνο από τα πιο ευφάνταστα που έχω ακούσει είναι τα "sorry detox" (για όποιον χρειάζεται επειγόντως να σταματήσει να λέει συνέχεια "συγγνώμη") και το "judgement detox" (για να σταματήσεις να κρίνεις τους άλλους και τον εαυτό σου).
Η αιώνια μάχη του "καλού" με το "κακό"
Μήπως αυτές οι εμμονικές σχεδόν δαιμονοποιήσεις της μιας ή της άλλης συνήθειας κρύβουν κάτι που αγγίζει ακόμα και τα όρια του μεταφυσικού; "Πολλές από τις κοινωνικές αντιλήψεις μας χτίστηκαν πάνω στην ιδέα του κακού που "μολύνει” το καλό – φυσικά, η θρησκεία βοήθησε σ’ αυτό" εξηγεί η ψυχολόγος. "Και επειδή οι περισσότεροι από εμάς θέλουμε να είμαστε με την πλευρά του καλού, αρεσκόμαστε να εντοπίζουμε εκείνες τις σκοτεινές περιοχές στις οποίες πρέπει να ρίξουμε φως. Πιθανότατα επειδή δε θέλουμε να πιστέψουμε ότι τόσο εμείς όσο και ο κόσμος όπου ζούμε συνδυάζουμε το φως και το σκοτάδι. Ας μην ξεχνάμε ότι παραμένουμε ζωντανοί χάρη και σε κάποια μικρόβια και ότι η απόλυτη κάθαρση, σε όλα τα επίπεδα, θα σήμαινε εξαφάνιση".
Για να επιστρέψουμε όμως στις ευρύτερες εφαρμογές της διαδικασίας της "απεξάρτησης", θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι δεν είναι και τόσο περιττές, μιας και συμβάλλουν στο να αποσυμφορήσουν την ήδη φορτωμένη ζωή μας από διάφορες "υποχρεώσεις" ή "καταναγκαστικές" πρακτικές. Κι αυτό θα ήταν αληθές εάν αυτή η απόφαση να σταματήσουμε μερικές από τις συνήθειές μας δε συνοδευόταν από μια αρκετά καταπιεστική διαδικασία που έχει σκοπό να μας κρατήσει στον σωστό δρόμο.
Μήπως, τελικά, αυτό που ξεκινάει ως μια πρόθεση για απελευθέρωση γίνεται η απόλυτη έκφραση του ελέγχου; Με άλλα λόγια, πώς ακριβώς μας "απελευθερώνει" το να εγκαταστήσουμε και να παρακολουθούμε φανατικά μια εφαρμογή που καταγράφει πόσες κουταλιές ζάχαρη έχουμε καταναλώσει ή πόσα βήματα κάναμε;
Για να παραφράσουμε, λοιπόν, τη διάσημη γαλλική φράση που έγινε ένα από τα συνθήματα του Μάη του ’68 "Il est interdit d’interdire" ("Απαγορεύεται να απαγορεύεις"), αξίζει το new year’s resolution μας για το 2024 να είναι το "Σταματάμε να σταματάμε"! Τι να κάνουμε αντί γι’ αυτό; Να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ζει χωρίς να του θέτουμε περιορισμούς, απαγορεύσεις ή εξαναγκασμούς, αλλά αφουγκραζόμενοι τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Και τότε, ίσως μπορέσουμε να κατανοήσουμε τι πραγματικά κρύβεται πίσω από τη σχέση μας με τη ζάχαρη, τη λακτόζη, το binge watching και τελικά την τάση μας να δαιμονοποιούμε ό,τι δεν μπορούμε ή και δε θέλουμε να ελέγξουμε.