Η Διευθύντρια και Ιδρύτρια του Ελληνικού Κέντρου Διατροφικών Διαταραχών μιλάει στο madamefigaro.gr για την ανησυχτική έκρηξη των διαταραχών πρόσκληψης τροφής και τις νέες δυνατότητες αντιμετώπισής τους.
Είναι Ψυχολόγος, Διδάκτωρ Ψυχολογικής Ιατρικής του King’s College του Λονδίνου, Διευθύντρια και Ιδρύτρια του Ελληνικού Κέντρου Διατροφικών Διαταραχών, Πιστοποιημένη Εκπαιδεύτρια και επόπτρια του Πρωτοκόλλου (TBT-S) για τη Νότια Ευρώπη. Η Δρ. Μαρία Τσιάκα έχει αφιερώσει τα τελευταία 30 χρόνια της καριέρας της στις διαταραχές πρόσληψης τροφής και μάς εξηγεί τα νέα δεδομένα που αφορούν όχι μόνο στην εμφάνιση αλλά και στην αντιμετώπισή τους.
Πότε αποφασίσατε ν’ ασχοληθείτε με τις διατροφικές διαταραχές;
MAΡΙΑ ΤΣΙΑΚΑ: Η πορεία μου στο πεδίο των διατροφικών διαταραχών ξεκίνησε τυχαία το 1996 και σταδιακά εξελίχθηκε. Μια χρονιά πριν, ξεκίνησε η επαγγελματική μου σταδιοδρομία στον τομέα της απεξάρτησης εφήβων από ναρκωτικά. Το 1996 αποφάσισα να ακολουθήσω μια δίαιτα (την τελευταία της ζωής μου) και βρέθηκα σε ένα περιβάλλον γεμάτο γυναίκες που ένιωθαν έντονα ενοχή και φόβο απέναντι στη ζυγαριά και τον διαιτολόγο, καθώς είχαν παραβεί τη δίαιτά τους. Αυτές οι συμπεριφορές μού θύμισαν εκείνες των χρηστών ναρκωτικών. Επηρεασμένη από αυτή τη διαπίστωση, άρχισα να ερευνώ σε βάθος την ψυχολογία των γυναικών που ακολουθούσαν δίαιτα και τις αρνητικές συνέπειες που αυτή προκαλούσε. Παράλληλα, συνεργάστηκα με διαιτολόγους με στόχο την αξιολόγηση των κίνητρων των πελατών τους για την απώλεια βάρους. Περίπου οι μισές γυναίκες είχαν παγιδευτεί σε έναν φαύλο κύκλο βουλιμίας, με περιορισμό τροφής, υπερφαγία, ενοχές και αντισταθμιστικές μεθόδους, όπως πρόκληση εμετού, χρήση καθαρτικών και χαπιών διαίτης. Σε αυτό το σημείο, συνειδητοποίησα ότι πληρούσαν τα κριτήρια της διατροφικής διαταραχής. Αυτή η συνειδητοποίηση αποτέλεσε μια τεράστια πρόκληση για μένα, καθώς επρόκειτο για έναν τομέα που ήταν σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα. Έτσι, η μοναδική λύση που είχα ήταν να αναζητήσω ακαδημαϊκή και επαγγελματική εκπαίδευση και γνώση στο εξωτερικό (Αγγλία και Αμερική), προκειμένου να βοηθήσω πιο αποτελεσματικά τις ασθενείς μου.
Υπάρχει κάποια στιγμή με ασθενή σας που θυμάστε πολύ έντονα;
Όλες οι ασθενείς μου είχαν κάτι μοναδικό και αξιοσημείωτο στην πορεία των 28 χρόνων της κλινικής μου εμπειρίας. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι μια ασθενής που υπέφερε από ανορεξία για 15 χρόνια. Λόγω του πολύ υψηλού δείκτη ευφυΐας της, είχε καταφέρει να παραπλανήσει όλους τους ειδικούς, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας ομάδας, κρύβοντας με εξαιρετική δεξιοτεχνία σοβαρά συμπτώματα. Το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι, παρά το γεγονός ότι τα είχαμε αποκαλύψει μέχρι και την τελευταία στιγμή, εκείνη συνέχιζε να αρνείται την αλήθεια. Δυστυχώς, πολύ συχνά, όταν η ασθένεια είναι χρόνια, η απορυθμισμένη νευροβιολογία του εγκέφαλου και ο παρατεταμένος υποσιτισμός μπορεί να οδηγήσουν σε εγκεφαλική ατροφία η οποία οδηγεί τον ασθενή σε μια ατελείωτη άρνηση της πραγματικότητας, Ειδικότερα, οι χρόνιοι ασθενείς αδυνατούν να διαχειριστούν την καθημερινότητα κάτι το οποίο τους καθιστά απόλυτα εξαρτημένους από την οικογένεια, ερμηνεύοντας συχνά αυτό το φαινόμενο ως "βόλεμα και χειρισμό", ενώ στη πραγματικότητα είναι μια τεράστια "ανημπόρια". Έτσι, όσο ο ειδικός δεν είναι επαρκώς καταρτισμένος στην ασθένεια, τόσο περισσότερο κινδυνεύει να πέσει στην παγίδα της διατήρησης της νόσου.
Ποιοι παράγοντες ευθύνονται για την αύξηση των διατροφικών διαταραχών σε παιδιά κι εφήβους τα τελευταία χρόνια;
Θεωρούμε ότι οι διατροφικές διαταραχές στα παιδιά είναι σπάνιο φαινόμενο, αλλά οι τελευταίες έρευνες υποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο, καθώς εν μέσω πανδημίας υπήρξε μια τεράστια αύξηση στα ποσοστά στον παιδικό κι εφηβικό πληθυσμό. Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής παρουσιάζουν αυξανόμενη τάση παγκοσμίως. Σύμφωνα με στοιχεία, η συχνότητά τους στον γενικό πληθυσμό υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 2000 και 2018, από 3,4% σε 7,8%. Παράλληλα, μια πρόσφατη συστηματική ανασκόπηση κατέγραψε ότι την περίοδο 1999-2022, το ποσοστό παιδιών κι εφήβων με διαταραγμένες διατροφικές συμπεριφορές ανήλθε στο 22,36% σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι βασικοί παράγοντες που πυροδοτήσαν την αύξηση των διατροφικών διαταραχών σε παιδιά κι εφήβους είναι δύο:
Πρώτον, ο ψυχοκοινωνικός αντίκτυπος του περιορισμού και κατά συνέπεια των lockdown στα παιδιά και τους εφήβους θεωρήθηκε ως βασικός παράγοντας επιτάχυνσης των διατροφικών διαταραχών εξαιτίας μιας πρωτόγνωρης και εξαιρετικά στρεσογόνας συνθήκης. Κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης περιόδου κλειδώματος, οι έφηβοι βίωσαν έντονα συναισθήματα απογοήτευσης, πλήξης ενώ ταυτόχρονα κλήθηκαν να διαχειριστούν τις αρνητικές επιπτώσεις της διακοπής των επαφών τους με συμμαθητές, φίλους και δασκάλους, την έλλειψη της ιδιωτικής ζωής μέσα στο σπίτι, τις οικογενειακές συγκρούσεις αλλά την οικονομική ύφεση. Επιπλέον, ο αυξημένος χρόνος που δαπανήθηκε στη αλόγιστη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η τοξική επίδραση της υπερεκτίμησης του "λεπτού, ιδανικού”, πυροδοτήσαν την ενίσχυση της αρνητικής εικόνας σώματος, η οποία αποδεδειγμένα θεωρείται παράγοντας κίνδυνου εμφάνισης συμπτωμάτων διατροφικής διαταραχής. Η έντονη ενασχόληση με την τροφή και το βάρος λειτούργησε ως ρυθμιστικός παράγοντας όλων των παραπάνω δυσκολιών, καθώς υποβοήθησε στην ανάκτηση του ελέγχου και στην κατάκτηση ενός ορατού στόχου που επιβεβαιώνεται κοινωνικά.
Δεύτερον, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν έναν από τους κύριους περιβαλλοντικούς παράγοντες που συνδέονται με την εμφάνιση διατροφικών διαταραχών, καθώς συμβάλλουν στην προβολή και υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου προτύπου ομορφιάς, το οποίο συχνά ταυτίζεται με την προσωπική αξία. Σύμφωνα με έρευνες, άτομα που τείνουν να συγκρίνουν τη σωματική τους εμφάνιση μ’ εκείνη προσώπων που θαυμάζουν ή εξιδανικεύουν, είναι πιο πιθανό ν’ αναπτύξουν αρνητική εικόνα για το σώμα τους. Δυστυχώς, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συχνά προβάλλουν πρότυπα και συμπεριφορές που διαταράσσουν τη σχέση των εφήβων με το σώμα τους και το φαγητό. Είναι πολύ δύσκολο για έναν έφηβο να μείνει ανεπηρέαστος/η όταν συνεχώς εκτίθεται σε μηνύματα και εικόνες που εξυψώνουν αποκλειστικά έναν συγκεκριμένο τύπο σώματος – αυτόν που είναι υπερβολικά αδύνατος και γραμμωμένος – ένα πρότυπο που είναι μη ρεαλιστικό και απρόσιτο για τις περισσότερες γυναίκες.
Η κοινωνία προβάλλει στερεοτυπικά πρότυπα ομορφιάς, κυρίως μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των social media, τα οποία επηρεάζουν αρνητικά την εικόνα σώματος των παιδιών και των εφήβων. Η συνεχής σύγκριση με "τέλεια” σώματα δημιουργεί αίσθημα ανεπάρκειας και την ανάγκη για συμμόρφωση με αυτά τα πρότυπα. Επιπλέον, η ταύτιση της αποδοχής και της επιτυχίας με την εξωτερική εμφάνιση οδηγεί σε προσπάθειες ελέγχου του βάρους, ακόμα και με ανθυγιεινούς τρόπους. Το "body shaming” και η εμμονή με τη δίαιτα έχουν, επίσης, συμβάλει στην αύξηση των διατροφικών διαταραχών.
Ποιο είναι το πιο κρίσιμο "καμπανάκι" κινδύνου που θα πρέπει να κινητοποιήσει τους οικείους;
Ένα παιδί, υπό φυσιολογικές συνθήκες, δείχνει να έχει διάθεση για φαγητό. Ακόμα κι αν δεν τρώει μεγάλες ποσότητες, η ύπαρξη όρεξης είναι γενικά ένδειξη ότι όλα λειτουργούν σωστά. Αν, όμως, παρατηρηθεί ξαφνικά μια αλλαγή —δηλαδή το παιδί δεν έχει όρεξη, ενώ δεν είναι άρρωστο, δυσκολεύεται να φάει το φαγητό που συνήθιζε να καταναλώνει χωρίς πρόβλημα— τότε αυτό μπορεί να είναι ένα προειδοποιητικό σημάδι. Συχνά, σε τέτοιες περιπτώσεις, το παιδί θα πει κάτι όπως: "φούσκωσα" ή "δεν θέλω άλλο". Τα περισσότερα παιδιά που εμφανίζουν διατροφικές διαταραχές συχνά παρουσιάζουν άτυπα ή μη αναγνωρίσιμα συμπτώματα, γεγονός που καθιστά δύσκολη την άμεση διάγνωση. Η πολυπλοκότητα των συμπεριφορών τους και οι στρατηγικές που αναπτύσσουν για να αποφεύγουν την τροφή περιπλέκουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Οι βασικές πτυχές της εμφάνισης της διαταραχής σχετίζονται με συγκεκριμένους φόβους, όπως:
Ο φόβος της αύξησης του σωματικού βάρους, που ενισχύεται συχνά από αρνητικά σχόλια ή πειράγματα από συνομήλικους στο σχολικό περιβάλλον.
Ο φόβος για σωματικά συμπτώματα, όπως πόνος στο στομάχι, εμετός ή πνιγμός.
Έντονη απέχθεια ή υπερευαισθησία σε συγκεκριμένες γεύσεις, μυρωδιές ή υφές τροφίμων.
Σε αρκετές περιπτώσεις, τα παιδιά έχουν προηγουμένως εμφανίσει αυξημένα επίπεδα άγχους ή στοιχεία ιδεοψυχαναγκαστικής συμπεριφοράς, τα οποία στη συνέχεια συνέβαλαν στην ανάπτυξη φόβων γύρω από την τροφή και την εικόνα του σώματος. Αυτοί οι φόβοι εντείνουν τη διατροφική αποστροφή και οδηγούν σε περιορισμό της τροφής και υποσιτισμό. Συχνά, οι συμπεριφορές αυτές συνοδεύονται από συναισθήματα έντονης οργής, επιθετικότητας και αυξημένης σωματικής δραστηριότητας.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος γύρω από τις διαταραχές πρόσληψης τροφής που εξακολουθεί να κυριαρχεί μέχρι σήμερα;
Υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη, αλλά εσφαλμένη αντίληψη πως οι γονείς φέρουν την ευθύνη για την εμφάνιση διατροφικής διαταραχής στο παιδί τους. Αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ένας ή και οι δύο γονείς αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι μια διατροφική διαταραχή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης της διαταραχής και στο παιδί λόγω κληρονομικότητας. Οι διατροφικές διαταραχές όμως είναι αποτέλεσμα πολλών και σύνθετων παραγόντων, και μέχρι και σήμερα η επιστημονική κοινότητα συνεχίζει να ερευνά τα αίτια και τις προδιαθεσικές συνθήκες. Είναι, λοιπόν, άδικο οι γονείς να κατηγορούν τον εαυτό τους.
Τι ρόλο παίζει -ή μπορεί να παίξει- η οικογένεια στη θεραπεία;
Η οικογένεια αποτελεί μέρος της λύσης και όχι μέρος του προβλήματος. Στόχος των ειδικών είναι να στηρίξουν τους γονείς, απενοχοποιώντας τους και ενδυναμώνοντάς τους, για να μπορέσουν να στηρίξουν επαρκώς το άτομο που νοσεί . Αυτό, διότι η ανάρρωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συναισθηματική στήριξη που παρέχουν οι γονείς στο παιδί τους. Η ενίσχυση των γονιών και η αποδοχή του ρόλου τους στην ανάρρωση είναι κρίσιμη, καθώς τα συναισθήματα όπως οι ενοχές, ο θυμός και η απογοήτευση αποδυναμώνουν τη δυνατότητά τους να βοηθήσουν. Χωρίς την ενεργή συμμετοχή των γονιών, οι πιθανότητες θεραπείας για έναν έφηβο ή ενήλικα με διατροφική διαταραχή μειώνονται, ακόμη και αν αυτός/ή είναι υπό θεραπεία. Αυτός ο μύθος καταρρίπτεται!
Η αλλαγή της στάσης των γονιών απέναντι στην ασθένεια του παιδιού τους είναι καθοριστική. Όσο πιο γρήγορα κινητοποιηθούν και ζητήσουν βοήθεια από ειδικούς για τη διαχείριση της διαταραχής, τόσο πιο αδύναμος γίνεται ο "δαίμονας της νόσου" και τόσο πιο κοντά φτάνουμε στην επιθυμητή ανάρρωση. Με τη συνεργασία γονέων και ειδικών, μπορούμε να προσφέρουμε αποτελεσματική βοήθεια στα παιδιά που παλεύουν με την εμμονή για τον έλεγχο της τροφής και της ζωής τους, ενώ συχνά δεν συνειδητοποιούν τον κίνδυνο που διατρέχουν από τη νόσο, όπως θάνατο ή μη αναστρέψιμες βλάβες στην υγεία τους.
Ποιες συμπεριφορές των γονιών ή των συντρόφων και των φίλων μπορεί να δυναμώσουν τη νόσο;
Συχνά, οι ασθενείς με διατροφικές διαταραχές ασκούν πίεση ή και εκβιασμό στην οικογένειά τους, είτε αρνούμενοι να φάνε είτε επιμένοντας να ελέγχουν πλήρως τη διατροφή τους. Αυτό οδηγεί πολλούς γονείς, από φόβο σύγκρουσης ή για να εξασφαλίσουν ότι το παιδί τους θα καταναλώσει έστω και ελάχιστη τροφή, να υποχωρούν στις απαιτήσεις. Δυστυχώς, εγκλωβίζονται στα "πρέπει" της τελειομανίας του παιδιού, υπακούοντας στη φωνή της ανορεξίας, η οποία διατάζει, θέτει αυστηρούς όρους κι απειλεί: "αν δεν φάω συγκεκριμένη ώρα", "αν δεν μαγειρευτεί όπως θέλω", "αν το γάλα δεν είναι 0%", "αν δεν με συνοδεύσετε στον καθημερινό περίπατο για να κάψω θερμίδες", τότε εσείς δεν είστε καλοί γονείς. Οι γονείς φοβούμενοι ότι μπορεί να διαρραγεί η σχέση με το παιδί τους, οδηγούνται σ’ έναν φαύλο κύκλο καθώς συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της ασθένειας, νομίζοντας ότι ανταποκρίνονται στο παιδί τους, ενώ στην πραγματικότητα υπακούουν στη φωνή της ανορεξίας. Έτσι, παγιδεύονται –όπως και το ίδιο το παιδί– στο πλαίσιο της νόσου. Συγκεκριμένα, για να αποφύγει η οικογένεια τη σύγκρουση με τον πάσχοντα, συχνά προσαρμόζεται σε αυτές τις απαιτήσεις, διευκολύνοντας – άθελά της – τη διαταραχή. Έτσι, οι γονείς μπορεί να ξεχωρίζουν το φαγητό του παιδιού από το υπόλοιπο οικογενειακό γεύμα, να του δίνουν χρήματα για να υποστηρίξουν τις βουλιμικές συμπεριφορές ή να συμμετέχουν σε εξαντλητικούς περιπάτους για την καύση θερμίδων. Αυτές οι συμπεριφορές, αντί να βοηθήσουν, ενισχύουν τα συμπτώματα και εν τέλει τα διαιωνίζουν. Προσφέρουν προστασία από τις συνέπειες της αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς, δίχως να την αντιμετωπίζουν στην ουσία της. Είναι απόλυτα κατανοητό ότι αυτές οι αντιδράσεις πηγάζουν από την αγωνία και την αγάπη των γονέων. Παρ’ όλα αυτά, χρειάζονται καθοδήγηση και υποστήριξη για να μπορέσουν να σταθούν αποτελεσματικά δίπλα στο παιδί τους και να συμβάλλουν ουσιαστικά στην ανάρρωσή του.
Πρόσφατα παρουσιάσατε τ’ αποτελέσματα έρευνας σχετικά με τη θεραπευτική παρέμβαση TBT-S (Temperament-Based Therapy with Support). Ποιες είναι οι βασικές αρχές της και γιατί είναι αποτελεσματική;
Το TBT-S αποτελεί ένα καινοτόμο θεραπευτικό μοντέλο για τις διατροφικές διαταραχές, που στοχεύει στον πυρήνα του προβλήματος. Έχει ήδη εφαρμοστεί με εντυπωσιακά αποτελέσματα σε πολλές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Νορβηγία, ο Καναδάς, η Αργεντινή και η Αλάσκα, ενώ η Αυστραλία το έχει εντάξει στο εθνικό της σύστημα υγείας. Το πρωτόκολλο TBT-S στις διαταραχές πρόσληψης τροφής είναι τόσο ελπιδοφόρο και αποτελεσματικό γιατί λαμβάνει υπόψη την ιδιοσυγκρασία του ατόμου σε αντίθεση με τα ήδη υπάρχοντα θεραπευτικά πρωτόκολλα που την αγνοούν. Κι όταν τη λαμβάνουν υπόψη, συνήθως την αντιμετωπίζουν ως κάτι παθολογικό που πρέπει να εξαλειφθεί. Μέχρι τώρα, οι περισσότερες θεραπείες προσπαθούν να αλλάξουν αυτά τα σταθερά χαρακτηριστικά – όπως η τελειομανία, η παρορμητικότητα ή το άγχος – γεγονός που συχνά οδηγεί σε συναισθήματα απογοήτευσης και ανεπάρκειας, καθώς οι ασθενείς νιώθουν ότι δεν μπορούν να αλλάξουν την προσωπικότητά τους.
Το TBT-S (Temperament Based Treatment with Support) έρχεται να αλλάξει αυτή την οπτική. Αντί να προσπαθεί να "διορθώσει" την ιδιοσυγκρασία, προτείνει να αξιοποιήσουμε– όπως η τελειομανία, η αποφασιστικότητα ή η αποφυγή ρίσκου – μετατρέποντάς τα από εμπόδια σε εργαλεία για την ανάρρωση με την συμβολή της οικογένειας. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται σε μια βιολογική κατανόηση της διαταραχής, καθώς δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα γονίδιά μας, μπορούμε όμως να επηρεάσουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτά εκφράζονται. Έτσι, αντί να πολεμάμε την ιδιοσυγκρασία, τη χρησιμοποιούμε προς όφελός μας, φτάνοντας πιο κοντά στην ουσιαστική και βιώσιμη θεραπεία των διατροφικών διαταραχών.

Οι 5 Βασικές Αρχές της Φιλοσοφίας ΤBT-S
1. Οι διατροφικές διαταραχές είναι βιολογικά προσδιοριζόμενες ασθένειες
2. Δουλεύοουμε με τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά
3. Η τροφή είναι το φάρμακο
4. Οι υποστηρικτές είναι απαραίτητο κομμάτι της θεραπείας
5. Η κίνηση/δράση είναι θεμελιώδης
Τι θα λέγατε σε μια γυναίκα που, λίγο πριν το καλοκαίρι, έχει μεγάλη αγωνία για το πώς θα βγει στην παραλία;
Να θυμάται ότι στην παράλια υπάρχουν άνθρωποι με διαφορετική σωματοδομή, διαφορετικό ύψος, βάρος, χρώμα ματιών, σχήμα μύτης κτλ. Όλοι είμαστε διαφορετικοί, αλλά όλοι έχουμε την ίδια ανάγκη να χαλαρώσουμε και ν’ απολαύσουμε τη θάλασσα, τους φίλους μας, το παιχνίδι στην άμμο. Μην παγιδεύεται στην εικόνα, είναι μια τεράστια πλάνη. Το σώμα και τα κιλά δεν προσδιορίζουν το ποιες είμαστε, αλλά ούτε τις δυνατότητές μας.