Ένα άρθρο στους New York Times με αφορμή τα looks που παρουσιάστηκαν στην Εβδομάδα Μόδας του Παρισιού ανοίγει ξανά τη συζήτηση για το κατά πόσο η μόδα απευθύνεται στη γυναίκα του σήμερα.
Γράφει η Vanessa Friedman, επικεφαλής κριτικός μόδας στους New York Times μετά το τέλος της Εβδομάδας Μόδας του Παρισιού: "Στον Thom Browne, υπήρχαν ρούχα που μετέτρεπαν τις γυναίκες σε εξωγήινους και στη Miu Miu, τα μοντέλα φορούσαν ποδιές. Στον Courrèges, ο Nicolas Di Felice κάλυψε τα πρόσωπα πολλών μοντέλων. Τα κορμάκια "Cocoon" φαινόταν να παγιδεύουν τα χέρια στον Alaïa και στον Maison Margiela τα mouthpieces τέντωναν τα πρόσωπα των γυναικών (και των ανδρών) σε σαρδόνια χαμόγελα.
Μέσα στην έξαψη, το τι ακριβώς έλεγαν αυτά τα ρούχα για τις γυναίκες ήταν περίπλοκο, αλλά και αδύνατο να αγνοηθεί". Η συντάκτρια τονίζει στο άρθρο της ότι ορισμένες συλλογές φαινόταν να υποτιμούν το γυναικείο σώμα, να το "πνίγουν”, ή ακόμη και να το εξαφανίζουν, με το όραμα των σχεδιαστών να μοιάζει πλήρως αποκομμένο από τον τρόπο που ντύνονται πραγματικά οι γυναίκες.
Ποσόστωση και woke κουλτούρα
Η τοποθέτησή της αγγίζει ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα που ταλανίζει ακόμη τη βιομηχανία και αναδείχθηκε εκ νέου μέσα από τις πρόσφατες ανακατατάξεις στους μεγάλους οίκους: τη διαρκή υποεκπροσώπηση των γυναικών στις ηγετικές δημιουργικές θέσεις. Χρειαζόμαστε περισσότερες γυναίκες να δημιουργούν για γυναίκες. "Οι γυναίκες αντιλαμβάνονται και κατανοούν καλύτερα τις άλλες γυναίκες. Και αυτό δεν μπορεί εύκολα να το κατακτήσει κανένας άρρεν καλλιτέχνης τη μόδας”, διαβάζουμε από τη Δήμητρα Βγενοπούλου στο Harper’s Bazaar.

Η ηγεμονία των queer ανδρών σχεδιαστών εξηγείται κοινωνικά. Πατά σε στερεότυπα αιώνων που αφορούν και τις γυναίκες, αλλά και τους gay άνδρες. Όμως στην εποχή της κουλτούρας της αφύπνισης τέτοιες αναλύσεις αποφεύγονται τεχνηέντως. Συζητιόνται μονάχα στα fashion πηγαδάκια πάνω από non-alchoholic cocktails, καθώς η κοινωνία δε μοιάζει έτοιμη να αντιμετωπίσει μερικές πραγματικότητες που συνδέονται με την αντίληψη που έχει ο corporate κόσμος για το lifestyle της LGBTQ+ κοινότητας και πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει την επαγγελματική ανέλιξη ενός queer άνδρα, σε σχέση με μία straight γυναίκα.
Οι gay λευκοί άνδρες που διορίζονται καλλιτεχνικοί διευθυντές των μεγάλων οίκων δεν έχουν στρεβλή εικόνα για το γυναικείο σώμα. Ούτε το μισούν. Ούτε θέλουν να το εξαφανίσουν. Παράλληλα όμως, αυτό δε σημαίνει και ότι η εκπροσώπηση διαφορετικών σωματότυπων στις πασαρέλες είναι τελικά εφικτή, ούτε ότι οι σχεδιαστές οφείλουν να δημιουργούν αμιγώς φορέσιμα ρούχα. Η μόδα είναι πρωτίστως τέχνη και πρόταση. Ό,τι βλέπουμε στις πασαρέλες, ήδη φιλτράρεται και κυκλοφορεί σε μία πιο φορέσιμη εκδοχή στα καταστήματα λιανικής.
Μας αρέσει να μηρυκάζουμε το πόσο ρηξικέλευθα ήταν τα catwalks των 90’s, όπως η συλλογή του McQueen με τον προβοκατόρικο τίτλο "Highland Rape” ή η "Japonisme” του John Galliano που σήμερα (δεδομένου και του βεβαρημένου παρελθόντος του σχεδιαστή) θα κατηγορούνταν για culture apropriation και να κάνουμε με λαιμαργία swipe εικόνες από τις καμπάνιες του Tom Ford για την Gucci σε νοσταλγικά Instagram accounts αφιερωμένα στη δεκαετία του ‘90, αλλά προς θεού, μη βάλει ο Glenn Martnes mouthpieces στα μοντέλα του για την πρώτη RTW συλλογή του στον Maison Margiela, γιατί υπονοεί, όπως διαβάζουμε στον ξένο Τύπο, υποταγή, φίμωση, διαγραφή της ατομικότητας και απάνθρωπη μεταχείριση. Στην πραγματικότητα, τα mouthpieces που σχηματίζουν το logo του οίκου χρησιμοποιήθηκαν για να δώσουν στα μοντέλα μια "ομοιομορφία έκφρασης", προκειμένου να συνεχιστεί η μακροχρόνια έμφαση του Maison Margiela στην ανωνυμία.
Αφυπνισμένη μόδα. Γίνεται;
Κάθε σεζόν μας προτείνεται πληθώρα φορέσιμων looks. Δεν είναι όλοι οι σχεδιαστές υποχρεωμένοι να περιορίζουν το όραμά τους δημιουργώντας ρούχα που να ανταποκρίνονται στις καθημερινές ανάγκες μίας γυναίκας. Τα ρούχα εξυπηρετούν την ανάγκη της ένδυσης, της ζεστασιάς, της προστασίας. Η μόδα, το δημιουργικό όραμα, το στιλ και η έκφραση της προσωπικότητάς μας μέσα από τον τρόπο που ντυνόμαστε είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Μέχρι και η Miu Miu, που ενσαρκώνει τη σύγχρονη νέα γυναίκα, μπήκε στο στόχαστρο ότι αναπαράγει το τραμπικό πρότυπο της tradwife, καθώς για τη σεζόν SS ‘26 παρουσίασε ποδιές, ενώ - χωρίς καν να χρειάζεται το σημείωμα του οίκου που το διευκρινίζει - ήταν σαφές πως πρόκειται για το reclaim ενός συμβόλου εργατικότητας, φροντίδας και δύναμης. Μίας ακόμη στολής, που τόσο αγαπάει η Mrs. Prada, η οποία μετατρέπεται σε ανατρεπτικό fashion item.

Δεν μπορούμε να διατεινόμαστε ότι δεν έχουμε τι να φορέσουμε επειδή ο Thom Browne διαχρονικά αποδομεί τη σιλουέτα (φαντάζομαι δεν ενοχλούν τη συντάκτρια οι δημιουργίες της Rei Kawakubo ή τoυ Yohji Yamamoto). Ούτε ο Duran Lantink είναι μέρος κάποιου παγκόσμιου και κυρίως σατανικού σχεδίου για την υποτίμηση της γυναικάς επειδή παρουσίασε μια ολόσωμη φόρμα με τυπωμένο πάνω της ένα ανδρικό σώμα φορεμένη σε γυναίκα μοντέλο.
Η μόδα παρασύρθηκε στη δίνη της ουδετερότητας την περίοδο της πανδημίας και της κυριαρχίας του trend της ήσυχης πολυτέλειας δημιουργώντας έναν στρατό από γυναίκες με copy paste looks και ρούχα στις αποχρώσεις του μπεζ, του χακί και του κρεμ με φόντο ένα παριζιάνικο καφέ. Αλλά όπως φαίνεται, η ποινικοποίηση του προσωπικού στιλ — η αντιμετώπισή του ως κάτι "δεύτερο” ή έστω παράξενο — μοιάζει, τελικά, λιγότερο καταπιεστική απέναντι στη γυναίκα και τον τρόπο που επιλέγει να ντύνεται, απ’ ό,τι ένα φόρεμα Alaïa χωρίς μανίκια. Σωστά;

Όχι, η μόδα του catwalk δεν κάνει κάτι στις γυναίκες, ούτε στο σώμα τους. Στέκεται εκεί ως έμπνευση και ωθεί τη γυναίκα να επιλέξει τις τάσεις τις οποίες θα υιοθετήσει. Αποτελεί επίσης το μεγάλο moodboard των fast fashion αλυσίδων και των ανεξάρτητων brands που διυλίζουν τα trends και μας τα παραδίδουν σε πιο προσιτές, και οικονομικά, αλλά και αισθητικά, εκδοχές. Επίσης, από το να υιοθετεί παροδικά και σε επίπεδο "there Ι fixed it” κινήματα όπως το body positivity είναι προτιμότερο να παραμένει ειλικρινής.
Η βιομηχανία δεν ενδιαφέρεται για την εκπροσώπηση διαφορετικών σωματότυπων, ούτε για το αν θα ανοίξει τη συζήτηση γύρω από το τι συνιστά ένα υγιές πρότυπο. Εκείνο που την ενδιαφέρει είναι να αναδείξει τις δημιουργίες της με τον τρόπο που γνωρίζει καλύτερα, πάνω σε συγκεκριμένα σώματα και δεν το κάνει περισσότερο ή λιγότερο από τα media που αναπαράγουν τις εικόνες της και γκλαμουροποιούν τα δημοφιλή πρόσωπά της.

Ας σταματήσουμε να ζητάμε από τη μόδα να γίνει κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι. Να της επιτρέψουμε να εκφράζεται χωρίς να την υποχρεώνουμε να ακολουθεί την εκάστοτε κοινωνική ατζέντα. Γιατί το διαφορετικό θα μπορέσει να συνυπάρξει με την παγιωμένη αντίληψη της ομορφιάς μόνο όταν πάψει το γυναικείο σώμα να αποτελεί πεδίο κριτικής σε μια κοινωνία που εξακολουθεί να το αντιμετωπίζει με προκατάληψη, από την παρενόχληση στον δρόμο μέχρι τα "φορούσε αυτό, άρα προκαλούσε” που ακόμη ακούγονται στις αίθουσες των δικαστηρίων.
Μία προκατάληψη που σίγουρα δεν εκπορεύεται από τα σχέδια της φετινής συλλογής του Nicolas Di Felice, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, παρουσίασε καλυμμένα τα πρόσωπα των γυναικών μοντέλων σε ένα σημείο του πλανήτη όπου αυτό δεν είναι επιβεβλημένο από τους θρησκευτικούς κανόνες και το νόμο, στο πλαίσιο της θεματικής της συλλογής που είχε να κάνει με το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Πρόκειται δηλαδή για UV-blocking καλύμματα και όχι για μία πρακτική εξαφάνισης της γυναίκας. Η παρερμηνεία αυτή είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα της ταχύτητας μετάδοσης, αλλά κυρίως κατανάλωσης, της πληροφορίας στο διαδίκτυο. Πόσοι έκατσαν να δουν ολόκληρο το show, να διαβάσουν ανταποκρίσεις από αυτό που περιγράφουν αναλυτικά το concept ή το σημείωμα του σχεδιαστή πριν προχωρήσουν σε τρομακτικούς συνειρμούς;

Το γεγονός ότι η μόδα έχει στον πυρήνα της τη φαντασία, την πρόκληση και την ανατροπή, δεν σημαίνει πως δεν επιδέχεται σκληρή κριτική. Όμως, όσοι ευαγγελίζονται την αποδοχή του διαφορετικού, δεν μπορούν ταυτόχρονα να ζητούν από τη μόδα να ενδώσει σε μια άχρωμη ομοιογένεια που απλώς φροντίζει να μην προσβάλει κανέναν.