<p style="margin-bottom: 0cm;">Ο <span data-scaytid="1" data-scayt_word="φόβος">φόβος</span> <span data-scaytid="2" data-scayt_word="μήπως">μήπως</span> <span data-scaytid="3" data-scayt_word="μείνεις">μείνεις</span> <span data-scaytid="4" data-scayt_word="εκτός">εκτός</span><span lang="el-GR">: <span data-scaytid="5" data-scayt_word="Χωρίς">Χωρίς</span></span><span lang="el-GR" style="font-weight: normal;"> internet, <span data-scaytid="6" data-scayt_word="σε">σε</span> <span data-scaytid="7" data-scayt_word="πιάνει">πιάνει</span> <span data-scaytid="8" data-scayt_word="φοβία">φοβία</span> <span data-scaytid="9" data-scayt_word="κοινωνικού">κοινωνικού</span> <span data-scaytid="10" data-scayt_word="αποκλεισμού">αποκλεισμού</span>;</span></p>
Όταν πέσει η σύνδεση στο internet, μήπως σε πιάνει ξαφνικά φοβία κοινωνικού αποκλεισμού;
Μού πήρε πέντε ώρες για να γράψω την πρόταση που διαβάζεις αυτήν τη στιγμή.
Είχαν περάσει μόλις δέκα ώρες από τη στιγμή που έκλεισα τον υπολογιστή (6 ώρες ύπνο και 4 ώρες άλλες δουλειές) μέχρι να τον ξανανοίξω. Δέκα ώρες, στις οποίες έφτασαν στο email μου καμιά τριανταριά μηνύματα - τα έβλεπα από το κινητό μου να συσσωρεύονται και με έλουζε κρύος ιδρώτας. Με το πού τέλειωσα τις άλλες υποχρεώσεις και κάθισα να γράψω το κείμενο, άνοιξα πρώτα το mailbox, κι άρχισα να το καθαρίζω - απάντησα, πέταξα στα σκουπίδια, αρχειοθέτησα γι' αργότερα. Ένα από τα μηνύματα έλεγε "there are updates for you in Linkedin". Λες και μπορεί να υπάρχει πραγματικά κάτι σημαντικό ή επείγον σ' αυτό το networking site για επαγγελματίες, που δεν χρησιμοποιεί κανείς στην πραγματικότητα. Παρ' όλα αυτά μπήκα. Για να διαπιστώσω πράγματι ότι δεν συνέβη τίποτε, καμία από τις επαγγελματικές μου διασυνδέσεις δεν είχε αλλάξει επαγγελματική κατάσταση, κανείς δεν βρήκε δουλειά από εκεί.
Συστηματική «ενημέρωση»
Στο μεταξύ, ο χρόνος έτρεχε. Η προθεσμία να παραδώσω το κείμενο πέρασε κι εγώ ακόμη πηδούσα από site σε site κι από social network σε social network, προσπαθώντας με ψυχαναγκαστική εμμονή να προλάβω να ευχηθώ "Χρόνια πολλά" σε όσους γνωστούς ή αγνώστους είχαν γενέθλια στο facebook και να συνεχίσω απερίσπαστος τη δουλειά μου.
Ξαφνικά, μού ήρθε στο μυαλό ο Τζόναθαν Φράνζεν - αυτός που πολλοί θεωρούν ως τον σημαντικότερο σύγχρονο Αμερικανό συγγραφέα, έναν δηλαδή από τους πολλούς που παλεύουν να γράψουν το "great Αmerican novel". Το Freedom, το περσινό του βιβλίο, θεωρείται ό,τι πλησιέστερο σ' αυτό το Ιερό Δισκοπότηρο των αμερικανικών γραμμάτων. Δεν το έχω διαβάσει. Κείτεται εδώ και μήνες στο κομοδίνο μου, ενώ εγώ είμαι με το ένα μάτι στην οθόνη της τηλεόρασης και με το άλλο στο tablet, χαζεύοντας τα status updates των "φίλων μου", μην τύχει και χάσω το επόμενο "is now single", "check in El. Venizelos ", "it's complicated". Μπορεί να μην έχω διαβάσει το βιβλίο του, διάβασα όμως μια συνέντευξή του, στην οποία εξηγούσε πώς γράφει: έχει νοικιάσει ένα διαμέρισμα, με ένα γραφείο, στο οποίο δεν έχει τηλεόραση, τηλέφωνο, τίποτε. Έχει μόνο ένα laptop, στο οποίο έχει βάλει με κόλλα το κλιπ για την σύνδεση στο ίντερνετ, έχει κόψει το καλώδιο, αφήνοντας μέσα το κλιπ, ώστε να μην μπορεί να το αντικαταστήσει, να μην έχει δηλαδή τρόπο να μπει στο δίκτυο από το εργαλείο της δουλειάς του - είναι ο μοναδικός τρόπος να δουλέψει απερίσπαστος.
Δεν λέω ότι μπορώ να συγκριθώ σε οποιοδήποτε επίπεδο με έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής μας, αλλά ίσως θα έπρεπε να ακολουθήσω το παράδειγμά του, αν θέλω να γράψω ποτέ αυτό το κείμενο. Αντ' αυτού, μπαίνω στο google και ψάχνω την συνέντευξη, να δω αν τη θυμάμαι καλά. Εντάξει, καλά τη θυμάμαι. Μπορώ να γράψω. Αλλά πρώτα να δω αν η φίλη που της ευχήθηκα για τα γενέθλιά της έκανε "like" στο post μου και αν απάντησε τίποτε. Όχι ακόμη.... Θα είναι έξω. Πού να είναι; Με ποιον; Αφού είχαμε πει ότι θα βγούμε το βράδυ. Δεν πιστεύω να με «γράψει».
Αυτό που έχω είναι πάθηση. Όχι διαγνωσμένη, δεν έχει μπει ακόμη στα βιβλία ψυχολογίας, στα λεξικά των σύγχρονων νευρώσεων - προς το παρόν, το έχουν ήδη ανακαλύψει τα περιοδικά. Το ονόμασαν FOMO, δηλαδή Fear of Missing Out. Αυτό το αίσθημα αγωνίας ότι τη στιγμή που είσαι κάπου και κάνεις κάτι, το μυαλό σου βρίσκεται κάπου αλλού, όπου θα μπορούσες να βρίσκεσαι και να κάνεις κάτι άλλο. Μέχρι πρότινος, αυτό είναι κάτι που ένιωθαν οι άνθρωποι στις πραγματικές μητροπόλεις του κόσμου: στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Σίδνεϊ, στην Νέα Υόρκη - κυρίως στην Νέα Υόρκη. Εκεί δηλαδή όπου, ανά πάσα στιγμή, υπάρχει μια παράσταση, μια έκθεση, μια συναυλία, ένα πάρτι, μια γιορτή δρόμου, πράγματα που συμβαίνουν ταυτόχρονα και που μπορεί να κάνουν έναν τουρίστα να ξετρελαθεί κι έναν μόνιμο κάτοικο να γελάει, έχοντας συνηθίσει. Μέχρι πρότινος, αυτό το σύνδρομο προσέβαλε ανθρώπους μανιακούς με την ενημέρωση, mediajunkies, εκείνους που κυκλοφορούν με τους οδηγούς πόλης στο χέρι, σημειώνοντας με χρωματιστούς μαρκαδόρους τις ταινίες, τις παραστάσεις, τις συναυλίες που θέλουν να δουν. Ήταν η εποχή πριν από τα "events" στο Facebook, πριν αρχίσει η πληροφορία να σε βρίσκει παντού, πριν αρχίσουν οι φίλοι σου να σε ενημερώνουν στο foursquare πού βρίσκονται ανά πάσα στιγμή. Ξαναμπαίνω στο facebook, να δω πού βρίσκεται η φίλη που έχει γενέθλια. Βρίσκομαι να ξοδεύω μισή ώρα απαντώντας αν θα παρευρεθώ ή όχι σε διάφορα events.
Διάβασε τη συνέχεια στη σελίδα 2
Σε δυο παράλληλους κόσμους
Δεν είμαι μόνος. Γράφω αυτές τις γραμμές σε ένα καφέ, παραγγέλνοντας τον έναν εσπρέσο μετά τον άλλο. Στο διπλανό τραπέζι κάθεται ένα ζευγάρι. Είναι και οι δύο βυθισμένοι στις οθόνες των smartphones τους, τα “γαργαλάνε” παιχνιδιάρικα στέλνοντας μηνύματα, ανταλλάσσοντας φωτογραφίες, βλέποντας βίντεο με γατάκια. Η σερβιτόρα τους πλησιάζει, ζητά συγγνώμη που τους άφησε να περιμένουν. Είχαν ξεχάσει και οι ίδιοι ότι δεν είχαν παραγγείλει, ότι απλώς κάθονταν σε ένα καφέ, αντικριστά, με άδεια ποτήρια νερό, βυθισμένοι σε μικρές οθόνες. Τις αφήνουν μόνο όταν φτάνουν οι καφέδες τους. Πιάνουν τα φλιτζάνια και κοιτάζονται επιτέλους, ενσαρκώνοντας το μεγαλύτερο κλισέ της σύγχρονης εποχής. Είμαστε άνθρωποι που ζούμε ταυτόχρονα σε παράλληλους κόσμους. Στον φυσικό, τον πραγματικό κόσμο, εκεί που περπατάμε, καθόμαστε, τρώμε, κοιμόμαστε, πλενόμαστε.
Και έχουμε και μια δεύτερη ζωή, διαδικτυακή. “Kυκλοφορούμε” αδιάκοπα στα social media, συζητάμε, χαριεντιζόμαστε, ανεβάζουμε τις φωτογραφίες που μάς κολακεύουν, είμαστε ακούραστες κοινωνικές πεταλούδες, σούπερ ήρωες πάντα έτοιμοι να παρέμβουμε, να σχολιάσουμε, να πολιτικολογήσουμε, να ανεβάσουμε βίντεο με γατάκια και φωτογραφίες μας από τις διακοπές. 24 ώρες το 24ωρο, 7 μέρες την εβδομάδα, ένα αδιάκοπο αλισβερίσι διεξάγεται, άνθρωποι μιλάνε, γελάνε, ακούν μαζί μουσική, τσακώνονται, κάνουν follow, unfollow και block - κάποιοι, λέει, κάνουν και σεξ. Cybersex, ναι, που δεν πιάνεται ακριβώς, αλλά και κανονικό σεξ, ιδρωμένο, βρόμικο - φλερτάρουν ηλεκτρονικά, αλλά δίνουν ραντεβού κανονικά. Αν μπουν τα ξενοδοχεία ημιπαραμονής στο foursquare, θα κλείσουν σπίτια. Δεν είναι εύκολο να το αγνοήσεις αυτό. Να μπορέσεις να βρεθείς κάπου και να είναι το μυαλό σου εκεί. Να πας σε μια συναυλία και να μην νιώθεις την ανάγκη να τραβήξεις εκείνη τη στιγμή μια φωτογραφία να μοιραστείς με όλους εκείνους που δεν είναι δίπλα σου, να δουν τι χάνουν. Να είσαι σε μια συναυλία και να μην σκέφτεσαι ότι θα μπορούσες να είσαι σε κάποια άλλη συναυλία, σε ένα πάρτι, να έχεις δεχτεί να πας με τους συναδέλφους από το γραφείο για ποτά.
Το αποτέλεσμα είναι ένα αίσθημα ανικανοποίητου, ανόμοιο με οτιδήποτε είχαμε μάθει να βιώνουμε στο παρελθόν. Μια νέα μορφή ανηδονίας, που εξαπλώνεται σαν ιστός πάνω από το σύννεφο αόρατων συνδέσεων που μας έχει δικτυώσει μέσω του wi-fi. Μια νεύρωση που μάς έχει καθηλώσει σε μια περίεργη εφηβεία, όπως τότε που ζούσαμε τους πρώτους μας έρωτες, που αναρωτιόμασταν συνέχεια, κολλημένοι στο τηλέφωνο «πού να είναι και τι να κάνει τώρα». Κι όπως κάθε εφηβικό κόλλημα, περνάει με την ενηλικίωση. Γιατί η άλλη πλευρά του νομίσματος FOMO είναι το αρκτικόλεξο JOMO, Τhe Joy of Missing Out. Στον αντίποδα του φόβου ότι κάπου, κάποιοι κάνουν κάτι και δεν συμμετέχεις, βρίσκεται η χαρά του να μην συμμετέχεις. Όπως κάθε πραγματική ενηλικίωση, αυτό συμβαίνει όταν η πραγματική ζωή σού χτυπάει την πόρτα. Είναι κάτι που ξέρουν καλά οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν την παλιά τους ζωή, εκούσια ή ακούσια - εκείνοι που αλλάζουν δουλειά, που φεύγουν από την πόλη για την επαρχία, εκείνοι που εξαφανίζονται από τα μπαρ γιατί απέκτησαν παιδιά. Ειδικά οι τελευταίοι, είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Τους βλέπεις την πρώτη φορά, ύστερα από μήνες, που καταφέρνουν να εμπιστευτούν το μωρό τους σε μια μπέιμπι σίτερ ή στη γιαγιά και προσπαθούν να βγουν και να πείσουν τους φίλους τους ότι παραμένουν οι ίδιοι άνθρωποι με πριν. Έχουν το μάτι που γυαλίζει, προσπαθούν αχόρταγα να καταναλώσουν πληροφορίες, να μάθουν τα νέα στέκια, να δείξουν ότι νιώθουν ακόμη άνετα στα παλιά. Και κάποια στιγμή χαλαρώνουν. Παραδίδονται στη νέα κατάσταση. Κι επιλέγουν τη ζωή. Ανάμεσα στο φανταστικό "αλλού", προτιμούν το πραγματικό "εδώ". Ελπίζω κάποια στιγμή να μου συμβεί. Ίσως τότε, καταφέρω να γράψω και αυτό το κείμενο.