Χωρίς χρονοδιάγραμμα και πυροδοτώντας τις ανασφάλειές μας, το lockdown μπορεί να μη συντελεί στην αυτοβελτίωση, αλλά επισημαίνει πως τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Η ώρα είναι τρεις το μεσημέρι, οπότε η κυρία στο απέναντι μπαλκόνι θα βγει με τα μαλλιά της λυμένα. Θα ελέγξει αν έχει στεγνώσει το τραπεζομάντιλο που κρέμεται στην απλώστρα και μετά θα βηματίσει αργά ως την άκρη του μπαλκονιού για να πετάξει στον πλαστικό κάδο που βρίσκεται εκεί το τσαλακωμένο χαρτί που κρατάει στο χέρι της. Είναι μια ηλικιωμένη κυρία (σίγουρα πάνω από 80), λεπτή και ευθυτενής. Φοράει πάντα κάτι μακριά ανοιχτόχρωμα νυχτικά και, αντίθετα με όλες τις ηλικιωμένες κυρίες που τυγχάνει να γνωρίζω, έχει αφήσει τα κατάλευκα μαλλιά της πολύ μακριά. Μου θυμίζει την κυρία Χάβισαμ από τις Μεγάλες Προσδοκίες.
Την παρατηρώ από την πρώτη μέρα που μετακόμισα εδώ – το παράθυρο του γραφείου μου βλέπει στα πίσω μπαλκόνια της πολυκατοικίας της, οπότε και στο δικό της, αυτό με τον κάδο και την απλώστρα. Έχω καταλήξει ότι μένει μόνη της και ότι δε βγαίνει ποτέ από το σπίτι. Ζει εδώ και αρκετά χρόνια ένα ιδιότυπο, δικό της lockdown.
Σε μια ολόκληρη γειτονιά με πολυκατοικίες κολλημένες η μία δίπλα στην άλλη είναι ο μόνος άνθρωπος που εμφανίζεται τακτικά στο πίσω μπαλκόνι. Τα πρωινά κάνει μικροδουλειές και απλώνει ένα δύο πράγματα (ποτέ περισσότερα), τα μεσημέρια βγαίνει με τα μαλλιά της λυμένα, σαν να έχει μόλις λουστεί, και μαζεύει τα απλωμένα. Μέχρι να νυχτώσει, θα βρει τουλάχιστον τρεις ακόμα αφορμές για να βγει στο πίσω μπαλκόνι. Κάποια απογεύματα πίνει και τον καφέ της εκεί. Έχω πειστεί ότι έχτισε αυτή τη ρουτίνα για να ρέουν λίγο πιο γρήγορα οι ώρες των μονότονων ημερών της. Επινοεί μικροδουλειές που την υποχρεώνουν να μετακινείται διαρκώς από τον έναν χώρο του διαμερίσματος στον άλλο, λούζεται κάθε μεσημέρι βρέξει-χιονίσει και πλένει τα ρούχα της ένα ένα ή δύο δύο για να έχει πάντα κάτι να απλώνει και να μαζεύει.
Το σύνδρομο του άδειου μπαλκονιού
Όταν ξεκίνησε η πρώτη καραντίνα, τον περασμένο Μάρτιο, πίστευα ότι αργά ή γρήγορα θα ακολουθούσαμε όλοι τον δρόμο που χάραξε η κυρία Χάβισαμ. Μοιραία θα καταλήγαμε στα πίσω μπαλκόνια μας, με την καθημερινή μας ρουτίνα κατακερματισμένη σε μικρές και ασήμαντες πράξεις με στόχο απλώς να περάσουν οι μέρες. Εκείνη, ως βετεράνος του εγκλεισμού, θα ήταν η άτυπη αρχηγός μας και όλοι εμείς οι νεοσύλλεκτοι των πίσω μπαλκονιών θα επωφελούμασταν από τη μακροχρόνια εμπειρία της στη διαβίωση σε παγωμένο χρόνο. Ποιος ξέρει; Μπορεί να καθιερώναμε και τον απογευματινό καφέ μετά το άπλωμα. Τίποτα απ’ αυτά, όμως, δε συνέβη. Μετά από ένα χρόνο και δύο ακόμα lockdowns τα πίσω μπαλκόνια των πολυκατοικιών παραμένουν ασύχναστα. Ευτυχώς, μάλλον.
Η αδιατάρακτη συνεχιζόμενη μοναξιά της κυρίας Χάβισαμ είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας ότι οι άνθρωποι που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την πρώτη πανδημία του 21ου αιώνα δεν ήταν διατεθειμένοι να εκχωρήσουν την καθημερινότητά τους σ’ εκείνη. Όλοι φυσικά χρειάστηκε να προσαρμοστούμε και όλοι σε κάποιο βαθμό επιχειρήσαμε να αλλάξουμε το πρόσημο του εγκλεισμού, να αναπτύξουμε δραστηριότητες και να αντλήσουμε τις όποιες απολαύσεις μπορεί να προσφέρει η υποχρεωτική καραντίνα. Σειρές, ταινίες, βιβλία, επιτραπέζια και παζλ, βιντεοκλήσεις και τούρτες με κεράκια στο Zoom, ζυμώματα και περίπλοκες συνταγές, Pilates, TRX, χειροτεχνίες, αμέτρητα τεχνάσματα και ιδέες επιστρατεύτηκαν προκειμένου να ταΐσουμε τον εαυτό μας με μερικές κουταλιές από το παρήγορο αφήγημα της μιας ακόμα κρίσης που μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία – έστω σε ευκαιρία για αυτοβελτίωση.
Στη συντριπτική μας πλειονότητα αποτύχαμε. Κι εγώ απέτυχα, το παραδέχομαι. Από ένα σημείο και μετά εγκατέλειψα τις προσπάθειες να γίνω καλύτερος άνθρωπος μέσα στην καραντίνα.
Δε θέλω "να μείνει κάτι καλό απ’ όλο αυτό". Θέλω απλώς "όλο αυτό" να τελειώσει.
Σε γενικές γραμμές, αυτό θέλουμε όλοι και αυτό είναι που μας διαφοροποιεί από την κυρία Χάβισαμ: εκείνη κλείστηκε στο περιτοιχισμένο παλάτι της και διαμόρφωσε τη ζωή της ξέροντας ότι δε θα βγει ποτέ από εκεί μέσα. Εμείς κλειστήκαμε στο περιτοιχισμένο οχυρό μας μέχρι να λυθεί η πολιορκία και να ξεχυθούμε ξέγνοιαστοι έξω απ’ τα τείχη. Ό,τι συμβαίνει αυτές τις μέρες μέσα στο οχυρό έχει ημερομηνία λήξης στο μυαλό μας, γι’ αυτό και μπαγιατεύει κάθε φορά που ανακοινώνεται ένα ακόμα lockdown ή κάποια νέα σειρά περιοριστικών μέτρων. Όσο περνούν οι μέρες, που μοιάζουν ίδιες η μία μετά την άλλη, αισθανόμαστε ότι καταναλώνουμε μια κονσέρβα ζωής που η ημερομηνία της έχει λήξει προ πολλού.
Η πεποίθηση ότι ο εγκλεισμός είναι κάτι που απλώς πρέπει να υπομείνουμε μέχρι να περάσει ρουφάει όλο τον αέρα από τη συσκευασία μέσα στην οποία έχουμε κλειστεί και μας αφήνει στεγνούς και ζαρωμένους. Αλλά από αυτή την πεποίθηση πρέπει να κρατηθούμε, πεισματικά και αμετακίνητα, για να μην κανονικοποιήσουμε –συνειδητά ή ασυναίσθητα– τη διαστρεβλωμένη ζωή στην καραντίνα. Μπορεί να είναι μια ελπίδα που τις περισσότερες μέρες μοιάζει με τιμωρία, αλλά είναι ο μόνος τρόπος για να βγούμε από τη σπηλιά αλώβητοι, χωρίς ηθικούς και πνευματικούς ακρωτηριασμούς.
Αλήθεια τώρα, δεν έχουμε κανένα λόγο να εκλογικεύσουμε την πανδημία και να ωραιοποιήσουμε το lockdown. Ούτε να προσδώσουμε στον κορονοϊό μια υπερβατική ηθική υπόσταση – δεν ήταν θεία τιμωρία, ούτε κάτι που μας άξιζε. Όταν ο ιός νικηθεί οριστικά από τους επιστήμονες, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον αφήσουμε πίσω μας και να μην επιτρέψουμε στον φόβο και στις μνήμες του εγκλεισμού να μας αφήσουν κουσούρια, προσωπικά ή κοινωνικά.
Αυτό που σίγουρα αξίζει να κάνουμε είναι να μην ξεχάσουμε το μόνο ουσιαστικό μάθημα που μας έδωσε "όλο αυτό": ότι τίποτα δεν είναι πραγματικά δεδομένο. Η υγεία, η εκπαίδευση, τα ποτά στο μπαρ, τα τριήμερα στα Τρίκαλα Κορινθίας, η ελευθερία, η Δημοκρατία είναι φθηνά ή ακριβότερα προνόμια που μπορεί να χαθούν, να ακυρωθούν ή να απαγορευτούν από τη μία στιγμή στην άλλη.
Δεν είναι καινούριο αυτό το μάθημα, οι αυστηροί φιλόλογοι το δίδασκαν στα σχολεία την εποχή που η κυρία Χάβισαμ ήταν ακόμα κοριτσάκι και τα μακριά της μαλλιά ήταν κατάμαυρα και στιλπνά: Η ελευθερία προέρχεται από το "ελεύσομαι", τον αρχαίο μέλλοντα του ρήματος "έρχομαι". Έχει αυτό το υπέροχο και καταραμένο διάνυσμα μέσα της. Δεν είναι ποτέ εδώ, δεν είναι αυτονόητη ή δεδομένη.
Η ελευθερία είναι η κατάσταση στην οποία πάντα θα πρέπει να προσπαθούμε να φτάσουμε.
Έτσι ήταν ανέκαθεν, αλλά το είχαμε ξεχάσει ή το είχαμε απωθήσει βυθισμένοι στη μακάρια κανονικότητά μας.
Όταν με το καλό καταφέρουμε να σκαρφαλώσουμε έξω από το ρήγμα που άνοιξε ο κορονοϊός στις ζωές μας, δε θα πρέπει να κοιτάξουμε πίσω. Το χρωστάμε στους αφυπνισμένους εαυτούς μας, να διεκδικήσουμε μια νέα, πιο ουσιαστική κανονικότητα. Να κερδίσουμε όλες τις μικρές και μεγάλες ελευθερίες από την αρχή.